Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η κόρνα του φορτηγού

Συναντήθηκαν σε ένα παγκάκι του πάρκου.
Αυτός μικρόσωμος και μυώδης, η αναπνοή
του μύριζε έλατο και ανθισμένη αλιφασκιά.
Αυτή εύθραυστη κι ονειροπόλα με κάτι
τεράστιες τσέπες, μέσα τους έκρυβε την χτένα
της, δύο τούφες θυμάρι και το χαλασμένο
ρολόι του μπαμπά.
Διάβαζαν την ίδια εφημερίδα.
Κρυφοκοιτάχτηκαν, μαζεύτηκαν πιο κοντά
κι άρχισαν να αναλύουν τα γεγονότα.
Πρώτη είδηση ένα εργατικό ατύχημα.
Οι φλέβες στο λαιμό φουσκωμένες.
Μίλησαν για την αιθάλη των φουγάρων, 
τα ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας, 
τα μαυρισμένα νύχια των προλεταρίων.

Σιγά σιγά μια κόκκινη κλωστή άρχισε
να τους δένει, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Άγνωστοι μέχρι πριν λίγο περιφέρανε
την πλήξη τους ανάμεσα στους κατηφέδες,
τους κρόκους, τα γεράνια και στις γλυσίνες.
Τώρα αναπάντεχα μαζί μάχονταν σιωπηρά
τη μοναξιά του ανώνυμου πλήθους.

Αντάλλαξαν τηλέφωνα, τα πόδια στέρεα
στη γη, τα χέρια αμήχανα, το φιλί άδοτο
στα χείλη έδινε υποσχέσεις μιας εμπόλεμης
αγάπης ή ενός αρρωστημένου έρωτα.
Βρέθηκαν πέντε άλλες φορές όλες κι όλες.
-Τα σπίτια τους κοντά, οι καρδιές όμως δεν
ακολουθούσαν, οι εφημερίδες είχαν ξεχαστεί
στο πάρκο, σήμερα κανένα δεν έγινε ατύχημα
ή μήπως ναι...-

Η εργένικη κάμαρα μύριζε αποφάγια και μούχλα.
Δεν είχαν τι να πουν, δεν αγγίχτηκαν,
πήραν το τρένο για μια βόλτα.
Φιλήθηκαν περιπαθώς μέσα σε ένα κατάμεστο
βαγόνι, χαϊδεύτηκαν με έξαψη.
Ένα παιδί που έγλυφε ένα κόκκινο κοκοράκι
τους κοίταξε φοβισμένο κι άρχισε να κλαίει.
Σταμάτησαν με τα μάγουλα ντροπιασμένα,
τις σάρκες παγωμένες και τα χέρια ιδρωμένα.
Κατέβηκαν στο τέρμα κι αγόρασαν λουλούδια
από την υπαίθρια έκθεση του δήμου.
Πήραν και εφημερίδα την ίδια πάντα.
Σχολίασαν την επικαιρότητα.
Λύθηκε για λίγο η γλώσσα.
Τα σώματα ξαναμμένα, περίμεναν να αγαπηθούν.

Στο σπίτι το βράδυ, πλύθηκαν κι έκαναν
έρωτα στο νερό.
Εκείνος συνέχισε να μυρίζει έλατο και
αλιφασκιά, ορεσίβιος γαρ απ' τα Σφακιά.
Αυτή, με τις τσέπες γεμάτες ακόμα, ανέδυε
μια εκλεπτυσμένη μυρωδιά από νεραντζάνθια.
Δεν μιλούσαν, τα αγκομαχητά τους έφταναν
ως την είσοδο, πεινασμένοι έπειτα έφαγαν
ψωμί και τηγανητές πατάτες.
Τις εφημερίδες στο πάτωμα τις ξεκοκάλιζε
η γροθιά ενός διαρκούς αγώνα.
Αμίλητοι αυτοί κοιτούσαν τις αφίσες με τον Τσε
και το χιόνι του ταβανιού.

Στην τελευταία τους συνάντηση είπαν
το όνομα τους, τους τόπους τους, την ηλικία τους.
Αυτή ευαίσθητη, αυτός τραχύς.
Στο δωμάτιο ανοιχτή η μουσική έπαιζε
αντάρτικα, η εφημερίδα ανοιχτή θρηνούσε
άλλον έναν εργάτη, έκαναν πως δεν άκουγαν.
Αγκαλιάστηκαν και βουβοί ρίχτηκαν στα σεντόνια,
μάτωσαν, κραύγασαν, γρατζουνίστηκαν,
πήγαν μακριά, επανήλθαν, στο τέλος
τσακώθηκαν άγρια.
Αιτία ένα πρόστυχο ουσιαστικό που ξεστόμισε
εκείνος την ώρα του οργασμού, τον σκαμπίλισε.

Έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει, υπό μάλης
η εφημερίδα καλούσε στο πρωτοσέλιδο της
σε μια συγκέντρωση στο κέντρο.
Λαχανιασμένη η ανάσα της στο δρόμο χνώτιζε
τα γυαλιά της, επιτάχυνε κι άλλο το βήμα, έπρεπε
να φτάσει γρήγορα στο σπίτι.
Έκανε ντους, η πρόστυχη λέξη στα αυτιά της
έσκουζε σαν κόρνα φορτηγού που μεταφέρει
ξυλεία, έψησε τσάι, έβαλε άρωμα.
Κάθε που έπαιρνε εφημερίδα για αρκετό καιρό
την ταλάνιζε η ίδια πάντα κόρνα του φορτηγού.
Ξαναβρέθηκαν σε μια πορεία, έκαναν πως δεν
γνωρίζονταν, η κόρνα παραδίπλα σφύριζε διαβολεμένα.