Στα φύλλα του ελίχρυσου
Χαράξαμε μία γυάλινη πολιτεία
Με μυρωμένα αποστάγματα στις στέρνες
Μια σπηλιά με αιώνιους σταλαγμίτες
Και μια μόνιππη άμαξα με το κουτσό αμαξηλάτη της
Φυτέψαμε ένα αμπέλι στους στήμονες
Για να έρχονται οι τρυγητές της χαράς
Όλο βαμμένοι με υγρό μούστο
Και με κερί μέλισσας στα άδεια πανέρια τους
Ενθρονίσαμε στα σέπαλα
Ένα μαύρο κύκνο
Να κοιτάζει το κυανό κρανίο του ουρανού
Καθίσαμε στο τραπέζι βουβοί
Στο τασάκι
Δίπλα σε ένα καμένο σπιρτόξυλο
Απόθετε με κατάνυξη τα κομμένα νύχια της
Η Διοτίμα από τα άγρυπνα χωριά της Μαντινείας
Στη πέτσινη ζώνη της
Είχε μια εγχάραξη βαθιά
Δεν ήταν θυρεός ούτε άστρο που λοξοδρόμησε
Ήτανε μονάχα το δεξί πληγωμένο φρύδι
Του στρατιώτη που ξιφουλκήθηκε στην μάχη
Έπειτα ήρθανε δυο πουλιά στο κατώφλι μας
-Απόγευμα και φύσαγε ο μπάτης-
Τα φιλέψαμε απλόχερα
Με ψίχουλα της χτεσινής γιορτής
Πλούσιοι μες τη ευδαιμονία των αρτόδεντρων
Ο μυλωνάς κρατούσε στον μύλο του
Αιχμάλωτες δυο λυσίκομες κόρες
Από τη ιερατείο των Νηρηίδων
Εκείνες άλεθαν το σιτάρι
Πάνω στη παλιά τροχισμένη πέτρα
Τα παιδιά μας σταύρωναν αποβραδίς το αλεύρι
Κι έπλαθαν τον μεγαλόσχημο άρτο
Αγαπούσαν πολύ τα πουλιά με τις προπετείς ουρές
Τα παιδιά μας έπλαθαν τον άρτο της γης
Ολονυχτίς
Έβλεπαν τα χέρια τους
Πασαλειμμένα στο ζυμάρι κι έκλαιγαν
Χλώμιαζαν ξάφνου τα ζυγωματικά τους
Οι γυναίκες έκρυψαν τα σακιά
Με το αλεύρι στο κελάρι
Πλάι στα κρασοβάρελα
Κλείδωσαν μες την ψυχή τους
Ένα μακρινό καράβι ένα πορθμείο απάνεμο
Και μια νήσο λευκή
Ανασκιρτούσαν σαν φλόγες σε καντηλέρι μικρό
Την άλλη μέρα
Γευμάτισαν με τους τρυγητές
Στο προγονικό τραπέζι άυλες και χλωμές
-Σάλευε ιερή η μαγγανεία του έρωτα -
Ύστερα πήγαν για ύπνο μεθυσμένες
Από της μασχάλης τους το κόκκινο μούστο
Στυφή η φλούδα του φεγγαριού
Τις αποκοίμισε
Στα όνειρα τους σεργιάνιζαν ανάλαφρες
Σε γυάλινες πολιτείες
Και σε σπηλιές με αιώνιους σταλαγμίτες
Αιωρούνταν αβαρείς στις παρυφές
Του αιωνόβιου δάσους
Μόνο ο μαύρος κύκνος έλειπε
Μεγαλοπρεπής είχε αποκοιμηθεί
Κάτω από το κρεβάτι τους
Παίζοντας πεντόβολα με τα σύννεφα του ύπνου
Στο καμένο σπιρτόξυλο
Ήρθαν και κάθισαν το πρωί
Δυο χελιδόνια
Καλός οιωνός είπαν οι γυναίκες
Ή μήπως ένα άλλοθι για τα δίδυμα όνειρα τους;
Σώπαιναν σαστισμένες
Ο ήλιος βάθαινε τις ρυτίδες τους
Κρύωναν
Ήταν η μέρα που κηδέψανε
Το κουτσό αμαξηλάτη
Το μόνιππο το κληροδότησε στα παιδιά
Αίφνης σταμάτησαν να κλαίνε τις νύχτες..
Οι γυναίκες γελούσαν περιπαθείς
Ζυμώνοντας με χάρη το μεγαλόσχημο άρτο
Τα παιδιά τους ταξίδευαν απέριττα στο φως
Κρατώντας στη παλάμη σφιχτά
Τους σπινθήρες του ελίχρυσου