Αφιερωμένο
Αρμένισα στο σώμα σου
και το κατοίκησα.
Λειχήνες και ασφοδέλους
βρήκα να φυτρώνουν
στις αμυχές του λαιμού σου.
Τίποτα δεν άλλαξα.
Καθόλου δεν φοβήθηκα.
Τους χάρτες έκαψα και
σε ανακατάλαβα ρίχνοντας
λάβες πελώριες στη γη σου.
Σταθερά σε περπατάω
με βήμα στέρεο
και το θρόνο μου στήνω
στο ευρύχωρο σου στέρνο.
Τώρα καθηλωμένη ακούω
των παλμών σου το έντρομο
ξυπνητήρι που πάντα στις
δώδεκα τα μεσάνυχτα σταματά
για λίγο ανάσες για να πάρει.
Ζω για δευτερόλεπτα
στη σιωπή κι ύστερα
στον παφλασμό του αίματος
σου κατέρχομαι και τα
πετράδια της σκέψης σου
κουρσεύω.
Εδώ οι κοιλάδες σου.
Εδώ τα βουνά σου.
Εδώ η ακύμαντη θάλασσα
της κοιλιάς σου
που με ελκύει σαν μαγνήτης.
Το βαρκάκι μου αφήνω
στις στεριές σου
και ύστερα με
φτερά αρπακτικού
σε ανακαταλαμβάνω.
Νύχια γαμψά έχω και
συρράπτω το σκισμένο
του πόθου σου ένδυμα.
Όμορφος γίνεσαι μέσα
στην κραταιά χημεία
του έρωτα.
(Μείγμα καυστικό και το πίνω)
Σου μοιάζω και μου μοιάζεις
και χαλικάκια πετώ
στις στεριές σου, εύκολα
να σε βρίσκω όταν μες στη
νύχτα τον διάπλου μου ξεκινώ
προς τα εσένα
ξεκολλώντας ίνες
απ' της μοναξιάς το άνυδρο
κουκούλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου