Ρίμες του λιμανιού βυθίζονταν ο ήλιος
-άφθαρτη εικόνα με τη μεστή μυρωδιά
Του αποξηραμένου ροδάκινου-
Να αναδέψει την αχνιστή αχινοθάλασσα
Στα μέρη της Κρανάης Νήσου
Ισχνό το χνούδι κι η ώρα αλλότρια
«Ζύγωσε μαύρα ματόφυλλα λυχναριών
Θα σε φιλέψω σήμερα»
Από χρόνους άγρυπνους αποκρούω τα ανατολικά
Σημάδια των νεκρών
Ναύτιλος η μνήμη πυροδοτεί
Τις σκονισμένες σπάθες μου
(Χρεία κι οργή....Πριν εσύ αργήσεις)
Υπέργηρα τα δειλινά
Κι από τις ενάλιες εξέδρες
Αναδύονταν οι πνιγμένοι αλιείς
Φαναράκια λευκά να δέσουν
Στα άλμπουρα μάτια του Σαγιά
"Φώναξε τους Παραμυθάδες
Στις Συννεφοσυμμορίες
Η Παρήγορος Θεά, μας καρτερεί»
Πέρα εκεί ξυστά στον ίλιγγο των υψωμάτων
Ιμάτια σπόρων διαμοιράζουν οι αλπινιστές
Μεταξωτές οι ρωγμές αίμα, αίμα, αίμα
Κι η αρπαγή της ισότονης μοίρας
Να επιστρέφει πριν το μεγάλο κατακλυσμό
Με δίχτυ τραχύ και κάλυκες αναμμένους
Στη κρύα παλάμη
(Χρεία κι οργή...Πριν εσύ αργήσεις)
Γυμνές οι νύχτες
Κι ανοιχτά του Μέζαπα σαλπάρει
Εμπύρετο το ψύχος…
Αν έρθεις φύλαξε ζεστή τη χούφτα σου
Ορέγομαι Θεούς Πύρινους και Χρόνους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου