Το τρένο ποτέ δεν μπήκε στο τούνελ,
θεοσκότεινο δεν ήθελε να αφήσει το
σημάδι στο δέρμα και στα πρόσωπα των
άδουλων νέων.
Τα σκοτωμένα παιδιά μυστικό ραντεβού είχαν
με το φεγγάρι και με τις καλύβες των άστρων
εκείνη τη νύχτα συνομιλούσαν.
Ανέβηκαν ένα ένα πάνω στις φεγγαροαχτίδες
που θα τα οδηγούσαν στα πλάτη του ουρανού.
Ρωμαλέα τα παιδιά δεν καταδέχτηκαν
να μπουν στη φορτηγίδα που είχε φέρει
ο χάροντας για να τα πάρει μαζί του στα
μαύρα λιβάδια που ανθούν τα ασφοδίλια.
Μουτρωμένος έφυγε ανάβοντας το τσιμπούκι
του απ' τη φωτιά των βαγονιών.
Τα παιδιά τον προσπέρασαν.
Τα όνειρα τους μεγάλα, έστησαν ανθρώπινο
τοίχο μπρος στα άπονα του δρεπάνια και
στο αποκρουστικό του βλέμμα, φτύνοντας
οργισμένα τις καμένες του επιδιώξεις.
Τα σκοτωμένα παιδιά στου ουρανού τα
μύχια αθανατούν κι εκεί σφίγγουν δυνατά
της οργής την γροθιά.
Κανείς δεν τα ταράζει, στα σπλάχνα της
σελήνης βρήκαν ένα χέρι ζεστό σαν αυτό
της μάνας που ποτέ δεν ξεχνάει.
Εκεί ο Κυπριανός, η Ιφιγένεια, η Αναστασία,
η Βάγια συντονίζουν τα χαμόγελα των άλλων
παιδιών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Άκου το ντέφι τους, άκου το αίμα τους,
άκου το ηχηρό τους μήνυμα.
Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά, κοιμήσου.
Τα σκοτωμένα παιδιά έντυσαν το θάνατο
τους με φως ζωής και κριτές αυστηροί
έγιναν για το σάπιο του κόσμου σύστημα.
Δικαίωση ζητούν κι ασταμάτητα γράφουν
πλακάτ με συνθήματα έγερσης.
Ύψωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θα
τα δεις να συνομιλούν με τις κορυφές της ιστορίας.
Τα αποστήματα σπάζουν της αδιαφορίας
και εχθρεύονται την καπηλεία των αρχείων.
Έχουν γιορτή εκεί ψηλά, ένα ξέφρενο γλέντι,
μια συμπαντική εαρινή σύναξη.
Σμίγουν με τα πλήθη που διαδηλώνουν κι
άφοβα καταργούν τα σκοτάδια απ' τον
πίνακα των πρόχειρων ανακοινώσεων.
Δικά τους βγάζουν δελτία και μας ζητούν
της αγρύπνιας να πάρουμε τον δρόμο.
Νικητές να γίνουμε και ώριμοι διάδοχοι τους.
Το σκληρό κορμί της Άνοιξης να σπαθίσουμε
γλυκιά για να γίνει αδερφή έτσι που οι
μάνες να μην κοιτούν ύποπτα τις ξεχαρβαλωμένες
ράγες και τα σπασμένα κλειδιά που η μοναξιά
τα κατοικεί και η εντροπία.