Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Προδοσία

Έστησε το αντίσκηνο του
δίπλα σε έναν συνοικισμό από 
μπουλούκια. 
Τσιγγάνοι ήταν κατά το πλείστον 
γυναίκες και παιδιά με λαχουρωτά 
ρούχα και σώματα φιδίσια.
Εκεί να κατασκηνώσει, ελευθερία 
να γευτεί και σκέψεις καθάριες. 
Νομάς να γίνει, να πλέκει καλάθια 
με τις αλυγαριές.
Ξυπόλητος να περπατά πάνω στο 
χαλί με τις παπαρούνες. 
Το ντέφι να παίρνει να διασκεδάζει 
τους πικραμένους και τους ζητιάνους
γύρω από τη φωτιά. 

Πήρε κάρβουνο έβαψε το πρόσωπό του,
τα χέρια του, την πλάτη του
για να τους μοιάζει. 
Μόνο το στήθος του δεν πείραξε. 
Εκεί το τατουάζ μίας γυναίκας, εκεί
μια καρδιά που σκουρόχρωμο ήταν 
κουρελάκι.
Γυναίκα η αιτία.
Θεϊκό το όνομά της. Ελοΐζα.
Αυτή που απαρνήθηκε τη φυλή της
και κοσμική έγινε κυρία με τέλειο 
το ανφάς και χείλη σαρκώδη.
Το μέρος αυτό θα επέλεγε 
για να νιώθει την ορμή της αγάπης του 
να αυγαταίνει σαν χείμαρρος του χειμώνα. 
Μίας αγάπης μοιραίας που στα παζάρια
πουλήθηκε έναντι αδράς αμοιβής 
από την πλευράς της άπιστης Ελοΐζας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου