Άτακτα τάγματα άπορων σπουργιτιών
Κατέλυσαν τις αλέες της πόλης
Πλάι στους ιστούς του εαρινού δρόμου
Μελαγχολικές υδραντλίες της φυγής
Πλάι στους ιστούς του εαρινού δρόμου
Μελαγχολικές υδραντλίες της φυγής
Θορυβήθηκαν οι σπάνιοι κάλυκες
Των λευκών αστρολούλουδων
Έγυραν τεθλιμμένα και βουβά
Τα σγουρά κεφάλια της μικρής
Καλεντούλας στο πλοιάριο της ζωής
Οι βιοποριστές της παραλίας
Φύσηξαν αγριεμένοι από το μεθύσι
Την μπουρού του αρχιπελάγους
Χελιδονοουρές κυμάτισαν
Πάνω στα καφενεία των άστεγων
Προφητών και των λιποτακτών της βροχής
Οι χρησμοί της ασημένιας ομίχλης
Εκτεθειμένοι κι ανερμήνευτοι
Ακουμπούσαν στις σκαιές πληγές
Της ευλαβικής λεύκας
Στο πάρκο με τον τυφλό βιολιστή
Βγήκαν τα παιδιά με τα χρυσά λάφυρα
Οδοιπορούσε το κλέφτικο χιόνι του στίχου
Να συνθέσει τον παιάνα του υπαίθριου άνθους
Τα μονοπάτια και τα φαράγγια
Της Όσσας πλημμύρισαν
Με χαλύβδινους ανθρώπινους καημούς
Έκαιγε θειάφι και σμύρνα
Στο θυμιατό των ξεραμένων
Πευκοβελόνων εκεί στο ερημοκλήσι
Με τον ουράνιο άστρινο τρούλο
Ακάλυπτο το δάκρυ πότιζε
Το οπάλιο μάγουλο
Της αμφιλύκης με τις δέσμες της αγάπης
Μουσκεμένοι οι μηροί έτρεμαν μαζί
Με τα βαθυγάλαζα μάτια
Του Άχραντου Έρωτα των βυθών
Ανοικτές πληγές και ανεμικές παντιέρες
Έφεραν το σπόρο του αναγεννημένου
Σύμπαντος στη κοίτη του ερωτόληπτου Πάμισου
Όχθες με ποταμόχορτα βότσαλα και μούσκλια
Αφιερώνονταν στη ροή της άνωθεν γης
Πικροί δουλευτές ξεχέρσωναν
Το φως του ανθρακίτη
Από το πουκάμισο της γυναίκας
Αργός κι επώδυνος ο θάνατος
Σημάδευε με δηλητηριασμένα βέλη
Το γόνιμο χώμα της οπτασίας
Βάραινε η ζωή στο ζεμπίλι της κόρης
Η άμπελος κόχλαζε στο γιοματάρι του Ήλιου
Τον οίνο και τα κρασοστάφυλα
Της νεογέννητης Λακωνικής κοιλάδας
Βομβούσε η μέλισσα μπροστά
Στους βοστρύχους της Απέθαντης νεραντζιάς
Ο μανιασμένος άνεμος ύμνος της ζωής
Χτυπούσε και λάξευε τη πληγή
Της λησμονημένης Πανάρετης
Ήρθε ο καιρός της αναπαράστασης του φονικού
Κλείσε την αυλαία πριν τα σπουργίτια
Αναπολήσουν το κρύο χνώτο των συστάδων
Και ακμαία δοθούν στη γύρη της λήθης παντοτινά