Τις νύχτες σε ανακαλώ κι έρχομαι κοντά σου,
κοιτάω τις άγιες μορφές των αστεριών και
σε περιγράφω.
Ένα αστέρι είσαι με επιμήκη ουρά αποτελούμενη
από μικρά χρυσόχαρτα κι ασημόχαρτα.
Τα σημάδια σου πολλά σε ξεχωρίζω εύκολα.
Ξέρω πως φοράς το πουκάμισο σου ανάποδα
κι εξέχουν γαζιά και κλωστές πολλές σαν
ουρά χαρταετού πολυκαιρινό.
Άλλοτε πάλι προσπαθείς να με ξεγελάσεις
φορώντας τον νυχτερινό σου σκούφο
που κρύβει σχεδόν ολοκληρωτικά μάτια
και μέτωπο.
Κοντοζυγώνω όμως, λαγωνικό γίνομαι
κι οσμίζομαι ρουθουνίζοντας την μυρωδιά σου.
Σε βρίσκω.
Πετάω τον σκούφο μακριά και βλέπω τις
αδρές χαρακιές που έχεις στο μέτωπο.
Ύστερα καταπιάνομαι με τα μάτια σου,
τσουρουφλίζονται τα χέρια μου μιας
και τη φωτιά καλά ξέρεις να συντηρείς στις κόρες.
Στον αστρικό κόσμο που ζεις ειδικά τις
ασέληνες νύχτες του Αυγούστου μικραίνουν
οι αποστάσεις.
Σε πλησιάζω μ' ένα βαρύ άρωμα μέντας.
Ο ουρανός τότε σαν ηφαίστειο εκτινάσσει
πολλά σωματίδια.
Χιλιάδες άστρα εμφανίζονται ξάφνου και
προσπαθούν να μειώσουν κατέτρεχα την
λάμψη σου.
Άδικός κόπος, εσύ κρυμμένος ανάμεσα
στον Άρη και την Αφροδίτη με βοηθάς να
δέσουμε σκοινί για να απλώνω, σαν μέσα
σε χόβολη, τα ρούχα εργασίας σου που ακόμα
κρατώ και γράσα και μπογιές έχουν απάνω.
Δεν ξέρεις πόση προσπάθεια κάνω να βγουν
καθαρά χωρίς τα αυτά τα σημάδια να γίνουν.
Τα πλένω καθημερινά πάντα στα χέρια με
καυτό νερό τόσο όσο αντέχει το δέρμα.
Μάταια όμως, οι λεκέδες επιμένουν, δίπλα
κλαίει το σαπούνι για τη απονιά τους.
Εξετάζω επιτεταμένα τους λεκέδες κι όλο πάντα
με κυριεύει ο μόχθος του ιδρώτα σου.
Και τι δεν βρίσκω εκεί, ήρθε η ώρα να στα
αποκαλύψω.
Χάρτες της Ινδονησίας και της Τενερίφης.
Εσύ ποτέ δεν ταξίδεψες εκεί.
Απορώ πως σχηματίστηκαν ή μήπως είναι η
φαντασία μου καλπάζει.
Επιπλέον σχήματα ακατανόητα συναντώ
ειδικά στα πουκάμισα,
όπως ένα υδροκέφαλο κεφάλι από γραβιέρα,
ένα εξάγωνο ψωμί, μια αλατιέρα σε σχήμα σταυρού.
Και σε άλλα πάλι κυρίως στα παντελόνια
πολλά είδη μανιτάριων σαν ομπρελίτσες
νάνων στο υπόγειο διαμέρισμα κεντρικά της πόλης.
Ποτέ δεν καταφέρνω να τα εξαλείψω.
Δίνω μάχη.
Είναι δηλητηριώδη μου είπε ο ουρανίσκος
ενός γέρου και σε φοβάμαι.
Αυτά δεν τα απλώνω ποτέ στο σκοινί που δέσαμε.
Φοβάμαι κακό μην πάθεις και δεν βρίσκω
τελευταία λίγη πάχνη από τον γαλαξία για να
σου σφραγίσω το στόμα.
Σου μένουν στην τελική τα πουκάμισα για να δειπνάς.
Το ξέρω πως δεν είναι αρκετά μα πάλι εγώ
βρήκα την λύση νηστικός να μην λάμπεις
τις έναστρες νύχτες.
Αποξηραίνω φρούτα, σου βρίσκω κρέας παστό
και αγριόχορτα σου βράζω.
Μαζί με τα ρούχα στα φέρνω, μέσα σε τεράστιες
πάνινες σακούλες
κι εσύ ευτυχώς με βοηθάς στο κρέμασμα,
καθώς τραγικά μόνο εσύ
κατέχεις πως να μηδενίζεις τις αποστάσεις
και πως ολοταχώς σαν σβούρα να τρέχεις.
O δείπνος των αστερισμών, μέσα από το δικό σου λυρικό κόσμο, Ελένη μου. Όπως πάντα περιγραφική ποιήτρια μοναδική. Την αγάπη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ φίλε Γιάννη!
ΑπάντησηΔιαγραφή