Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Συναίνεση

Άπλωσε το χέρια πάνω απ' τη
φωτιά δεν κάηκε. 
Έβαλε τα χέρια κάτω απ' τη 
βροχή δεν βράχηκε. 
Πρόταξε τα χέρια στον λίβα
δεν ίδρωσε. 
Ακούμπησε τα χέρια πάνω 
απ' το κλειστό πηγάδι δεν θύμωσε. 
Μόνο όταν την πλησίασε ο έρωτας 
με τα καψαλισμένα φτερά 
κάηκε, βράχηκε, ίδρωσε και θύμωσε 
έτσι καθώς μακάρια κοιμόταν πάνω στα
φλοράλ σεντόνια με τα αταίριαστα
για την εποχή λουλούδια.
Έτσι αισθάνθηκε επιτέλους τη χαρά 
πως ξαναζούσε. 

*
Έσπρωξε το συρματόπλεγμα και μπήκε 
στο λιβάδι. 
Μια αμυχή στο χέρι δεν την ένοιαξε. 
Ο τόπος κατάσπαρτος με αγριολούλουδα 
αγριόχορτα και βλαστάρια της γης. 
Έβγαλε το μαχαιράκι κι άρχισε να
μαζεύει παχολάχανα, ραδίκια, 
καβουράκια και πικραλίδες. 
Το χώμα ήταν νωπό και δεν δυσκολεύτηκε. 
Είχε περάσει μια μεγάλη περίοδος 
βροχών που αφύπνησε τη γη.
Πριν φύγει έχασε το ασημένιο 
δαχτυλίδι της, το έψαξε παντού 
δεν το βρήκε. 
Έφυγε πιο πλούσια κι ας έχασκε 
βαρύ το αποτύπωμα στο δάκτυλο της
από το χαμένο κόσμημα. 

*
Κόπασε ο αέρας και το σώμα 
παραδόθηκε στην άπνοια, κάτι 
σαν βουβή κόλαση τους είχε πλησιάσει. 
Αύριο δεν θα μπορέσουν να πετάξουν 
οι χαρταετοί με τις σγουρές ουρές. 
Τα παιδιά θα κλαίνε και οι μανάδες 
μάταια θα ξεφυσούν το αεράκι της
καρδιάς τους μπας και κάτι αλλάξει. 
Το βράδυ στο σπίτι δίπλα στο τζάκι 
τα παιδιά θα χαϊδεύουν τους
τσαλαπατημένους χαρταετούς.
Η οργή είχε βρει ευτυχώς κανάλι 
εκτόνωσης κι ο ουρανός συνεσταλμένος 
άρχισε να μαζεύει μέσα σε ένα θεόρατο 
πουγκί τα αστέρια του όλα για να 
τα χαρίσει στα απαρηγόρητα παιδιά. 
Κάποτε τα παραμύθια από μόνα τους 
δεν βοηθούν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου