Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Οι οβολοί

Ψάχναμε ανάμεσα στα πτώματα 
τον άνθρωπο μας.
Κρανία παραμορφωμένα, μάτια 
χυμένα και μυαλά, γη μπλαβισμένη 
από το αίμα και το μπαρούτι. 
Πουθενά ο άνθρωπος μας.
Πουθενά ένα σημάδι του.
Τότε κι ενώ κάναμε να φύγουμε 
ήρθε ο αγγελιοφόρος και μας μήνυσε 
πως ανελήφθηκε ο δικός μας άνθρωπος 
τα ξημερώματα. 
Ένας αρχάγγελος τον συνόδεψε και 
του όρισε καθήκοντα 
Πόστο έπιασε στις πύλες του ουρανού 
μας είπε κι από εκεί μας παρατηρεί με 
το μεγάλο γυάλινο μάτι του.
Δεν του ξεφεύγει τίποτα.
Έτσι κι εμείς σταματήσαμε να αμαρτάνουμε
και να μεθάμε στα κρασοπουλιά. 
Ερωτευτήκαμε ένα σύννεφο και κάθε 
πρώτη Κυριακή του χρόνου τον
επισκεπτόμαστε με λίγους οβολούς 
στην τσέπη δανεικούς. 
Έχουν τη χρεία μας οι νεκροί των μαχών.

1 σχόλιο:

  1. Ένα ποίημα, που παραπέμπει σε ατμόσφαιρα βαριά και γκόθικ. Με γλώσσα παλιά, ξεχασμένη κάτω από κιλίμια και σεντούκια.
    Αχ Ελένη μου, καλησπέρα. Μας παρασύρεις πάντα σε εμπνεύσεις, κορίτσι μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή