Μη φοράς αυτό το μαύρο σάλι Δεν σου πάει Τονίζει τις γωνίες του προσώπου
σου Σκοτεινιάζει τα μάτια σου Φυλακίζει τις λεπτές φλεβίτσες του λαιμού σου
Δεν το βλέπεις; Γιατί Χαλιέσαι;
Φόρα αυτό το αχνοκίτρινο με τα ξεχασμένα σύμβολα Σου φωτίζει το πρόσωπο
Δένει με τα ξανθά μαλλιά σου Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσε να σε έλεγαν
Χρυσηίδα έτσι ολόλαμπρη που γίνεσαι στην αγκαλιά μου Ή μήπως Ιφιγένεια
να σε ποθούν οι ψιχαλιστές ματιές των εφήβων;
Όπως και να 'χει βγάλε αυτό το μαύρο σάλι Κάνε μου τη χάρη έστω γι απόψε
Τα χέρια μου τα βλέπεις; Μην τα αποπαίρνεις Μην τα αφήνεις στις μαύρες τους
σκέψεις Μην τα παραμελείς Σε πιστεύουν
Τα χέρια μιλάνε Αγκαλιάζουν Πονάνε Αστοχούν και Προσεύχονται Μην ακούς
τους επιλήσμονες που τα παραμελούν στα παλιά συρτάρια της πλάνης
Έχεις ποτέ ακούσει πόσο δυνατά κραυγάζουν όταν αλυσοδένονται;
Έχεις ποτέ μιλήσει στα μικρά σταγονίδια του ιδρώτα τους όταν στον έρωτα δίνονται;
Γνώρισα κάποτε έναν άνθρωπο που τα είχε περί πολλού τα χέρια κι ήξερε
να τα διαφεντεύει Ιπτάμενος ήταν Μάγος ή Γητεύτης
Ήξερε πολλά ταχυδακτυλουργικά Ήξερε να κρατά αμέτρητα μπαλόνια στη μια
του μόνο χούφτα Αν θες να ξέρεις στο άλλο χέρι του αντί για δάκτυλα είχε
μαχαίρια Από εκείνα τα βαριά τα μαυρομάνικα Κι όμως ανάλαφρα πετούσε κάθε
που τον αγκάλιαζε η γύρη των άστρων Ειδικά πριν το ξημέρωμα
Με συγχωρείς για όλη αυτή τη φλυαρία αλλά ξέρεις πόσο στα χέρια σου πιστεύω
Πόσο τροφοδοτώ τις φλέβες τους με εξωτικά αρώματα Πόσα πετράδια ακουμπώ
πάνω στην λεπίδα των νυχιών τους
Βγάλε πια αυτό το μαύρο ρούχο Μια βλαστήμια ξεστομίζει στα αλαβάστρινα
μπράτσα σου Δεν την ακούς; Εμένα με ακούς;
Φοβάμαι πως συνεχώς πενθείς εκείνα τα σκοτωμένα περιστέρια που μιαν Άνοιξη
απάγκιασαν στο μπαλκόνι σου Κάποιος πιτσιρικάς τα είχε λαβώσει θανάσιμα Τον
είχα δει Μάλιστα του άρπαξα το αεροβόλο Έφυγε κλαίγοντας και βρίζοντας με
Εσύ υποκρινόμενη μου είπες πως μόνη σου τα σκότωσες σε μια στιγμή κρίσης
Υποστήριξες πως σου έκοβαν τη θέα στο απέναντι σουβλατζίδικο και στη μουριά
που μικρό παιδί φύτεψες
Υποστήριξες πως σου έκοβαν τη θέα στο απέναντι σουβλατζίδικο και στη μουριά
που μικρό παιδί φύτεψες
Ποτέ δεν έμαθα γιατί τον κάλυψες Ένα κακομαθημένο παιδί ήταν Μήπως κάτι
σου θύμιζε; Μήπως τον πατέρα σου που συστηματικά κυνηγούσε τρυγόνια;
Καιρός να τα ξεχάσεις όλα Μια βόλτα να πάμε στη θάλασσα Τώρα που οι μέρες
ανυπάκουες έγιναν κι όλο μας ξεχνούν Να καθίσουμε πάνω στις αρχαίες πέτρες
και ν' ατενίσουμε το ηλιοβασίλεμα Λιλά να βάφει τα μάτια σου Λιλά να στρώνει
σεντόνια Εκεί να πλαγιάσουμε Ένα να γίνουμε με τη γραμμή του ορίζοντα
ανυπάκουες έγιναν κι όλο μας ξεχνούν Να καθίσουμε πάνω στις αρχαίες πέτρες
και ν' ατενίσουμε το ηλιοβασίλεμα Λιλά να βάφει τα μάτια σου Λιλά να στρώνει
σεντόνια Εκεί να πλαγιάσουμε Ένα να γίνουμε με τη γραμμή του ορίζοντα
Αλλά βγάλε αυτό το μαύρο σάλι Βάλε τα σανδάλια που δένουν στις κνήμες
Κι έλα να φύγουμε με απλωμένα τα χέρια μας σαν λευκά νυφιάτικα σεντόνια
Στα πελάγη να ανοιχτούμε με οδηγό το κάτοπτρο της μέδουσας κι όπου μας
βγάλει
βγάλει
Οι καθρέφτες δεν λένε ποτέ την αλήθεια μόνο η θάλασσα μας γνωρίζει
πραγματικά
Μια νύχτα που θα κοιμάσαι θα σπάσω όλους τους καθρέφτες στο σπίτι Άλλο
να μην σε ξεγελάνε και διάφανη σε δείχνουν
Δεν θα ακούσεις τίποτα καθώς θα σε περιτριγυρίζουν οι κυματισμοί του πελάγου
Κι έτσι όπως μες στο όνειρο θα είσαι τον μικρό ναυτίλο θα γνωρίσεις Εκείνον που
φωλιές φτιάχνει στα ψάρια Αυτόν που ποτέ του δεν κράτησε μολύβι και πινακάκι
Κι όμως τα φωτεινά βιβλία του κόσμου διαβάζει και μυστικά τ' ασπάζεται
φωλιές φτιάχνει στα ψάρια Αυτόν που ποτέ του δεν κράτησε μολύβι και πινακάκι
Κι όμως τα φωτεινά βιβλία του κόσμου διαβάζει και μυστικά τ' ασπάζεται
Να ξεχάσεις επιτέλους εκείνο τ' άλλο παιδί που από χρόνια σε στοιχειώνει
Το αεροβόλο του κοιμάται στο άδειο πηγάδι Ποτέ δεν θα το βρεις επιθετικά να
μιλήσεις μαζί του Και το παιδί πάνε μήνες που ξενιτεύτηκε Κάποιοι μου είπαν
πως πουλάει μαχαίρια μαυρομάνικα στις αγορές της ανατολής ξεχασμένο απ' τους
δικούς του θεούς
μιλήσεις μαζί του Και το παιδί πάνε μήνες που ξενιτεύτηκε Κάποιοι μου είπαν
πως πουλάει μαχαίρια μαυρομάνικα στις αγορές της ανατολής ξεχασμένο απ' τους
δικούς του θεούς
Μην αργείς αχνοκίτρινο είναι τ' απόγευμα σαν το σάλι σου Και τα μαλλιά σου σαν
ένα μπουκέτο ώριμα στάχυα Χαμογέλα στους θεριστάδες Περισσεύουν τα φιλιά τους
σήμερα και σμίγουν με τα χαλκοκίτρινα χρώματα της δύσης
Α! πάρε μαζί σου και το σημειωματάριο Απόψε θα σου μάθω τη γλώσσα των πουλιών
Α! πάρε μαζί σου και το σημειωματάριο Απόψε θα σου μάθω τη γλώσσα των πουλιών