Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αναβολή

αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
Κώστας Ουράνης

Ανέβηκε πρόθυμα στο σκαμνάκι.
Το σκοινί το είχε δέσει ψηλά
από χθες.
Πέρασε τη θηλιά στο λαιμό.
Κοίταξε γύρω του, όλα στη θέση τους,
όλα τακτοποιημένα.
Έκανε το σταυρό του.
Ξανακοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο.
Το πιάνο είχε πιάσει σκόνη,
δεν το είχε από πριν προσέξει.
Άκουσε το νιούρισμα της γάτας του.
Τον γυρόφερνε ανήσυχη ίσως
να είχε έρθει η ώρα του φαγητού της.
Δεν έλεγε να σταματήσει παρόλο το
παρακαλετό.
Στο κατόπι το γέρικο του ροτβάιλερ
με το λουρί στο στόμα τον καλούσε
για την απογευματινή βόλτα.
Ανυπόμονο γάβγιζε κι όρθωνε τα αυτιά.
Τα κατοικίδια δεν ήξεραν τις προθέσεις του.

Μετεωρίστηκε για λίγο κι έπειτα
έβγαλε τη θηλιά.
Ο λαιμός του κρουστός.
Τα χέρια του παγωμένα.
Τα μελίγγια χτυπούσαν δυνατά.
Πλησίασε τη σόμπα, έκαιγε ακόμα.
Ζεστάθηκε.
Στη τσαγιέρα κόχλαζε το νερό, το
απομάκρυνε.
Ετοιμάστηκε για τη βόλτα αφού πρώτα
τάισε τη γάτα.
Το ροτβάιλερ κρατούσε το λουράκι.
Κουνούσε ευχαριστημένο την ουρά.
Ο αέρας έδιωξε μακριά μια μύγα.
Δεν την είχε από πριν προσέξει.
Ίσως να μπήκε τώρα από το μισάνοιχτο
παράθυρο.

Βγήκε στην είσοδο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, είχε γένια
πέντε ημερών που τον αγρίευαν.
Προχώρησε, αναστενάζοντας.
Στο τραπεζάκι με τους λογαριασμούς
είδε ένα γράμμα σε φάκελο κίτρινο Α4
με ένα γραμματόσημο στα δεξιά
Είχε τη διεύθυνση του.
Για αποστολέα είχε εκείνη.
Αναθάρρησε.
Χαμογέλασε.
Ποιος το περίμενε....

Αφού τελείωσε με την βόλτα και μπήκε
σπίτι άνοιξε τον φάκελο.
Τα καλλιγραφικά της γράμματα τον καλούσαν
αύριο το απόγευμα στις έξι η ώρα στο σταθμό
για να την παραλάβει.
Θα επέστρεφε.
Χαμογέλασε.
Χάιδεψε το γράμμα.
Μύρισε το λεπτό της άρωμα.
Ύστερα το μάτι του πήγε στο σκοινί.
Ανέβηκε στη σκάλα και το κατέβασε.

Βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο αέρας μύριζε κίτρο και αρμπαρόριζα.
Θυμήθηκε πως έτσι μύριζε και το σώμα της.
Έδεσε το σκοινί στις προεξοχές.
Αύριο θα πέταγε τη σπασμένη απλώστρα.
Τώρα που θα ήταν δυο χρειάζονταν πιο
πολύ χώρο για τη μπουγάδα.

Κάθισε στο τραπέζι κι έκανε τσιγάρο.
Η μέρα τον αποχαιρετούσε.
Είχε βαμμένα τα μάγουλα της ροζ.
Υποκλίθηκε στην ομορφιά της
και μπήκε μέσα, ήταν η ώρα του δείπνου.
Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του ενώ
το σκυλί του είχε νωχελικά καθίσει
πάνω στη μεγάλη ασπρόμαυρη μαξιλάρα.
Η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά, το άρωμα της
διάχυτο στην κάμαρα έδινε υποσχέσεις.

Ένα όνειρο

Στην κρύα νύχτα ξεβράστηκε
Σε παγωμένη λίμνη βρέθηκα 
γυμνή να παλεύω στην όχθη 
να βγω. 
Κολύμπι δεν ήξερα, πυξίδα 
δεν κρατούσα μόνο την καρδιά 
στα χέρια μου είχα, ρόδο
εκατόφυλλο να την ξεφυλλίζω. 
Στο τέλος τίποτα δεν περίσσεψε.
Έμεινα πιασμένη από μια καλαμιά
με την γονατισμένη μου καρδιά 
να βγάζει οξείς ήχους και να με
παρακαλάει απεγνωσμένα τα φύλλα 
της να συγκολλήσω.
Ένα γύρω τα πέταλα απομακρύνονταν.
Ούρλιαξα θυμό μεγάλο. 
Ανέβηκαν φυσαλίδες.
Είχα ήδη πεθάνει και δεν το γνώριζα. 

Εκπυρσοκρότιση

Ο χρόνος σε σεβάστηκε και 
δεν άγγιξε τα γκρίζα μάτια σου. 
Είχε άδικο ο Αλεξανδρινός 
την ομορφιά τους κράτησαν 
ακέρια σαν παλιό αρωματικό
κρασί στο πέτρινο κελάρι. 
Και μένω εδώ να τα θωρώ 
σπίθες να βγάζουν και μαχαίρια 
να κρατούν κι όποιος γλυτώσει. 
Και μένω εδώ να τα κοιτάζω
τις βαριές τους βλεφαρίδες 
να ανοιγοκλείνουν και να με
φυλακίζουν σε κελί υγρό 
και σκοτεινό.

Δέσμιος τους τώρα και πώς
να ξεφύγω;
Υπηρέτης τους και πώς να μην
υποκλιθώ;
Αιχμάλωτος τους και πώς να 
απελευθερωθώ;
Στήνω τραπέζι και τα καλοδέχομαι
με μια ανθοδέσμη στα χέρια από 
τις τουλίπες του δειλινού. 
Εδώ θα μείνω κι αν κάποτε 
αποστραγγίξω το δάκρυ τους
και διψάσω δεν θα τα αρνηθώ.
Τη βροχή θα καλέσω κι εκείνο
τον καταρράκτη που περνάει 
ανάμεσα από τα χέρια σου για να 
δροσιστώ και να νίψω το πρόσωπό μου.
Όμορφη να με θωρείς νερό αθάνατο 
να σε κερνώ και στο χορό να μπαίνω 
κρατώντας του νόστου μαντήλι. 

Στο ζωνάρι κρύβω δυναμίτη 
αν τυχόν μου αντισταθείς.