Πέντε η ώρα το πρωί κι είχε μια ψύχρα με
υγρασία συνάμα που διαπερνούσε τα πάντα γύρω.
Το σώμα της, το σπίτι, το φούλι που
φύτεψε χτες βράδυ, το μισοτελειωμένο
σεμέν πάνω στον καναπέ.
Φόρεσε το σάλι της, τυλίχτηκε την ζεστασιά του
κι έβαλε να ψήσει ένα καφέ.
Ρούφηξε βαρύθυμα το τσιγάρο της
και βγήκε στο μπαλκόνι.
Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει προ ολίγου.
Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί και φωταγωγημένοι.
Αυτός εκεί, τα χάδια, το σμίξιμο, οι ερωτικοί
διάλογοι και η αποκορύφωση.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Άκουγε τα ξυλοπάπουτσα στην σκάλα.
Μύριζε το άρωμα του.
Ένιωθε την αφή του πάνω στο
μπρούτζινο ρόπτρο της εισόδου.
Του άνοιξε, τον καλωσόρισε, είχε αλλάξει,
του έδωσε ένα σκαστό φιλί και σαν θα
έμπαινε στην κάμαρα της θα του έπλενε
τα πόδια με ζεστό νερό και χειροποίητο σαπούνι.
Είχε πολλούς δρόμους κάνει σε μία πόλη
άγνωστη αλλά άξιζαν βέβαια τον κόπο.
Έκρυψε τα χέρια κάτω από το νυχτικό της
για να μην χειροκροτήσει και τον φοβίσει.
Πόσο τον ήθελε.
Η αγάπη είχε επιστρέψει ολάκερη, αυτούσια,
δυνατή.
Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και έστριψε
το τρίτο τσιγάρο.
Κρύωνε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο σαλόνι γουργούριζε η γάτα της,
το ρολόι σταματημένο στις πέντε, το πιάνο βουβό.
Σχημάτισε τον αριθμό του.
Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει, οι παλμοί της
γρήγοροι και δυνατοί, στα χείλη τα λόγια της καρδιάς.
Δεν απάντησε κανείς.
Το τηλέφωνο μαύρο παλαιικό.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Σίγουρα θα ήταν στο δρόμο, είχε κίνηση
αν και νύχτα ακόμη, δεν θα αργούσε όμως.
Φόρεσε τα ρούχα της γιορτής, χτένισε
τα μαλλιά της, έβαλε το κολιέ
από νεφρίτη στο λαιμό και περίμενε.
Άκουσε βήματα, το σκυλί της την καλούσε
για την πρωινή του βόλτα.
Η αγάπη ήταν στον δρόμο όχι πολύ μακριά,
δίπλα στα παρτέρια με τα γιασεμιά εκεί που
κάποτε τον είδε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και εμβρόντητη
διαπίστωσε πως το φόρεμα ήταν ασιδέρωτο.
Το έβγαλε, το ρεύμα όμως ήταν κομμένο,
κάποια βλάβη.
Ως το μεσημέρι θα την αποκαθιστούσαν.
Ως τότε σίγουρα η αγάπη θα είχε επιστρέψει.
Δεν ήθελε να την δει με ένα τσαλακωμένο
φόρεμα θα ήταν κρίμα για ένα τέτοιο
επίσημο ρούχο σκέφτηκε κι είχε δίκιο.
Ευτυχώς που η αγάπη βρήκε κίνηση
και δεν είχε ακόμα φανεί αλλά θα επέστρεφε
δίχως άλλο με ένα μπουκέτο γιασεμιά στο χέρι.
Το σώμα της, το σπίτι, το φούλι που
φύτεψε χτες βράδυ, το μισοτελειωμένο
σεμέν πάνω στον καναπέ.
Φόρεσε το σάλι της, τυλίχτηκε την ζεστασιά του
κι έβαλε να ψήσει ένα καφέ.
Ρούφηξε βαρύθυμα το τσιγάρο της
και βγήκε στο μπαλκόνι.
Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει προ ολίγου.
Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί και φωταγωγημένοι.
Αυτός εκεί, τα χάδια, το σμίξιμο, οι ερωτικοί
διάλογοι και η αποκορύφωση.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Άκουγε τα ξυλοπάπουτσα στην σκάλα.
Μύριζε το άρωμα του.
Ένιωθε την αφή του πάνω στο
μπρούτζινο ρόπτρο της εισόδου.
Του άνοιξε, τον καλωσόρισε, είχε αλλάξει,
του έδωσε ένα σκαστό φιλί και σαν θα
έμπαινε στην κάμαρα της θα του έπλενε
τα πόδια με ζεστό νερό και χειροποίητο σαπούνι.
Είχε πολλούς δρόμους κάνει σε μία πόλη
άγνωστη αλλά άξιζαν βέβαια τον κόπο.
Έκρυψε τα χέρια κάτω από το νυχτικό της
για να μην χειροκροτήσει και τον φοβίσει.
Πόσο τον ήθελε.
Η αγάπη είχε επιστρέψει ολάκερη, αυτούσια,
δυνατή.
Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και έστριψε
το τρίτο τσιγάρο.
Κρύωνε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο σαλόνι γουργούριζε η γάτα της,
το ρολόι σταματημένο στις πέντε, το πιάνο βουβό.
Σχημάτισε τον αριθμό του.
Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει, οι παλμοί της
γρήγοροι και δυνατοί, στα χείλη τα λόγια της καρδιάς.
Δεν απάντησε κανείς.
Το τηλέφωνο μαύρο παλαιικό.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Σίγουρα θα ήταν στο δρόμο, είχε κίνηση
αν και νύχτα ακόμη, δεν θα αργούσε όμως.
Φόρεσε τα ρούχα της γιορτής, χτένισε
τα μαλλιά της, έβαλε το κολιέ
από νεφρίτη στο λαιμό και περίμενε.
Άκουσε βήματα, το σκυλί της την καλούσε
για την πρωινή του βόλτα.
Η αγάπη ήταν στον δρόμο όχι πολύ μακριά,
δίπλα στα παρτέρια με τα γιασεμιά εκεί που
κάποτε τον είδε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και εμβρόντητη
διαπίστωσε πως το φόρεμα ήταν ασιδέρωτο.
Το έβγαλε, το ρεύμα όμως ήταν κομμένο,
κάποια βλάβη.
Ως το μεσημέρι θα την αποκαθιστούσαν.
Ως τότε σίγουρα η αγάπη θα είχε επιστρέψει.
Δεν ήθελε να την δει με ένα τσαλακωμένο
φόρεμα θα ήταν κρίμα για ένα τέτοιο
επίσημο ρούχο σκέφτηκε κι είχε δίκιο.
Ευτυχώς που η αγάπη βρήκε κίνηση
και δεν είχε ακόμα φανεί αλλά θα επέστρεφε
δίχως άλλο με ένα μπουκέτο γιασεμιά στο χέρι.
Ξεκινάει η βδομάδα με το λυρικό σου οίστρο, Ελένη μου. Την καλησπέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Γιάννη μου σε ευχαριστώ πολύ για όλα!!!
Διαγραφή