Απόδραση στην εξοχή.
Πήρε τον σπάγκο, την ψαλίδα του μπαμπά απ' την αποθήκη κι ένα καλάθι φτιαγμένο από τσιγγάνικα χέρια. Ανέβηκε στο ποδήλατο της κι έφτασε γρήγορα στο κοντινό λιβάδι. Κατάσπαρτο το μέρος με λογής λογής αγριολούλουδα. Κυρίαρχες οι παπαρούνες, τα χαμομήλια και οι μαργαρίτες. Ζωηρόχρωμες πεταλούδες πετούσαν τριγύρω προσθέτοντας τις δικές τους πινελιές στο τοπίο.
Γλυκιές ευωδιές
λουλούδισε ο τόπος-
μεθά ο αέρας.
Στήριξε το ποδήλατο στο πεύκο που βρίσκονταν καταμεσής του λιβαδιού. Ένα αεράκι μπάτσισε το πρόσωπο της. Ανέπνευσε βαθιά κι ένιωσε δέος αντικρίζοντας όλη την γύρω ομορφιά. Με ταχύ βήμα κατευθύνθηκε προς τη άκρη του λιβαδιού όπου υπήρχε μια κοντή λυγαριά. Με την ψαλίδα, έκοψε πέντε έξι βέργες κι έφτιαξε ένα περίτεχνο στεφάνι με τα ευλύγιστα κλαδιά.
Πάνω στο λόφο
στοιχισμένες κυψέλες-
μέλισσες πετούν.
Κρατώντας το καλάθι στο χέρι άρχισε να μαζεύει αγριολούλουδα
Δεν χρειάστηκε κόπος πολύς μιας και η γη έμοιαζε με ένα αφράτο από λουλούδια χαλί. Μόλις γέμισε το καλάθι ως πάνω φτεροκόπησε η καρδιά της σαν ελεύθερο πουλί. Σήκωσε τα μανίκια ψηλά και στρώθηκε στη δουλειά. Θα έφτιαχνε ένα πολύχρωμο στεφάνι με σκοπό να στολίσει την εξώπορτα του σπιτιού.
Μια μαργαρίτα
απαντήσεις δεν δίνει-
μυστικά κρατά.
Ξετύλιξε τον σπάγκο, κι άρχισε να παίρνει λίγα λίγα απ' τα λουλούδια πλέκοντας τα προσεχτικά γύρω απ' το στεφάνι. Σε λίγη ώρα ήταν έτοιμο. Έδειχνε πράγματι πανέμορφο. Που και που είχε μπήξει μερικά κλωναράκια πεύκου για να σπάει τη μονοτονία. Σηκώθηκε όλο χαρά, το έβαλε πάνω στα ξέπλεκα μαλλιά της κι άρχισε έναν τρελό διονυσιακό χορό. Έμοιαζε με νεράιδα που μόλις βγήκε απ' το ποτάμι.
Λαμπρός ο ήλιος
δροσοσταλίδες σβήνει-
στεγνώνουν τ' άνθη.