Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Οι δρόμοι της αγάπης

 Σε δωμάτια δίχως μνήμη παρασύρθηκε,
χωρίς έρωτα δόθηκε στης σάρκας το
κάλεσμα σαν γυναίκα κοινή πουδραρισμένη
στο σεληνόφως.
Παλιά νεοκλασικά, τρίτης κλάσης ξενοδοχεία,
κάμαρες φτηνές με γαριασμένα σεντόνια,
ξεφτισμένους καθρέπτες, άθλια κρεβάτια
και σε στρώματα που βούλιαζαν κενότητα
γνώρισε το ψυχορράγημα του πάθους.

Το νερό έτρεχε, το μπαλόνι δεν φούσκωνε,
τα χάπια ήταν μετρημένα σε δόσεις θανάτου.
Το αίμα φώναζε αφήνοντας κηλίδες πάνω
στο ξεφτισμένο χαλί του γιούκου.
Η πληρωμένη αγάπη φούρνιζε σάπια κρέατα.
Ο έρωτας δεν είχε μετρικό κανένα,
κυκλοφορούσε τυφλός χωλαίνοντας
από το ένα πόδι.
Η αγάπη σάπιο δόντι, κοπτήρας που
έπρεπε να αφαιρεθεί.

Δόθηκε στον εφήμερο έρωτα, ξεπληρώνοντας
δανεικές μοναξιές.
Ώρες νεκρές, χωρίς χρώμα, ανάμνηση
παρά μόνο χάδια βιαστικά που τα
κάμπτει ο όνυχας του ανεκπλήρωτου.
Εκτιθέμενη χωρίς μνήμη, άγουρο φιλί,
χρυσάφι στον βραχίονα, περπάτησε
σε άγνωστα μονοπάτια, πάλεψε με
σώματα ψυχρά γεμάτα με σβώλους
βλαστήμιας και πτύελα φυματικών.

Δόθηκε στον φτηνό έρωτα αμήχανα κι ενοχικά
Μετά από τις συναντήσεις σε ανώνυμα καφέ.
Μετά από ένα γερό πιόμα σε συναθροίσεις
πληκτικές με τα σκοτάδια να κυριαρχούν.
Μετά από τα επίμονα τηλέφωνα σε
ακαταχώρητους αριθμούς.
Έδωσε το χάδι πάνω στο χέρσο χωράφι
μαζί με τους σκώληκες και τους σάλιαγκες.

Παμφάγα η ηδονή την οδηγούσε σε
δρόμους σκιερούς που μόλις σκάφτηκαν
με τρώγλες ένα γύρω και ποταπούς υπονόμους
Αρίθμηση δεν υπήρχε.
Η ονοματοδοσία απούσα.
Οι άνθρωποι στριφνοί κι απένταροι
ανεβασμένοι σε θεόρατα σκαμπό
πέταγαν τα πούλια σε ένα ταμπλό φαγωμένο
από τρωκτικά.
Τα παιδιά έπαιζαν με τσίγκινες μπάλες
σε αλάνες εφιαλτικές, γεμάτες κόκκινη
λάσπη και στρατιές αρουραίων.

Το ποίημα έκλαιγε σε μια γωνιά,
η Αμοργός θρηνούσε μονάχη και
ο φαντάρος είχε ξεμείνει από μετρητά
τσιγάρα και αναπτήρα.
Βουβή η καρδιά παρακολουθούσε
την σταύρωση της.
Μεγάλα τα καρφιά σκουριασμένα και
ποτισμένα στην αλμύρα κουβαλούσαν
θάνατο απροσμέτρητο σαν τους μακρύς
καταλόγους των νεοφερμένων προσφύγων.
Η πατρίδα στην άκρη πονούσε, το ψωμί
μουχλιασμένο, οι έμποροι έτριβαν
τα χέρια τους κι οι μανάδες θήλαζαν
τα μωρά τους με πύο και χολή.

Είχαν έρθει οι μέρες που εκκολάπτονταν
τα αυγά του φιδιού, ανιστόρητα κοιτούσαν
τα πλήθη και ο Ιούδας στην συκιά του κήπου
εκλιπαρούσε για ένα φιλί.
Δικαστές με τριμμένους τηβέννους
ακροβολισμένοι στα τέσσερα άκρα διάβαζαν
τις ισόβιες ποινές.
Πληγωμένος ο έρωτας σέρνονταν
σε υγρά μπουντρούμια, η πόλη αμετάπειστη
έκλεινε τα φώτα, οι πνιγμένοι ξεβράζονταν
τουμπανιασμένοι στις ακτές και τα κοράκια
έπιαναν σύσσωμα δουλειά.

Μόνο κάποια ραβασάκια εφήβων
καταχωνιασμένα σε τρύπιες τσέπες, μιλούσαν
ικευτικά για την πρωτόφαντη αγάπη.
Δεν απομένει παρά να την προστατεύσεις 
σαν την βρεις αχτένιστη να περιφέρεται στα αλώνια.
Κατάρτι να αρπάξεις σε θάλασσες γαλήνιες
να ανοιχτείς, ψαριά να βγάλεις καλή
και να την τραπεζώσεις κάτω από την
ελεήμονα ελιά μαζί με τα γελαστά παιδιά
που τσουλάνε τα πρωτοχρονιάτικα τρενάκια τους
πάνω στις καλογυαλισμένες ράγες των ερχομών.

5 σχόλια:

  1. Ερεβώδες, σκοτεινό, βαρύ, τούτο το ποίημα, Ελένη. Αντικατοπτρισμός μιας γκρίζας ζωής.
    Την καλησπέρα μου καλή μου φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Οι δρόμοι της αγάπης" θα μείνω σε κείνα τα καταχωνιασμένα ραβασάκια στις τσέπες εφήβων...τρυφερή ανάμνηση.
    Καλή και δημιουργική χρονιά Ελένη μου, γεμάτη έμπνευση και επιτυχίες.
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εκεί η ελπίδα μας Ελένη μου. Καλή χρονιά με υγεία αγάπη και χαρά!!! Σε ευχαριστώ που είσαι εδώ.......

      Διαγραφή