Έχει βαριά συννεφιά
απόψε και πως θα βρουν
δίοδο για να επιστρέψουν
για λίγο στη γη οι προσφιλείς
μου νεκροί.
Ως εδώ φτάνουν έντονες
οι διαμαρτυρίες τους.
Ακούω τις αγανακτισμένες
φωνές τους, το σύρσιμο
των ποδιών τους, την
εξασθενημένη τους ανάσα,
πίσω από την παχιά χλαμύδα
των σύννεφων, που τους
κλείνει ερμητικά το δρόμο.
Βροχοποιός γίνομαι και
σηκώνω τα χέρια σε ανάταση
οι ουρανοί να με σπλαχνιστούν
λίγο και βροχούλα ψιλή
να ξεκινήσει.
Ασημώνω εκκλησίες και τα
τάματα μου ακουμπάω ευλαβικά
στις αφανέρωτες εικόνες
των βράχων τα δάκρυα
των νεκρών μου να φανούν
και πάλι στο πεινασμένο μου
σώμα σαν επίκληση έρωτα.
Γιατί κάθε που συννεφιάζει
οι νεκροί μου γοερά κλαίνε
και να ποτίσουν ποθούν
τα μέρη που αγάπησαν.
Σιωπηλή περιμένω,
κοντάρια παίρνω και χτυπώ:
Η χλαμύδα να τρυπήσει,
να υποχωρήσουν τα σύννεφα
και σαν δροσούλα πρωινή
να εμφανιστούν πάνω στην
μαραμένη μου χλωρίδα.
Γιατί ο άνυδρος καιρός
τελευταία έπληξε τα άνθη μου
και αδυνατώ να τους φτιάξω
στεφάνι.
Θα περιοριστώ στα φύλλα
της μυρτιάς που ανθεί δίπλα
στη στέρνα για να ευωδιάσω
το τελετουργικό της άφιξης τους.
Και να!
Κοίτα πως άνοιξαν
οι δρόμοι, πως ξεπετάχτηκαν
οι άνεμοι σαν δράκοντες
μέσα απ' τη σπηλιά.
Και να! Ξανά των δικών μου
νεκρών τα χέρια σφιχτά κρατώ
σαν εικόνα σεπτή
που την είχα για καιρό χαμένη.
Βροχή οι νεκροί μου και
με επισκέπτονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου