Γάνα έπιασαν τα χάλκινα καρφιά
που σε σταύρωσαν και δεν το είδες.
Δημητηριάστηκε το αίμα σου
και η καρδιά σου χτυπήθηκε βαριά.
Ένας μικρός Χριστός εσύ με τα αγκάθια
της ευφρόρμπιας στο μέτωπο και και το
οξύ στο στόμα το δίκιο διαλαλείς μέσα
από την ωραία πύλη των φρυδιών σου.
Αιώνες τώρα παραμένεις σταυρωμένος
πάνω σε ξύλινο σταυρό υπομένοντας
τα αλαλάζοντα πλήθη που σε βρίζουν
και σε χλευάζουν.
Με στωικότητα φιλοσόφου αντιτίθεσαι
στων λόγων και των έργων τους
την άκαμπτη πραγματικότητα.
Μέσα από συστάδες δέντρων το βήμα ανοίγω.
Εφόδια παίρνω κι έρχομαι κοντά σου.
Ένα ένα τραβώ τα καρφιά και σε ελευθερώνω.
Τραβώντας από το αίμα σου το δηλητήριο
στη ζωή σε δίνω.
Τα πλήθη διαλύονται γύρω σου.
Ο σαματάς σταματάει.
Το ποτάμι επιστρέφει στην κοίτη του.
Σου δίνω ένα στεφάνι μυγδαλιάς
να βάλεις στο κεφάλι σου όμορφος
να δείχνεις και να μοσχοβολάς.
Στο κάτοπτρο των ματιών μου
έλα να κοιταχτείς.
Στην ημισέληνο των χειλιών μου έλα
να ξεδιψάσεις.
Στην καμπύλη της καρδιάς μου έλα
να τραφείς.
Ήρθε ο καιρός να κλείσει ο κύκλος
των παθών σου και απ' την αρχομένη
άνοιξη τα σκήπτρα να πάρεις έτσι που
αθάνατο μες στον χρόνο δικό μου άρχοντα
αυτή να σε ορίσει.
Πω πω πω, έχει ένα τέλος, μεγαλειώδες πραγματικά. Αχ βρε Ελένη μου, πώς βγαίνουν από την καρδιά σου τέτοιες εμπνεύσεις, αλήθεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποκλίνομαι.
Να είσαι καλά φίλε μου
ΔιαγραφήΠώς μπορείς και λες ιστορίες που ματώνουν με τόση λυρικότητα!
ΑπάντησηΔιαγραφή❤
Βιωματικά είναι όλα
Διαγραφή