χωρίς σήμανση.
Τυφλά τα μάτια πήγαιναν.
Άνθρωποι δεν υπήρχαν
να ρωτήσεις.
Ψυχή δεν διάβαινε.
Περπατούσες μουδιασμένη.
Μπερδεύονταν το μυαλό.
Το ραντεβού ήταν κλεισμένο.
Στο τηλέφωνο ο ήχος
της αγάπης.
Ο έρωτας απαιτητικός.
Η συνάντηση πάντα ακυρώνονταν.
Με τα πολλά έβγαινες
μπροστά σε κλεισμένα
σχολεία, γήπεδα και αποθήκες.
Σταματούσαν οι δρόμοι.
Ψηλά κάγκελα.
Γερές σιδεριές.
Τα κλειδιά στην τσέπη
του επιστάτη.
Χθες διάβασες στην εφημερίδα
για έναν θάνατο.
Νεκρός ο επιστάτης
θάφτηκε με τα κλειδιά.
Οι δρόμοι ήταν στενοί
και κακοφτιαγμένοι.
Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Τα αυτοκίνητα πολλά.
Οι λακκούβες απειλητικές.
Οι λακκούβες γεμάτες
λασπόνερα και πεθαμένα
έντομα και πουλιά.
Τα αυτοκίνητα έτρεχαν.
Περνούσαν και πιτσίλιζαν
το καινούργιο της φόρεμα.
Λευκό φόρεμα με δαντέλα.
Έπρεπε όμορφη να φτάσει
στο ραντεβού.
Λεκέδες παντού.
Στο γιακαδάκι, στην πιέτα,
στο μπούστο και στην ζώνη.
Πώς να αλλάξει;
Πώς να πάει σπίτι;
Θα αργούσε.
Ο χρόνος περιορισμένος
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε.
Ο οδηγός της σφύριξε.
Έκανε πως δεν είδε.
Η πλατεία μακριά.
Μικρά παιδιά θα έπαιζαν.
Μανάδες θα τσίριζαν.
Με τα πολλά έφτασε.
Το πλήθος δεν την είδε.
Το πλήθος μασούσε πασατέμπο.
Αυτός πουθενά.
Το φόρεμα λερωμένο,
η καρδιά στο στόμα.
Άδικη η θυσία.
Αυτός φοβήθηκε τον καιρό,
τα λασπόνερα, τους ευέξαπτους
ανθρώπους και δεν ήρθε
Οι δρόμοι χωρίς οδούς
και αριθμούς.
Ασυντήρητοι από καιρό.
Τα σπίτια δεξιά αριστερά
δεν είχαν ταυτότητα.
Ξένα τα σπίτια.
Ακατοίκητα θαρρείς.
Πουθενά ένα απλωμένο
ρούχο, ένα κλουβί με καναρίνι,
μια σημαία της αγαπημένης
ομάδας, ένα σεντόνι έστω να
ιστορεί έναν φευγαλέο έρωτα.
Αυτή είχε ταυτότητα
χτες την έλαβε,
μα αυτό δεν την βοηθούσε.
Ποιον να ρωτήσει;
Οι οδοί καλυμμένοι
με άσπρη λαδομπογιά.
Το ραντεβού κλεισμένο
δυο ήμερες πριν.
Βάδιζε μόνη, άλλον διαβάτη
δεν έβλεπε πουθενά.
Στο τέλος έφτασε
σε ένα ανώνυμο σταυροδρόμι.
Εκεί πάγωσε.
Εκεί μαρμάρωσε.
Ποιον δρόμο να επιλέξει;
Πήρε στην τύχη
τον πιο πλατύ.
Τα ίδια κλειστά σπίτια
την ακολουθούσαν
Είχε αργήσει πολύ.
Τάχυνε το βήμα.
Αδιέξοδος.
Βαριά τα τσιμέντα.
Αδιαπέραστες οι πόρτες.
Στο βραχάκι ένα ζευγάρι
ερωτοτροπούσε.
Ήταν αυτός κι η καλή του.
Το ραντεβού κλεισμένο
για μια άλλη αγάπη.
Έκλαψε για τα τρύπια
παπούτσια της και το
λερωμένο της φόρεμα
κι έφυγε πριν την δούνε.
Μια πλάνη όλα.
Έτρεξε μακριά και
μπήκε επιτέλους σε
νέες χαραγμένες οδούς.
Αρχαία εύηχα ονόματα
τριγύρω και φωτιές.
Στα χέρια της κρατούσε
εις μάτην τα κλειδιά του επιστάτη.
Στα χέρια της κρατούσε
εις μάτην τα κλειδιά του επιστάτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου