Απομονωμένα τα χέρια συντρίβονταν
Πάνω στο γλωσσίδι του αιώνιου πεύκου
Ανταύγειες σιωπής παρακολουθούσαν
Το τεφρώδες ρετσίνι του λυκόφωτος
Στην ανέσπερη ακτή
Κόλλαγε το όστρακο πάνω στο δέρμα
Κι ένας μικρός κατασπαραγμένος
Ιππόκαμπος αναθεμάτιζε
Τους δερμάτινους ιμάντες της παλίρροιας
Ήρθαν αργά οι μέρες
Με τις τρέμουσες Ειδήσεις
Το απόκομμα κιτρινισμένο
Λαμποθωρούσε πλάι στο χείλος του ποτηριού
Σαν να μιλούσε ξάφνου η πέτρα της λατρείας
Ένα αγόρι τη συνόδευε σαστισμένο
Κραυγές και βόγκοι χωρίς ικέτες
Στο κοιμητήριο μύρα ανάβλυζαν
Οι κορδέλες της αρχαίας Βιολέτας
Λιωμένο σίδερο και φωταψίες
Χωρίς ούτε ένα κορμί για θυσία
Άδεια η σκελίδα του βολβού
Στη παλάμη κρυμμένο ένα
Αγριοπερίστερο χωρίς ταίρι
Πάνω στα χαλίκια κάλπαζε
Ένα άλογο με οπλές στεγνές
Ακολουθούσες προτάσσοντας τα αόρατα
Μαστίγια του μαΐστρου μες το σκοτάδι
Η νύχτα κοιμόνταν πάναγνη
Δίπλα στις συστάδες των σκίνων
(λιτάνευες το λείψανο του
Απαγορευμένου Ονείρου)
Στα χέρια σου λάκτιζαν
Κρύσταλλοι αλατιού
Σπήλαια γεμάτα θειάφι
Κι αιφνίδιοι γέλωτες μαγισσών
Παγωμένοι συσπώνταν
Οι μύες του κάκτου
Απομονωμένοι έρωτες ξαγρυπνούσαν
Σιγοψιθυρίζοντας τα μυστικά
Της λευκής παρειάς
Το πρωί έφυγες χωρίς ούτε μια λέξη
Δεν πολυπίστευες στην ενσάρκωση των οιωνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου