Θα σου φέρω διαλεκτό ανθόμελο αν γυρίσεις πίσω.
Μαζεμένο από αγρούς ακαλλιέργητους, αφημένους
στην καθολική αρμονία της φύσης.
Κάθε που ξυπνάς χαράματα να αλείφεις
στο ψωμί σου μ' αυτό.
Γλυκό να γίνεται το στόμα σου.
Γλυκιά να γίνεται η αναπνοή σου.
Στου κυρ Φάνη το λαχανόκηπο φύονται
οι πιο γλυκές φράουλες.
Ένα καλάθι ολογέμιστο δικό σου θα γενεί.
Φτάνει να έρθεις πριν χτυπήσουν τα σήμαντρα τη μέρα της γιορτής.
Ελαφροπατώντας μια νυχτιά θα ανέβω στη μουριά της αυλής,
κόκκινα να σου μαζέψω μούρα.
Από εκείνα που έβαφαν άλικα τη χείλη της γιαγιάς.
Φτάνει να μη μπερδέψεις το δρόμο κι άλλη στράτα διαβείς.
Θα ανέβω σαν αίλουρος στη στέγη τα μεσάνυχτα
μύρια να μαζέψω άστρα.
Στα πλακόστρωτα να τα αφήσω μονοπάτια σαν πυγολαμπίδες να λάμπουν.
Σήματα να σου στέλνουν.
Οδηγοί να γίνονται στα ταξίδια του νου σου.
Να μ' αγαπάς.
Να με γυρεύεις.
Να με καρτερείς.
Του γαλαξία θα μαζέψω το γάλα να παίρνει ανάστημα
ο έρωτάς μας, ψηλά να θωρεί, ουρανούς να κερδίζει.
Στην αμμουδιά θα πάω - εκεί που κάναμε νυχτέρια παλιά -
ολόλευκα να σου μαζέψω κρίνα.
Στο πέτο να τα βάλεις να ομορφαίνει η μορφή σου.
Στα χέρια να τα κρατάς, φιγούρες να κάνουν στον τοίχο.
Σκιές από ξάρτια στο μώλο του νησιού.
Σκιές από σύννεφα στου Ταΰγετου το αδρό παράστημα.
Να γελάς και να χαίρεσαι σαν παιδί μικρό.
Να μιλάς και να σείεσαι σαν τρελή περικοκλάδα.
Φτάνει να έρθεις κι είναι γιορτή αύριο μεγάλη.
Θα ντυθώ το φαρδύ μου φόρεμα με τις γαλάζιες νεραγκούλες.
Θα πιάσω τα μαλλιά μου κότσο, ευχάριστα να περνάς τα χέρια σου.
Θα βάλω και τη δερμάτινη σάκα του σχολείου μικρή να με νιώθεις παιδούλα.
Όμορφη να είμαι.
Μόνο για σένα να χτυπά η φλεβίτσα του λαιμού.
Ωραία να με θωρείς και ξανά να με θέλεις κοντά σου.
Πλάτυναν οι γωνίες από όταν έφυγες.
Περιπλανιέμαι.
Με τσιμπούν οι διαβήτες.
Με αγκυλώνουν τα μεταλλικά λόγια των νεκρών.
Έλα φοβάμαι να γυρίζω στα άδεια δωμάτια τις νύχτες.
Γέμισε καθρέφτες το σπίτι, δεν με αναγνωρίζω.
Έλα να μου μάθεις το όνομά μου.
Έλα να σμίξεις τις ώρες μου σε μία.
Η απεραντοσύνη κρύβει κινδύνους.
Αποσπά το μυαλό.
Μαδάει τα λουλούδια.
Ξεκολλά τις αρχαίες πόρπες.
Δώσε μου τον κόσμο σου κι εγώ θα χωρέσω στο μικρό σου νύχι,
σαν ένας γλάρος που σμίγει με τον αφρό και πάνωθε του μικρό γίνεται σημαδάκι.