Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Το τρομαγμένο ελάφι

haibun

Το χωριό έσφυζε από ζωή. Ο πολύς κόσμος που μετείχε στις γιορτές του συκολόγου έμοιαζε με το πολύβουο μελίσσι που ξέφυγε από την κυψέλη και κρεμάστηκε από το κλαδί μιας γέρικης ελιάς. Παντού ακούγονταν φωνές παιδικές που μαζί με τις γκάιντες των τζιτζικιών έκαναν τους γέροντες στους καφενέδες να μειδιούν ευχαριστημένοι. 

Βαριά σύννεφα
απόμακροι κεραυνοί-
παίγνια του θέρους.

Στην πλακόστρωτη πλατεία με τους τρεις εκατόχρονους πλάτανους όλα ήταν έτοιμα για το πανηγύρι. Οι μουζικάντηδες δοκίμαζαν τα όργανα τους κάτι που έκανε το τσούρμο των παιδιών να ξεσπούν σε ατέλειωτα παλαμάκια αλλά και χαχανητά. Τα τραπέζια γεμάτα κόσμο κι η οσμή της ψητής μπουζοπούλας ερέθιζε τους ουρανίσκους.

Γέρικη συκιά
θεόρατοι οι κλώνοι-
μέλι οι καρποί.

Σαν έπεσε το δειλινό το πανηγύρι ξεκίνησε. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν ιδρωμένα με τους κατρούτσους στα χέρια. Οι κλαριντζήδες έδιναν ρέστα με τα φουσκωμένα τους μάγουλα κατακόκκινα από την υπερπροσπάθεια. Δεν άργησαν να αρχίσουν οι χοροί. Έβγαιναν τα μαντήλια και ο τσάμικος γνώριζε δόξες από τους χορευτές που μάγευαν με τις φιγούρες τους ψηλά στον αέρα.

Άμαξα περνά
σκονισμένος ο δρόμος-
παύουν τζιτζίκια.

Το κρασί έρεε σαν ποτάμι όλη την νύχτα. Όταν τα όργανα σώπασαν κι οι πανηγυρτζήδες αρχίσαν να αποχωρούν ένα ελάφι βρέθηκε ατυχώς κρυμμένο στην κουφάλα του πιο γηραιού πλάτανου. Είχε τα μάτια όλο τρόμο κι έτρεμε σύγκορμο. Το πήραν αγκαλιά το χάιδεψαν κι όταν αυτό ηρέμησε λίγο έγινε μπουχός τρέχοντας προς το βελανιδοδάσος.

Σμήνη τα πουλιά
πετούν οι συκοφάγοι-
τρελό γιορτάσι