Σε αγάπησα κι ας μου ξέφευγες
όπως μια πέτρα που κατρακυλά
στον γκρεμό και στην όχθη του
ποταμού καταλήγει ποταμίσιο
να γίνει βότσαλο.
Μικρό παιδί το προφταίνει
και αφού εξετάζει τις φλέβες του
στο υγρό ύφασμα του παντελονιού
το κρύβει για να μην το χάσει.
Το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι ή μάνα
του κάνει πως δεν καταλαβαίνει,
αρπάζει το βότσαλο και το περνάει
στην κάλτσα που ξηλώθηκε για να
την ράψει πιο σταθερά.
Το παιδί επίμονα εξετάζει τα ρούχα του.
Τρέχει στο μπάνιο, μπαίνει
στο λουτήρα πλένεται στα χέρια του
το σαπούνι όμοιο με βότσαλο
που κατρακυλά σε γκρεμό απάτητο.
Η μάνα φοβάται, χτυπάει την πόρτα,
το παιδί δεν απαντάει, ακούει αφηρημένο
από μακριά την βουή του ποταμού.
Οι φωνές κατόπιν σταματούν.
Όταν βγαίνει στην κάμαρα η μάνα
έχει αποκοιμηθεί δίπλα στην σβηστή
φωτιά.
Στην ποδιά της μάνας η κάλτσα,
πουθενά το βότσαλο ή το λεπτό βελόνι.
Ψάχνει τις τσέπες της, τίποτα.
Το παιδί ανεβάζει τον διακόπτη
να δει καλύτερα.
Η μαμά δεν ξυπνά.
Η μαμά παραμιλάει, φωνάζει κάποιον
Γιάννη.
Το παιδί τρέχει στην πόρτα
Απέξω περνάει ο καστανάς.
Παίρνει με ένα δίδραχμο μια σακούλα.
Τώρα που κοιμήθηκε η μάνα
αυτό θα είναι το βραδινό του.
Από μακριά ακούγονται βότσαλα
να κατρακυλούν σαν ήχοι απόκοσμοι.
Η γραφή σου είναι σαν ποτάμι που παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο γεμάτο εικόνες, ήχους και συναισθήματα. Το βότσαλο γίνεται σύμβολο, η μητέρα μια σκιώδης παρουσία ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, το παιδί μια ψυχή που αναζητά σταθερότητα. Ένα ποίημα που αφήνει ηχώ στη σκέψη και μια γεύση καστανών στη μνήμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημερένια Ποιώ μου!
Σε ευχαριστώ για την ανάγνωση και την βαθιά ματιά
Διαγραφή