Έλα εδώ να σου δείξω τους
δρόμους της καθολικής σιωπής.
Αμάρτησα κάτω από ουρανούς
που μεροληπτούσαν με λέξεις άφατες.
Όλα τα φωνήεντα είχαν αποτραβηχτεί
μαζί με τα πνεύματα και τους τόνους.
Άηχο ο κόσμος κοχύλι.
Τρία σύμφωνα μόνο έμελε να με κατοικήσουν.
Το κάπα, το λάμδα και το χι.
Κάπα όπως καλημέρα όταν πετιέσαι
από το κρεβάτι με ένα άνθος γαρυφαλλιάς
στο αυτί και τεντώνεις το σώμα
σε στάση ευλύγιστου τόξου έτοιμο να φύγει
προς το στόχο.
Λάμδα όπως λίλιουμ σε παρτέρι καλυμμένο
από την ώχρα του πρωινού. Λουλούδι
δεμένο σε ανθοδέσμη νυφική που μικρό παιδί
έπιασε στον αέρα ενώ ένα γύρω οι ερωμένες
των λιμανιών καιροφυλακτούσαν.
Αν και αποκαρδιωμένες δεν το κουνούσαν ρούπι
προσμένοντας την οδηγία των άστρων
ή των σοφών τις προσταγές.
Και τέλος το χι όπως χιόνι εκείνο το πρώτο
που πέφτει στις κορυφές μήνα Νοέμβρη
και το οσμίζονται ανυπότακτα θηρία κι άλλοτε
πάλι ο άνεμος το βάζει στις σόλες του και
κατεβαίνει στις πολιτείες για να θερίσει
ξεμπράτσωτες κορασίδες που παζαρεύουν
ένα μέτρο καθαρό μετάξι
Καλημέρα λοιπόν με ένα λίλιουμ στο χέρι
στο χρώμα του χιονιού που αργά έχει αρχίσει
να μου σκεπάζει το σώμα.
Δεν φαίνομαι μα εσύ θα με γνωρίσεις.
Δεν αναπνέω μα εσύ θα με αφουγκραστείς.
Είσαι εδώ.
Σε διάλεξα μέσα από ένα πλήθος
που ασυγκράτητο έτρεχε στις μεγάλες
συγκεντρώσεις για να φωνάξει Όχι
ενώ για επιλογή του είχε χιλιάδες Ναι.
Κόλαφος λοιπόν οι σημαίες που δεν
κυμάτισαν και διπλωμένες έμειναν δίπλα
στην παλιά σερβάντα με τα ρακοπότηρα
των πεθαμένων.
Τη σιωπή τους να θαυμάζεις και με έλαια
λεβάντας να τις θυμιατίζεις οι νέες γενιές
να τις κληρονομήσουν και να τις προτάξουν
ορθά μπροστά από ανέφελους ουρανούς
εκεί που ο ήλιος την σκακιέρα του άπλωσε
για μια τελευταία παρτίδα με τους αγγέλους
που έκπτωτοι κλαίνε.
Μια ποιητική καλησπέρα, αγαπημένη μου φίλη, δοσμένη με την καρδιά μου. Καλή σου βδομάδα, να ευχηθώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή