Ι
Εμείς μαχαίρια δεν μεταχειριστήκαμε
Έτσι που να μαζέψουμε χόρτα στους αγρούς τ΄απογεύματα
Ή να ανοίξουμε ένα καρύδι την ψίχα του να φάμε
Φοβηθήκαμε τη γη και τους καρπούς της
Κάποιοι μας είπαν πως ένα λίθινο μαχαίρι κρατάει
Το απόσταγμα να πάρει της ψυχής μας αν τη φλέβα της πλησιάσουμε
Περιοριστήκαμε στα εντελώς απαραίτητα
Δεν ξέραμε κατά που γέρνει η αναπνοή της καρδιάς
Μπήξαμε τα μαχαίρια στο φρέσκο ψωμί και περιμέναμε την τιμωρία
ΙΙ
Εμείς μνημονεύαμε τα πάθη των εραστών καθημερινά
Την πλεξούδα της αγαπημένης στο εικονοστάσι του σπιτιού μας
Δίπλα στα νυφικά στέφανα τοποθετήσαμε
Κι αυτός νομίζω είναι ο λόγος
Που οι ρώγες των δαχτύλων μας γίνονταν χρυσές τα καλοκαίρια
Μόλις αγγίζαμε τις καρίνες απ' τις βάρκες στα κοντινά ακρογιάλια
Με τις επιγραφές: "Ιουλία" "Αστάρτη" "Μάγια" και "Αλεξάνδρα"
ΙΙΙ
Εμείς δεν πιστέψαμε στα χάλκινα δάκρυα των αγαλμάτων
Ούτε που μας συγκίνησαν ποτέ
Τα αγάλματα ποτέ δεν κλαίνε από λύπη
Παρά μονάχα από χαρά περισσή
Γι αυτό και τα παιδιά μας όταν τα πηγαίνουμε στα πάρκα
Πολύχρωμες κορδέλες τους φορούμε στα μαλλιά
Κορδέλες της χαράς
Και τα πέλματά τους με αρώματα τα αλείφουμε
Να έχει η ζωή ένα κατά δικό της κομμάτι ευτυχίας
ΙV
Εμείς συνήθεια το έχουμε στα μεγάλα θησαυροφυλάκια
Να κλείνουμε τα διάφανα πουκάμισα των φιδιών
Κι όταν ο ξένος μας ρωτά τι κρύβουμε εκεί ερμητικά
Μία απάντηση του δίνουμε πάντοτε:
Το μικρό νυχάκι της Παναγίας που το έσπασε η πίκρα
Σαν ατένισε του κάλφα τα καρφιά
V
Εμείς μονόπρακτα δεν παίξαμε σε σκηνές αρχαίων θεάτρων
Ή σε υπαίθρια σινεμά μαζί με τα περιπλανώμενα μπουλούκια
Υποκρινόμασταν πάντα στη ζωή τους τυφλούς
Γιατί βαθιά μέσα μας ξέραμε πως το κορμί σπιθίζει φως
Μόνο μέσα απ' των τραγωδών το χρυσό στέφανο
VI
Εμείς δεν εμπιστευτήκαμε τα σήμαντρα
Ακόμα κι αυτά που ανάσταση σήμαιναν
Ξεριζωμένοι ήμασταν γι αυτό και το σήμαντρο της νοσταλγίας
Είχε πάντα έναν πικρό κι υπόκωφο ήχο
Έναν ήχο που μαρτυρούσε την επέλαση της φωτιάς
Στους παιδικούς ελαιώνες της θύμησης
VII
Εμείς δεν ξεκρίναμε ποτέ την γραμμή της ζωής
Τσιγγάνες δεν είχαμε κοντά μας
Την παλάμη μας να διαβάσουν
Μοίρα μας οι νεκροί μας
Κι έτσι το μόνο που καταφέρναμε ήταν να στήνουμε
Λευκά εικονοστάσια στις άκρες των δρόμων
Εκεί ακριβώς που περνούσαν τέλη του θέρους
Οι νέοι με τις καλαθούνες γεμάτες κεχριμπαρένια σταφύλια
Κι αυτούς μονάχα ονειρευόμασταν
Γελούσαν μαζί μας κρυφά τα παιδιά με τ' ασχημάτιστα χείλη
VIII
Εμείς τα ποιήματά μας τα χαράξαμε
Σε σχιστόλιθους φερμένους απ' τα κοντινά βουνά
Ψεύτισαν τα χαρτιά και οι πάπυροι
Ψεύτισαν και οι πένες μας
Και το μελάνι στις πέτρινες κρήνες χρονολογίες τυπώνει
Γι αυτό και τα τραγούδια μας μοιάζουν με δροσοσταλίδες
Κι άλλοτε πάλι έχουν την χροιά της σγουρής φτέρης
ΙΧ
Εμείς σε αρματοδρομίες δεν λάβαμε μέρος
Ούτε τα χάλκινα γκέμια κρατήσαμε του Ηνιόχου
Οι επιλογές μας κάποια ασταθή βήματα
Σε μονοπάτια πλούσια σε ακάνθους και ασφόδελους
Πρόθυμα στριφογύριζαμε το κέρμα τις Κυριακές
Πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας
Και μας αποκάλυπτε σχεδόν πάντα την κεφαλή των φτερωτών Θεών
Χ
Εμείς την επιφάνεια της λίμνης
Δεν πετροβολήσαμε ατάραχο αφήσαμε το νερό
Πως να ξοδέψεις τα βότσαλα που οι ποιητές
Ωραίους κούρους απεικονίζουν πάνω τους
Και τα παιδιά σε σφεντόνα τα βάζουν σημάδι να μάθουν
Έτσι στη γαλήνη ταχθήκαμε και μπροστά σε κοίλα κάτοπτρα
Αδιαίρετο αντικρίσαμε το πέτρινο πρόσωπό μας
ΧΙ
Εμείς τα σπίτια μας δεν τα χτίσαμε στα οροπέδια
Παρά μονάχα δίπλα στις ακτογραμμές τα στεριώσαμε
Να έρχεται η αρμύρα να διαβρώνει το αίμα μας με το χνώτο της
Και του γρέγου το ξύλινο τόξο να σιγοτρώει συστηματικά
Εντούτοις δεν δειλιάσαμε ούτε μια στιγμή
Παρά την στενή πολιορκία των Νηρηίδων
Ωραίοι και αρτιμελείς θητεύσαμε στο παρόν
Και μέσα από θαλασσινό κοχλία ήπιαμε
Το νέκταρ που ξεδιπλώνει τα πανιά των ενατενίσεων
Συμμετέχει στο δρώμενο " Η στιγμή σου σ' ένα ποίημα" της Μαρίας Νι
όπου θα απολαύσουμε πολλές και σημαντικές φωνές