Ήσουν εσύ που καθάριζες τα μονοπάτια
του έρωτα, μέσα στα αγκάθια και στις άγριες φτέρες
να μην πνίγουν. Δρεπάνι ακονισμένο κρατούσες
και μες στην νύχτα έβγαινες, μάτι ανθρώπου
να μην σε δει και πάνε του χαμού οι μυστικοί όρκοι.
Σκληρό πετράδι ο έρωτας δεμένο σε δαχτυλίδι
στόλιζε τον παράμεσο σου.
Σε αγορές δεν το πήρες, αλισβερίσια με
εμπόρους δεν έκανες, στα εργαστήρια δεν
κατέφυγες μορφή να πάρουν οι στεναγμοί.
Κρυφός ο έρωτας φρουρός ποτέ δεν μπαίνει
έλεγες στης καθημερινότητας το ανελέητο
πάρε δώσε.
Θεοί από θρησκείες ξεχασμένες στο σφυρηλάτησαν,
ήξερες το κονάκι τους, τον μυστικό κωδικό γνώριζες,
Εκεί το οπλοστάσιο σου και τα βέλη.
Εκεί οι απαραβίαστες κλειδαριές και οι μαρτυρίες
των προδομένων.
Εκεί κι ο ατόφιος χρυσός και τα ακατέργαστα
διαμαντικά που σου έπρεπαν.
Μύστης εσύ στις χώρες που ανθούν τα πάθη
και οι ανομολόγητες αμαρτίες περιφερόσουν.
Σφάλιζες τα μάτια και με της ψυχής το
βλέμμα άνοιγες περάσματα για να με φτάσεις.
Έπαιρνες πέτρες κι έχτιζες την ερωτική μας
κάμαρα οι πόθοι εκεί να σαρκωθούν κι
αίμα να ξεπηδήσει κοχλαστό απ' της καρδιάς
το παλαιικό καμίνι.
Κανείς δεν σε θωρούσε μόνο εγώ αχνά
σε έβλεπα να περπατάς στα γεφύρια της
μνημοσύνης μαζί με τα πουλιά της άγριας
πανίδας.
Φοβόμουν τα νύχια τους.
Σκιαζόμουν το ευθύβολο μάτι τους.
Προφυλασσόμουν δεν έπαιρνα ανάσα για να
μην με αντιληφθούν και με κατασπαράξουν.
Ξερά πηγάδια είχα δίπλα, άνοιγα το στόμιο
κι εκεί κρυβόμουν. Ανάστατος με αναζητούσες,
έπαιζες το κομπολόι σου και συνέχιζες να
οσμίζεσαι τα χνάρια μου σαν το λαγωνικό πάνω
στην βουή του κυνηγιού.
Εφτάζυμο κρατούσες άρτο, πείναγα, νερό δεν
είχα μόνο το αίμα σου με έτρεφε και με
ξεδιψούσε και την ηδονή των ερτζιανών σου
κύκλων απολάμβανα ενοχικά.
Μόνη εγώ, μόνος εσύ όπλιζες το πιστόλι
και εφτά σφαίρες έβαζες για να σκοτώσεις
της λήθης το μοναχικό αγριοπούλι.
Βιαζόσουν κι ήταν Αύγουστος με πανσέληνο
μα εγώ μεταξωτά φορούσα ρούχα, έμπαινα
στην θάλασσα, σε ξεγελούσα.
Άπραγος στου θανάτου το γύρο με έστελνες.
Τα κονάκια μου νεκροί τα κατοικούν,
χώρος για να μπεις δεν υπάρχει και
στη μια μικρή σχισμή που έσκαψα διπλή
της έβαλα κλειδαριά ποτέ να μην με πιάσεις.
Μου φτάνει μόνο να σε θωρώ από εκεί
σαν αστακός να στέκεσαι μπροστά μου.
του έρωτα, μέσα στα αγκάθια και στις άγριες φτέρες
να μην πνίγουν. Δρεπάνι ακονισμένο κρατούσες
και μες στην νύχτα έβγαινες, μάτι ανθρώπου
να μην σε δει και πάνε του χαμού οι μυστικοί όρκοι.
Σκληρό πετράδι ο έρωτας δεμένο σε δαχτυλίδι
στόλιζε τον παράμεσο σου.
Σε αγορές δεν το πήρες, αλισβερίσια με
εμπόρους δεν έκανες, στα εργαστήρια δεν
κατέφυγες μορφή να πάρουν οι στεναγμοί.
Κρυφός ο έρωτας φρουρός ποτέ δεν μπαίνει
έλεγες στης καθημερινότητας το ανελέητο
πάρε δώσε.
Θεοί από θρησκείες ξεχασμένες στο σφυρηλάτησαν,
ήξερες το κονάκι τους, τον μυστικό κωδικό γνώριζες,
Εκεί το οπλοστάσιο σου και τα βέλη.
Εκεί οι απαραβίαστες κλειδαριές και οι μαρτυρίες
των προδομένων.
Εκεί κι ο ατόφιος χρυσός και τα ακατέργαστα
διαμαντικά που σου έπρεπαν.
Μύστης εσύ στις χώρες που ανθούν τα πάθη
και οι ανομολόγητες αμαρτίες περιφερόσουν.
Σφάλιζες τα μάτια και με της ψυχής το
βλέμμα άνοιγες περάσματα για να με φτάσεις.
Έπαιρνες πέτρες κι έχτιζες την ερωτική μας
κάμαρα οι πόθοι εκεί να σαρκωθούν κι
αίμα να ξεπηδήσει κοχλαστό απ' της καρδιάς
το παλαιικό καμίνι.
Κανείς δεν σε θωρούσε μόνο εγώ αχνά
σε έβλεπα να περπατάς στα γεφύρια της
μνημοσύνης μαζί με τα πουλιά της άγριας
πανίδας.
Φοβόμουν τα νύχια τους.
Σκιαζόμουν το ευθύβολο μάτι τους.
Προφυλασσόμουν δεν έπαιρνα ανάσα για να
μην με αντιληφθούν και με κατασπαράξουν.
Ξερά πηγάδια είχα δίπλα, άνοιγα το στόμιο
κι εκεί κρυβόμουν. Ανάστατος με αναζητούσες,
έπαιζες το κομπολόι σου και συνέχιζες να
οσμίζεσαι τα χνάρια μου σαν το λαγωνικό πάνω
στην βουή του κυνηγιού.
Εφτάζυμο κρατούσες άρτο, πείναγα, νερό δεν
είχα μόνο το αίμα σου με έτρεφε και με
ξεδιψούσε και την ηδονή των ερτζιανών σου
κύκλων απολάμβανα ενοχικά.
Μόνη εγώ, μόνος εσύ όπλιζες το πιστόλι
και εφτά σφαίρες έβαζες για να σκοτώσεις
της λήθης το μοναχικό αγριοπούλι.
Βιαζόσουν κι ήταν Αύγουστος με πανσέληνο
μα εγώ μεταξωτά φορούσα ρούχα, έμπαινα
στην θάλασσα, σε ξεγελούσα.
Άπραγος στου θανάτου το γύρο με έστελνες.
Τα κονάκια μου νεκροί τα κατοικούν,
χώρος για να μπεις δεν υπάρχει και
στη μια μικρή σχισμή που έσκαψα διπλή
της έβαλα κλειδαριά ποτέ να μην με πιάσεις.
Μου φτάνει μόνο να σε θωρώ από εκεί
σαν αστακός να στέκεσαι μπροστά μου.
Εγώ παιδούλα ανεβασμένη πάνω στους δυο τροχούς
κι εσύ στηθαίο βουνίσιο πελεκητό.
Πάνε χρόνια που μες στην ομίχλη σε νιώθωνα καιροφυλακτείς να μπεις το κάστρο μου
δική σου να γεννώ έστω μια φορά και νικητής
πλάι στα οχηρά μου να πεζοπορήσεις
κραδαίνοντας ανά χείρας τον βαρύ οπλισμό σου.
Κι αυτό επιβλητικό, με στίχο βγαλμένο από γκόθικ εικόνες και βιώματα. Δεν υπάρχουν λόγια, μερικές φορές, να περιγράψουν το ύφος της γραφής σου, Ελένη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Καλημέρα φίλε μου Γιάννη Σε ευχαριστώ πολύ για όλα!!!
Διαγραφή