Βαδίζανε μέσα σε ένα βαθύσκιωτο
δάσος αγκαλιά.
Αυτή κι ο νέος της έρωτας.
Δεν υπήρχαν μονοπάτια, άντε και στενά
δρομάκια να πεις παρά χωμάτινοι λεωφόροι
με πολλές στροφές χωρίς σήματα.
Αρρενωπό το βουνό, συνόρευε με τη θάλασσα.
Στο τέλος της πορείας όμως θα κατέφευγαν σε αυτή.
Προηγούνταν άλλα.
Μπροστά τους το μοναστήρι με τις παλιές
βυζαντινές εικόνες και τα τάματα.
Ένας γρήγορος λαγός στάθηκε μπρος τους.
Τους κοίταξε τρομαγμένος κι ύστερα χώθηκε
στο λαγούμι του, πίσω από τις φτέρες.
Το δάσος κελαηδούσε, μια ορχήστρα εγχόρδων
ακούγονταν κι ήταν τα πουλιά εκεί που δεν έλεγαν
να σταματήσουν.
Περιπλανήθηκαν ώρες πολλές.
Οι δρόμοι τους αγαπούσαν.
Η άγρια πανίδα τους ήθελε.
Το μοναστήρι είχε μια στέγη από κόκκινα κεραμίδια.
Έφτασαν σφιχταγκαλιασμένοι, προσκύνησαν
Μύριζε λιβάνι, λιωμένο κερί, ρετσίνι
από τα γύρω δέντρα κι αγριολούλουδα.
Αφού επιτέλεσαν το καθήκον τους,
κίνησαν για την θάλασσα.
Ένα παραθαλάσσιο σπίτι τούς περίμενε.
Γύρω γύρω θάλασσα κι αυτό στην μέση ίδιο
με μια μικρή νησίδα με κύματα που πολλούς
παραθεριστές δέχονταν.
Αίθουσες μεγάλες με πολλά ράντζα κι ένα
κοινό ντους για να ξεπλένουν την αλμύρα.
Ο ιδιοκτήτης αυστηρός έκρυψε τις βαλίτσες
τους σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη.
Φόρεσαν τα μπανιερά για να κατέβουν στην
θάλασσα.
Σκάλες πολλές μαρμάρινες οδηγούσαν σε αυτή.
Στριφογυριστές σκάλες κατηφορικές κι επικίνδυνες.
Είχαν και κουπαστή για να κρατιέσαι.
Η θάλασσα μπροστά τους κατανεμημένη σε
μεγάλα τετράγωνα οικόπεδα.
Ο καθένας είχε και το δικό μετρικό σε αυτή.
Απόρησαν, άφησαν τις αγκαλιές, έπρεπε να
χωριστούν και να διαλέξουν το δικό τους
περιορισμένο χώρο.
Συνηθίσανε κολύμπησαν και δεν παραβίασαν
ούτε στιγμή τα όρια.
Σαν βγήκαν στην ακτή ένωσαν πάλι τα
σώματα τους, αγκαλιάστηκαν όπως για
πρώτη φορά.
Σφούγγισαν την αρμύρα με τις πολύχρωμες
πετσέτες τους κι αφέθηκαν στον ήλιο.
Έμειναν πολλή ώρα, στέγνωσαν.
Καθυστερούσαν, σκέφτονταν τις μαρμάρινες
σκάλες και τον δύσκολο τώρα ανήφορο.
Έπεσε ο ήλιος και πήραν να φύγουν.
Αφού λαχάνιασαν ανεβαίνοντας, περιέργως
δεν βγήκαν στο σπίτι αλλά στο δάσος με το μοναστήρι.
Η νησίδα είχε εξαφανιστεί.
Η θάλασσα χιλιόμετρα μακριά.
Τα υπάρχοντα τους κατασχεμένα στις άλλοτε αποθήκες.
Αγκαλιάστηκαν φοβισμένοι, δεν ήταν οι ίδιοι.
Είχαν απωλέσει την νεότητα τους και σαν
δυο γέροντες έμοιαζαν τώρα που κούτσαιναν
και τραύλιζαν.
Άδοξο είπαν, πήγε το ταξίδι τους.
Έφτασαν στο μοναστήρι κι εκεί δέθηκαν
με τις ευωδιές και τα αρώματα και μόνασαν.
Αφιερώθηκαν στα θεία, άλλαξαν ριζικά
και μπήκαν κάτω από τα φαρδιά τους
κατάμαυρα ράσα, πουθενά η θάλασσα.
Μόνο που οι βυζαντινές εικόνες είχαν εξαφανιστεί
και τη θέση τους είχαν πάρει σπάνιες θαλασσογραφίες.
Πολύ όμορφο με αυτήν την απρόσμενη ανατροπή στο τέλος, Ελένη μου, που καθηλώνει. Καλή βδομάδα καλή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ φίλε Γιάννη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή