Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

οι άλιοι μετανάστες της όχθης

1
Το ραδιόφωνο μετέδιδε ερωτικές μπαλάντες
Σαν το ημιθανές χέλι ένιωθα
Να σπαρταρώ στην όχθη
Του ολόφυρμου ποταμού
Μενεξεδί πουκάμισο της Δύσης
Ράπιζε τον αέρα με διάπυρα στίγματα λήθης
Οργασμικός κυματισμός υδάτων
Ρεύμα ατίθασο σαν το τρωκτικό χτύπο της λεύκας
Κρατούσα στα χέρια λάμα αστραφτερή
Με αστεριού μορφή
Η πέστροφα δεινή κολυμβήτρια
Μεσουρανούσε στην αρένα του σύννεφου
Με ανεπαίσθητες κινήσεις ακριβείας
Και γυάλινους οφθαλμούς επαρμένης πίκρας
Κοντραρίζονταν με την οργή των φυσαλίδων
Το πλατανόφυλλο μακάριζε την ματαιοδοξία
Του νούφαρου
Κιτρινισμένο έπλεε μικρές ανάσες
Εχεμύθειας στις νευρώσεις
Κρατούσα ένα δίχτυ στα χέρια
Δεμένο με το αμόνι του ήλιου
Κοφτερές πέτρες πλήγωναν
Γόνιμες πατημασιές
Πρόσεχε
Την απόγνωση στον βηματισμό
Επαναλαμβάνει αόριστες αντωνυμίες
Σαν τρέμουσα προσευχή
Υγρή η τοπογραφία εγγίζει πλατύφυλλα μάτια
Συνομιλώντας με εγγαστρίμυθους συνδυασμούς λέξεων
2
Είχα αγοράσει κάποτε ένα καλάθι
Από τους δουλευτές της όχθης
Εκεί έκρυβα λόγια παιδικά, εφηβικούς έρωτες
Και μια καρφίτσα από το βασίλειο του Περσέα
Αύριο θα φύγω σου ψιθύρισα
Για ένα ταξίδι κάπου στο κόσμο
Των άλιων μεταναστών
Ένα μαντήλι κρατώ για χειρολαβή
Δεν θα πέσω στο κενό των οριζόντων
Γκρεμίζω στον χρόνο ονειρευτές γυρολόγους
Που τόσο αγαπώ
Σε όχθες δύσβατες μια πράσινη πέτρα
Αφαλατώνει της ψυχής το τρελό άροτρο
Κάποτε ίσως βρεθούμε σου είπα
Στης βεντάλιας την αποπνικτική καρτερία
Μικρό καλάθι θα κρατώ
Μη μου χρεώσεις την κατακόκκινη ηδύτητα
Του τριαντάφυλλου
Και ίσως αγαπηθούμε εξαρχής
Στην εκπνοή του ακροατηρίου
Άγιες μελωδίες συνθέτω