Η γιαγιά μάς πήγαινε βόλτα κάποια
απογεύματα σε μια φίλη της στον πέρα
μαχαλά, μακριά από το πέτρινο ρολόι.
Την φίλη της Τρίσω την έλεγαν από
το βαφτιστικό Τρισεύγενη.
Δεν είχε παιδιά γι αυτό το σπίτι της
ήταν πάντα καλοσυγυρισμένο με
χασεδένια τραπεζομάντηλα.
Μας έφτιαχνε καφέ από κριθάρι σε
κεραμικό φλιτζανάκι.
Μετά ακολουθούσε το λουκουμάκι
με το νερό.
Μας άρεσε η παρέα της κι η γιαγιά
την αγαπούσε.
Σαν άγουρη ροδιά έμοιαζε.
Όταν την επισκέφτηκα χρόνια μετά
με θυμόταν.
"Τι να σε ταρτάρω;"μου είπε.
"Εκείνο τον κριθαρένιο καφέ πεθύμησα"
της απάντησα "στο παλαιϊκό σερβίτσιο."
"Κοριτσάκι μου τελείωσαν οι φτώχειες"
αντέτεινε "τώρα έχουμε μηχάνημα που
τα φτιάχνει όλα."
"Μου πέταξαν οι συγγένισσες και
τα φλιτζανάκια και το μπακιρένιο μπρίκι."
"Τώρα έχουμε ποτήρια κολωνάτα."
Ένα δάκρυ μου ξέφυγε.
Αχ! γιαγιά Τρίσω να 'ξερες πόσο φτώχυνε
το σπιτικό σου.