Ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο.
Πρώτα είχε αλλάξει τα σεντόνια.
Είχε βάλει εκείνα τα νυφιάτικα
που η μαμά της είχε δώσει
για προίκα.
Αγορασμένα χρόνια πριν από μια
ξανθιά γυρολόγο.
Έρχονταν κάθε εξάμηνο κι έπαιρνε
τις δόσεις.
Το χωριό την περίμενε αναφανδόν
μαζί και η μαμά με τα κολλαριστά της
χιλιάρικα.
Γελούσε δυνατά η γυρολόγος, το βλέμμα
πονηρό κι αυθάδες.
Ο γιούκος γέμιζε λογής λογής στρωσίδια,
σεντόνια αθάνατα, κουβέρτες ολόμαλλες
κεντήματα, βελέντζες και πολύχρωμες φλοκάτες.
Ο μαμά αγόραζε, η πατέρας γκρίνιαζε.
Η μαμά θα μπορούσε να ποικίσει
δέκα ακόμα θυγατέρες με αυτά που
αγόραζε.
Ο γιούκος όλο κι ανέβαινε.
Χαμηλοτάβανο το σπίτι
οπισθοχωρούσε.
Δυσανασχετούσαν τα ρούχα,
η μαμά καμάρωνε.
Τώρα μπροστά σε αυτά τα άσπρα σεντόνια
και με την μαμά φευγάτη,
την έπνιγαν οι αναμνήσεις.
Την τίμησε την μαμά κι έστρωνε σχεδόν
όλο τον πλούσιο ρουχισμό της.
Δεν χρειάστηκε να αγοράσει ποτέ
τίποτα παραπάνω για τις ανάγκες
του νοικοκυριού της.
Περίσσια τα ρούχα.
Αμέτρητη η έγνοια της μάνας.
Μα είχε έρθει η ώρα να πάει για ύπνο.
Κατέβασε το ακουστικό από το τηλέφωνο
κανείς να μην την ενοχλήσει.
Μαύρο παλιό τηλέφωνο, κειμήλιο
κι αυτό.
Βυθίστηκε στα σεντόνια, έστρωσε το
σώμα της για να μην πονάει.
Απλώθηκε σκοτάδι.
Ακούγονταν το του - του από την
ανοιχτή συσκευή.
Μάνιαζε η μοναξιά χωρίς χάδι
απροστάτευτη.
Την πήρε ο ύπνος αμέσως.
Στο όνειρό της ήρθε η μαμά,
την φίλευε λέει αποξηραμένα
βερίκοκα και καραμέλες βουτύρου.
Το πρωί έβγαλε έξω τα ρούχα να λιαστούν.
Προς μεγάλη απογοήτευση της
στην κόκκινη φλοκάτη είχε κάνει
επιδρομή ο σκώρος.
Αχ βρε μαμά στείλε εκείνα τα δεματάκια
λεβάντας που μάζευες από την αυλή.
Μόνο αυτά βοηθούν.
Σε παρακαλώ.
Κι εγώ σε αντάλλαγμα θα αφήνω
ενεργό το τηλέφωνο να μην μανιάζει
η μοναξιά κι εγώ μαζί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου