Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Χωρίς στοιχεία

Αποτέλεσμα εικόνας για φεγγάρι

Σε περίμενα αποβραδίς.
Είχα βάλει τα καινούργια μου λουστρίνια
κι εκείνο το πλισέ φόρεμα που αγοράσαμε μαζί.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε Μπαχ.
Η γάτα κυνηγούσε ένα θεόρατο έντομο,
θαρρώ αράχνη πως ήταν ή ένας μεγαλόσωμος σκορπιός.
Η ζωή μου γέμισε ιστούς και υποδόριες δαγκωνιές.
Έμεινα να κοιτώ το κενό να ασπάζομαι μικρά χαλικάκια.
Μόνη χωρίς μια αγκάλη ζεστή.
Μια αδιάφορη ζωή σαν πληκτική ταινία παλιάς δεκαετίας.
Μπροστά μου ήσουν μα απουσίαζες στην ουσία.
Πλανιόμουν, άνοιγα τα χέρια σε έκταση.
Έφυγες ξαφνικά πριν σπάσουμε το ρόδι στο πάτωμα,
πριν ανοίξουμε την κασέλα με τα όνειρα κι είχαμε τόσα πολλά να μοιραστούμε.

Τυχερή δεν υπήρξα,
μόνο έναν κύκλο έκανα γύρω από τα παιδικά χαμόγελα,
μια περιστροφή γύρω απ' τον εαρινό ήλιο διέγραψα,
στη συνέχεια δόθηκα του φεγγαριού.
Μισή σκοτεινή μισή φέγγουσα.
Να αλλάζω μορφές και διαστάσεις επανειλημμένα.
Ανολοκλήρωτη σχεδόν πάντα τραβούσα με δύναμη την ουρά των αστεριών.
Τι να το κάνεις, ονειροπολούσα, χαριεντιζόμουν με τον φόβο.
Κοιμόμουν παρέα με άγουρα αγόρια,
καθάριζα το πρόσωπό μου με ροδόνερο,
έπαιρνα σκαλιστήρι και ξεχορτάριαζα της αγάπης τα ψιχία
Πάντα κάτι έκανα, αργόσχολη δεν υπήρξα.
Έφτιαχνα κόσμους ιδεατούς κι ακουμπούσα πάνω τους την πλάτη μου.

Ψύχραινε συχνά ο καιρός και δεν είχα ρούχο ζεστό.
Πάγωναν τα πέλματα.
Πάγωναν ασχημάτιστα τα χείλη μου.
Ριγούσε το στήθος, τρέμαν οι ρώγες.
Έπαιρνα μια μαύρη εσάρπα, τυλιγόμουν.
Σκάρωνα με το μισό του φεγγαριού ιστορίες με ιππότες και ξωτικά.
Έλειπαν τα παιδιά, οι μανάδες, τα αδέρφια.
Καρφίτσωνα τις ιστορίες μου στους κάκτους,
ίσως κάποιο σπουργίτι ή ένας σπίνος να τις καταδέχονταν.
Πού να προσφύγω;
Με κόβουν κι αυτά τα λουστρίνια και το πλισέ φουστάνι σαν να κόντυνε,
Κλείνω το ραδιόφωνο.
Κλείνω τα στόρια.
Μετράω απ' την αρχή, δεν μου βγαίνει σωστό το άθροισμα.
Πάντα μονά τα ψηφία.
Πάντα διπλή η μοναξιά.
Αν βγω στους δρόμους ίσως σε συναντήσω, αλλά δεν έχει φεγγάρι απόψε.
Κι αν γλιστρήσω ποιος θα με σηκώσει;
Ποιος θα συμπληρώσει το άλλο μου μισό;
Έφυγες και δεν άφησες ούτε ένα στοιχείο σου.
Πού να σε ψάξω;
Στα καφέ που σύχναζες κατέβασαν τα ρολά και τ' αστέρια αδιαφορούν.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Άγγιγμα

Αποτέλεσμα εικόνας για βοριάς

Πρόσεχε τώρα που αλλάζει ο καιρός. 
Τώρα που η ομίχλη κυκλώνει με πυκνές τούφες την πόλη.
Κοίταξε να φοράς τα σακάκι σου. 
Τι συνήθεια κι αυτή να το θες πάντα ανάρριχτα. 
Θα παγώσεις.
Θα σε πιάσει πάλι εκείνος ο επίμονος βήχας 
και το χαμομήλι δεν κάνει τίποτα.
Που λεφτά για θεραπεία.
Που λεφτά για γιατρούς 
κι εκείνη η χοντρή κουβέρτα θαμμένη είναι στο χώμα
μαζί με το άψυχο σώμα του αγαπημένου μας σκύλου.

Χιόνισε στις γύρω κορφές χτες βράδυ.
Κρύωσε το σπασμένο μπαστούνι της γιαγιάς. 
Πού να στρέψω την προσοχή μου;
Συνεχώς να σας νοιάζομαι.
Διαρκώς να είμαι παρούσα. 
Πρόσεχε, εγώ έχω θητεύσει στο κρύο, ξέρω.
Χιονίστρες δεν έβγαλα παιδί,
η μάνα απορούσε τα αδέρφια ζήλευαν. 
Γελούσα μαζί τους, περηφανευόμουν, ήμουν σκληροτράχηλη 
Δεν φοβόμουν καιρό, ασήμωνα ένα αστέρι και περπατούσαμε μαζί 

Λυσσομανά ο βοριάς σαν χαλασμένη χύτρα.
Πρόσεχε, θα αρπάξεις καμιά πούντα.
Δεν κάναμε κάτι και για αυτό το τζάμι που έχει σπάσει.
(Μόνοι μας το χτίσαμε το σπίτι, 
δεν το πόνεσες όμως ποτέ,   
έστρεψες όλη σου την αγανάκτηση πάνω του)
Έβαλα πρόχειρα ένα χαρτόνι στο ράγισμα, 
μα τι τα θες κανένα το όφελος, μπάζει.
Φέτος θα φυτέψω ζουμπούλια,
θα τα βάλω μπροστά στο στο παράθυρο να μην φαίνεται η ζημιά. 
Μα ως τότε τι; 
Είπα να βάλω ένα παλιό μου ποίημα, μα δειλιάζω,
φοβάμαι κι αυτό το φεγγαρόφωτο μη το περιφρονήσει.
Αλλά εσύ πρόσεχε.
Έρχεται η νύχτα κι εγώ ξάγρυπνη θα μείνω, 
να προσέχω τον σφιγμό σου, 
να σου γράφω ποιήματα που δεν θα διαβάσεις ποτέ
κι εκείνη η χοντρή κουβερτούλα θα με ακουμπά απαλά κάτω απ' το χώμα 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Ασημένια πάχνη

Αποτέλεσμα εικόνας για νύχτα

Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
οι λυγερόκορμες λεύκες κυνηγούν τα παιδιά.
Τρέχουν οι μανάδες αναμαλλιασμένες να τα περιμαζέψουν.
Οι λεύκες αγαπούν τους ψιθύρους,
Το κόκκινο φεγγάρι,
Τις βλεφαρίδες της παπαρούνας.
μα πιο πολύ αγαπούν το αραχνοΰφαντο φόρεμα της Ελένης.
Τα παιδιά αράζουν τα ποδήλατά τους στον αυλόγυρο της εκκλησίας,
χτυπούν την καμπάνα και λειτουργούν την ωραιότητα.

Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
βγαίνουν οι εργάτες να παν στον καφενέ.
Τρίζουν τα ξύλα στη σόμπα,
καπνίζουν τα μπουριά.
Πονούν τα μάτια.
Χτυπούν οι κρόταφοι ρυθμικά.
Κοχλάζει το νερό στο μπρίκι του καφέ, φύλλα ευκαλύπτου.
Οι εργάτες βυθίζονται στο τσίπουρο,
τρώνε τα νύχια τους και στρίβουν επιδέξια τσιγάρο.
Σμίγουν οι καπνοί πονούν πιο πολύ τα μάτια.
Ανοίγουν την πόρτα, ξεροβήχουν, βρίζουν τον καιρό,
κουμπώνουν το μπουφάν τους και διώχνουν το τρέμουλο μακριά

Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
τρέχουν τα αδέσποτα να κρύψουν μες στο χώμα τα κόκαλα,
Αλυχτούν, φοβερίζουν τις γάτες, φοβερίζουν τους βιαστικούς διαβάτες,
κρύβουν την ουρά τους στα σκέλια, κρυώνουν.
Βρίσκουν καταφύγιο στον αχυρώνα.
Λάμπουν τα μάτια τους μες στη νύχτα σαν τις σπίθες του δαυλιού
Δεν ησυχάζουν λεπτό,
ακόμα και στον ύπνο τους κυνηγούν τις κότες του αστυφύλακα,
Τρομάζουν το μπαρούτι,
τρομάζουν τα κρύα χαμόγελα
μα πιο πολύ τρομάζουν την ορφάνια των φονιάδων.
Χώνουν τις μουσούδες τους στα άχυρα.
Αύριο έχει πανηγύρι κι ίσως να φάνε κανένα κομμάτι.
Τρέχουν τα σάλια του σαν το νερό στην υδρορροή της καλύβας.

Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα
ρυτιδώνεται το πρόσωπο της μέρας
κι όλοι ανυπομονούν ν' ανοίξει ο καιρός
Να χορτάσουν τα παιδιά παιχνίδι,
τα λευκά κόκαλα να βγουν απ' τη γη
κι οι λεύκες να αφήσουν το απαλό τους χνούδι
πάνω στα μουστάκια των εργατών
σαν ασημένια πάχνη. 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Χαϊκού

Αποτέλεσμα εικόνας για Ανεμώνη

Σε γκρεμού φρύδι
τον άνεμο μάχεται
μια ανεμώνη