Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Η γιαγιά Τρίσω

Η γιαγιά μάς πήγαινε βόλτα κάποια 
απογεύματα σε μια φίλη της στον πέρα
μαχαλά, μακριά από το πέτρινο ρολόι. 
Την φίλη της Τρίσω την έλεγαν από 
το βαφτιστικό Τρισεύγενη.
Δεν είχε παιδιά γι αυτό το σπίτι της
ήταν πάντα καλοσυγυρισμένο με 
χασεδένια τραπεζομάντηλα.
Μας έφτιαχνε καφέ από κριθάρι σε 
κεραμικό φλιτζανάκι.
Μετά ακολουθούσε το λουκουμάκι 
με το νερό. 
Μας άρεσε η παρέα της κι η γιαγιά 
την αγαπούσε. 
Σαν άγουρη ροδιά έμοιαζε. 

Όταν την επισκέφτηκα χρόνια μετά 
με θυμόταν. 
"Τι να σε ταρτάρω;"μου είπε. 
"Εκείνο τον κριθαρένιο καφέ πεθύμησα"
της απάντησα "στο παλαιϊκό σερβίτσιο."
"Κοριτσάκι μου τελείωσαν οι φτώχειες"
αντέτεινε "τώρα έχουμε μηχάνημα που
τα φτιάχνει όλα."
"Μου πέταξαν οι συγγένισσες και
τα φλιτζανάκια και το μπακιρένιο μπρίκι."
"Τώρα έχουμε ποτήρια κολωνάτα."

Ένα δάκρυ μου ξέφυγε.
Αχ! γιαγιά Τρίσω να 'ξερες πόσο φτώχυνε 
το σπιτικό σου.

Αδιαμαρτύρητα θα σε ξαναφιλήσω

Τα χείλη σου απαλά είναι σαν τα πέταλα 
ενός ρόδου που μια κόρη απ' το δημόσιο 
κήπο έκοψε και το κάρφωσε στο στήθος. 
Το ρόδο των χειλιών σου έκρυβε αγκάθια 
που αρκούντως με λάβωσαν. 
Δεν κατηγόρησα κανέναν ούτε εσένα, 
ούτε την κόρη μα ούτε την άνοιξη που 
γέννησε το ρόδο. 
Υπέμεινα τον πόνο όπως μια μάνα 
υπομένει τις σκανδαλιές και τις τσιρίδες 
του βλαστού της.

Έκανα στην άκρη να περιποιηθώ την πληγή. 
Απόρησα πως λίγα αγκάθια επέφεραν  
ένα τέτοιο τραύμα. 
Εσύ έφυγες αμέσως. 
Φοβήθηκες. 
Τρέχοντας σχεδόν απομακρύνθηκες
Το αίμα επέτεινε το άγχος σου ήξερα από
παλιά πόσο πολύ το τρόμαζες. 
Ίσως γι αυτό δεν αγάπησες ποτέ σου
τα ρόδα που σου έφερνα.
Γνώριζες καλά την κρυφή απειλή. 
Γρήγορα τα τακτοποιούσες στο βάζο. 

Έλα όμως που τα ζήλεψαν τα χείλη σου
και τα αντέγραψαν.
Πήραν το άρωμα τους, την απαλότητα τους,
την καλλιέπεια τους μα κι αυτή τους την 
επικινδυνότητα .
Δικό μου το φταίξιμο. 
Όταν θα σου ξαναφέρω ρόδα θα τα έχω 
κόψει πολύ ψηλά στο μίσχο, αγκάθια να μην
φέρνουν που με ηδύτητα τα χείλη σου
θα αντιγράφουν. 
Έτσι μια φορά να σε φιλήσω χωρίς να λαβωθώ.