Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Το τσιγκέλι

Τράβηξε από την καρδιά της
την κεντρική αρτηρία και με τις βελόνες 
του πλεξίματος άρχισε να πλέκει.
Θα έφτιαχνε ένα σάλι να καλύψει 
τους ώμους της.
Κρύωνε.
Φύσαγε βοριάς δυνατός κι έπαιρνε 
τις θηλιές και τις ανακάτευε. 
Αντί για λουλούδια στο σχέδιο 
του πλεκτού σχηματίζονταν αστέρια,
μισοφέγγαρα και απαίσιοι κρατήρες. 
Πάλευε να το διορθώσει.
Τίποτα. 

Είχε ξεμείνει στους δρόμους 
πουθενά ένα υπόστεγο απάνεμο 
για να αποφύγει τις ριπές του ανέμου. 
Θυμήθηκε την ποιήτρια μπροστά 
στις απόρθητες φυλακές Γενάρη μήνα 
με χιονοθύελλα να εκλιπαρεί ζεστασιά. 
Αχ! και να έβαζε στους ώμους της
αυτό το σάλι όσο βαρύ κι αν ήταν. 
Πέρασαν χρόνια πολλά όμως 
και πώς να την συναντήσει;

Αφού τελείωσε το βασικό σχέδιο 
πήρε να φτιάξει τα κρόσσια.
Τα ήθελε μακριά σαν τα μαλλιά 
της Μόνα Λίζας -και κάπως μπερδεμένα-
να φτάνουν κάτω από τη μέση 
και να σκεπάζουν τα ισχία.
Κόντευε να τελειώσει. 
Τα χέρια της είχαν ξυλιάσει.
Άκουγε τριγμό δοντιών.
Έβλεπε άγρια βλέμματα να την κυνηγούν. 
Έκανε να φύγει. 
Κάποιος την πλησίασε. 
Ήταν ολόγδυτος.
Του πέρασε το σάλι στα πλευρά. 
Τα μετρούσες άνετα ήταν τόσο λιγνός 
που έμοιαζε σαν παλιό αριθμητήριο 
σε αίθουσα θανάτου. 

Ξέχασα να σας πω ίσως το πιο βασικό.
Το σάλι ήταν ολοπόρφυρο 
και δεν θα είναι καθόλου υπερβολή 
αυτό που θα σας ομολογήσω. 
Έμοιαζε με σφαχτάρι στην κεντρική 
αγορά κι ο γδυτός άντρας 
μόλις τώρα είχε πεθάνει. 
Έχεις δει άνθρωπο να τον διαπερνούν 
τα αιχμηρά κέρατα ενός τσιγκελιού;
Ναι εγώ το είδα ολοκάθαρα.
Εκείνο το πρωί νομίζω πως αντίκρισα 
για πρώτη φορά την κόλαση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου