Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
κι έμαθα να την ξεπικρίζω
με το οξύ υγρό των δακρύων μου.
Βλέπεις πολλά αξιώθηκα
δάκρυα μέσα στη ζήση
να έχω.
Πότε πόνου.
Πότε χαράς ή θυμού.
Πάντα θα μου περίσσευε
ένα δάκρυ για να αφεθώ
απερίσπαστη στης λύτρωσης
το πλούσιο δείπνο.
Κάτω από την κορομηλιά
παιδί ακόμα βαφτίστηκα
στης αρρώστιας
την στρεβλή ανακολουθία.
Οι εφημερίδες το έγραφαν,
οι αρθρογράφοι το επισήμαιναν
κι εγώ λιανό κλαδί σαστισμένο
χάιδευα τα χαπάκια στην
τσέπη μου.
Η θεία κακιώνε
κι έμενε ξάγρυπνη
για να τελειώσει
το προικιό της νεκρής της
κόρης.
Εγώ έπεφτα σε έναν ύπνο
ελαφρύ, δεν με άφηναν οι
σαΐτες όνειρα για να δω
πολύπλοκα.
Διακεκομμένες οι στιγμές μου
κι η εφηβεία στο κατώφλι
χτύπαγε κουδουνάκια σαν
αυτά που έχουν οι μάγισσες
και χτυπούν όταν λύνουν
τα μάγια του έρωτα.
Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
με μόνο μία κοιλία.
Συνήθισα έτσι, τα κατάφερα.
Πώς να μεσιάσω τους μήνες,
τις εποχές και τα χρόνια;
Αδύνατον.
Η μάνα με πήγαινε στους
πρακτικούς.
Μου έδεναν τα χέρια με
πανιά από κάμποτο, εγώ
έκλαιγα απελπισμένα.
Η πικρία μέσα μου πλάταινε
σαν θάλασσα γκρίζα κι η
καρδιά κλωτσούσε δυνατά
σαν όπως κλωτσά την πόρτα
ο πεινασμένος για να κλέψει
το ψωμί.
Ήθελα να φύγω, λαχταρούσα
να αφεθώ και να ενταχθώ στα
πλήθη απ' τις λάμιες
που με κυνηγούσαν.
Με τρόμαζε ο θόρυβος
και τα παγερά χέρια
των κομπογιαννίτηδων
μού μούδιαζαν το σώμα.
Το στόμα μου κλειστό με
στυπόχαρτο δεν μπορούσε
να καλέσει σε βοήθεια.
Έμενα στο γρασίδι ξαπλωμένη
να κοιτάζω τα άστρα.
Άλλοτε πάλι έπαιρνα
δυο πέτρες και τις μουτζούρωνα.
Τις μόνες που φρόντιζα
να αφήνω καθαρές
ήταν οι πηγές των ματιών μου.
Έτσι μες την άρμη των δακρύων
μπήκα κι επέζησα ως σήμερα
και τις αποκοτιές της
μοίρας διόλου δεν φοβάμαι.
"Έτσι, με την άρμη των δακρύων, μπήκα κι επέζησα ως σήμερα..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ποιητικός λόγος εμφαντικός γεμάτος συναισθήματα.
Καλησπέρα σου, Ελένη μου.
Σε ευχαριστώ πολύ
Διαγραφή