Γενάρη γεννήθηκα.
Στους πορτοκαλεώνες
της Λακωνίας θριάμβευαν
οι μικροί ήλιοι.
Τρίτο τη τάξει παιδί.
Ο πατέρας σκεπτικός
ανάδευε την φωτιά.
Πρόσθετε λιόξυλα.
Κρύωνα.
Η μητέρα κοιτούσε
τους ουρανούς.
Πενθούσε η μητέρα.
Το γάλα της πικρό,
ίδιο με το φαρμάκι
που ο ξανθός άγγελος
ανύποπτα πήρε.
Καραμελίτσες να φάει
λαχτάραγε.
Ο πρωτότοκος μακριά μας.
Η ενοχή στα πρόσωπα
και τις γωνίες του σπιτιού
Οι γέροντες με τα
στραβοπάπουτσα
κρύβονταν πίσω από
τις κουρτίνες.
Ο θείος έτρωγε την
καλύτερη πάντα μερίδα
φαγητού.
Ξεχνούσε με κρασί το παρελθόν
Ο θείος κι ο θάνατος
ασυμπλήρωτη εικόνα.
Ο ξανθός άγγελος κοντά του.
Αυτός σφύριζε ένα χασάπικο
ξέγνοιαστος.
Οι γονείς στην αυλή.
Το σφαχτό στο τσιγκέλι.
Το κουτάκι με τα φάρμακα
στο παραγώνι.
Πεινούσε ο πρωτότοκος.
Πικρό το κινίνο σαν το
γάλα της μητέρας.
Το χεράκι δεν ήξερε.
Το πήρε.
Το κατάπιε.
Έφυγε χορτάτος,
αδικαίωτος να μας
κοιτά κατάματα μέσα
από τα πράσινα μάτια του.
Έμεινε η μητέρα
να κοιτάει απέλπιδα
ως σήμερα τους ουρανούς.
Κι εγώ κλαράκι ορφανό
απάγκιαζα στο χωράφι
με τις πιπερίτσες.
Μελαγχολική,
παραλογισμένη,
με λιγοστό να έχω
μεγαλώσει γάλα.
Δεν το άντεχα.
Θάνατος η πικράδα του
στο στόμα μου, δεν λέει
με τίποτα να φύγει....
Ακούω ακόμα φτερουγίσματα
στον ύπνο μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου