Αγαπούσε τα πουλιά και τα
χρυσορόδινα φουρά της αμφιλύκης.
Πριν ακόμη φέξει έπαιρνε
το άλογο της, μια σταχτιά φοράδα,
κι έβγαινε στο δάσος με τις σημύδες
και τις αιώνιες βελανιδιές.
Τα πουλιά είχαν κιόλας ξυπνήσει.
Σμήνη από σπίνους την υποδέχονταν
και ζευγάρια κορυδαλλών την
χαιρετούσαν.
Γλυκόηχες άρχιζαν μουσικές
και ζεστά τιτιβίσματα ξεκινούσαν.
Σήμερα όμως όλα άλλαξαν.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν.
Τα δέντρα δεν ανέπνεαν και
τα φουρά της αμφιλύκης είχαν
απεμπολήσει την ομορφιά κι
είχαν γκριζάρει σαν τους κροτάφους
ενός πρώαρα γερασμένου νέου.
Ένα σκαντζοχοιράκι είχε μαζευτεί
σε μπάλα και κατρακυλούσε στο γκρεμό.
Υπερχείλισε ο ποταμός Αχέροντας
κι έπνιξε το δάσος μαζι με όλη την έμβια
φύση του.
Καταρράκτες δημιουργήθηκαν.
Παραπόταμοι έρεαν.
Λίμνες απλώθηκαν εκεί που κάποτε
φύτρωνε η αλισφακιά και το φλισκούνι.
Η υγρή κόλαση καταπλάκωσε τη ζωή της
το σπίτι της βυθίστηκε στη λάσπη
μόνο το σκαντζοχοιράκι επέζησε
ανεβασμένο πάνω στην καμινάδα
μετρούσε τις ημέρες που του απέμεναν
χωρίς διόλου τροφή.
Αυτή η εικόνα της καταστροφής με συγκινεί, γιατί κάπως έτσι έχω νιώσει και εγώ την απώλεια της ομορφιάς και της ηρεμίας, όταν όλα γύρω αλλάζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέσα από τις στάχτες προβάλλει το καινούργιο
ΔιαγραφήΩ θλιβερό αλήθεια. Και με ένα τέλος βαρύθυμο, Ελένη μου. Μελαγχολικό αλλά όμορφο γιατί έτσι πάντα είναι η ποίησή σου, κορίτσι μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ πικρία της ζωής
Διαγραφή