Τσίμπα με για να ξυπνήσω,
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με.
Στο τρίτο βαγόνι τρεις νεαροί
τρώνε σάντουιτς, ένας άλλος
πίνει μπύρα και μια κοπελιά
με γαλάζιο το φόρεμα
μασάει ανέμελα μια τσίχλα.
Χτυπάει το τηλέφωνο της.
Το σηκώνει.
Πετάει την τσίχλα στο καλάθι.
"Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά."
Πάω να κοιμηθώ τώρα.
Φέρνει το χέρι στο στόμα,
δεν χασμουριέται, παρότι
νυστάζει για τα καλά.
(Το αναβάλει, αγαπά τη νύχτα,
θέλει να εξηγήσει τα μυστικά
της.
Πάει στο πρώτο βαγόνι.
Παραγγέλνει καφέ.
Κάθεται στο παράθυρο.)
Με το χέρι της, ασταμάτητα,
μοιράζει φιλιά στη νύχτα,
στους αγγέλους που σιγά σιγά
κατεβαίνουν και στα πουλιά
που απόψε ξαγρυπνούν.
-Οι άγγελοι έχουν αιμάτινα
χείλη και δυο λακάκια
χαριτωμένα στα μάγουλα.-
Η κοπέλα τους χαιρετά,
ανυποψίαστη.
Έξω ο κάμπος ίσα που φαίνεται.
Η κοπέλα βλέπει καλά αλλά
ο κάμπος φορά το μαύρο, μακρύ
φόρεμα από προηγούμενα
πένθη και στριφογυρίζει
νευρικά.
Ένας κάστορας ανοίγει
τρύπες και κανάλια, ακούγεται
το σκάψιμο πιο πολύ από το
θόρυβο του τρένου.
Ο κάμπος προειδοποιεί.
Έχει ένστικτο ο κάμπος
δεν πέφτει έξω.
Τα δέντρα του, ανοίγουν
διάπλατα τις παλάμες τους,
τα κλαδιά σιγοτραγουδούν
παρέα με τον άνεμο
τη μπαλάντα του Ούρι.
Ακούγεται αυξανόμενο
το σκάψιμο, το τραγούδι,
οι ζαριές των άστρων, η άρπα
του ανέμου.
Ο κάμπος ξαγρυπνά και φοβάται.
Φτάνουν γέλωτες, ουρλιαχτά
τσακαλιών και λύκων κι ύστερα
ένας εκκωφαντικός θόρυβος
που τα σκεπάζει όλα.
Η κοπέλα με το γαλάζιο
φόρεμα πιάνεται από το
χέρι ενός αρχαγγέλου,
ταξιδεύει η κοπέλα ψηλά
και φωνάζει δυνατά:
Τσίμπα με για να ξυπνήσω,
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με.
Ένας σκοτεινός άνθρωπος
της κλείνει το στόμα.
Ο αρχάγγελος τον διώχνει.
Η κοπέλα συνεχίζει να φωνάζει.
Άκου τη φωνή της και την
παράκληση της.
Τσίμπα με.......