Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Ο βίος των σπιτιών

Τα υπερυψωμένα σπίτια
ατένιζαν την θάλασσα.
Τρίπατα ήταν με πρόχειρη
περίφραξη από σκουριασμένο
κοτετσόσυρμα και με λουλούδια
πολλά στις αυλές.
Στο φρυδιού του γκρεμού
στέκονταν αγέρωχα.
Από κάτω τους βυσσοδομούσε
το χάος σαν τεράστιο
μηδενικό από μια δύσκολη
εξίσωση, άλυτη από τους
πιο πολλούς μαθητές
του εξατάξιου σχολείου.

Συστατικό τους στοιχείο
ο ίλιγγος, το στεφάνι
των νεφών κι η απόρθητη
μοναξιά των σπηλαίων.
Γιατί στα μπαμπακένια
πουκάμισα των σύννεφων
ακουμπούσαν τα σπίτια.
Οι στέγες τους έξυναν
τον πίνακα του ουρανού
καλλιγραφώντας
γεωμετρικά σχήματα.
Τις νύχτες έπαιρναν
αλαμπρατσέτα το φεγγάρι
για μια βόλτα στις γειτονιές
του γαλαξία.
Τις μέρες εξορύγνυαν από
τον ήλιο μεταλλεύματα χρυσού.
Στα πουγκιά τα έβαζαν
οι ένοικοι τους.
Γίνονταν ξάφνου πλούσιοι,
δεν ήξεραν όμως που
και πως να τα ξοδέψουν.

Απρόσιτα τα σπίτια κι οι
αγορές μακριά, δεν τις
έφταναν κομπολόγια να
αγοράσουν, φίλντισι,
βραχιόλια με ρουμπίνια
και περιδέραια από σεντέφι.
Έμεναν φτωχά από
κοσμήματα τα κορίτσια
κι έκλαιγαν με λυγμούς
μπροστά στους μπρούτζινους καθρέφτες.
Στριμώχνονταν
ανάμεσα στα βουνά
τα σπίτια
και στις κορυφογραμμές
ξανάσαιναν λυτρωμένα.
Είχαν αυλές με λουλούδια
και δυο πεζούλες με
κηπευτικά.
Αριστερά στις αυλές με
τις περιποιημένες
ορτανσίες και της παρθένου
τα κρίνα υπήρχε η βρύση
κι η τσιμεντένια λεκάνη.

Έβγαινε κρουστό το νερό
σαν ποταμού αναβλύζουσα
πηγή.
Κρύωναν τα χέρια, μπούζι
η επιδερμίδα τσιτώνονταν
σαν έτοιμη να σπάσει.
Εκεί παγιώνανε το καρπούζι,
το πεπόνι και τα
αγριοκέρασα ελλείψει
ψυγείου της οικογένειας.
Γλέντια πολλά γίνονταν
στις αυλές.
Τα σπίτια χόρευαν κρατώντας
αντί για μαντήλι τις ουρές
των σύννεφων.
Χτυπούσαν παλαμάκια
τα αστέρια κι οι άρπες
των αγγέλων συνόδευαν
το αξόδευτο τραγούδι.
Εκεί ο τσάμικος, ο συρτός,
ο καγκελάρης και το
λεβέντικοί ζεμπέκικο.
Πέφταν σωρηδόν
τα χαρτονομίσματα,
τα άνθη της λεβάντας
κι άναβαν οι φωτιές
στα νεανικά μέτωπα.

Καίγονταν τα λεφτά,
πυρπολούνταν τα άνθη
κι απανθρακώνονταν
σαν τα πρωτομαγιάτικα
στεφάνια του Άη Γιαννιού
στου θέρους το μπαλκόνι.
Κάθε Αύγουστο μήνα τα
σπίτια φιλοξενούσαν
τους ξενιτεμένους αδερφούς.
Κόβονταν το καρπούζι,
το πεπόνι κι η γλυκοκολοκύθα.
Δροσίζονταν ο ουρανίσκος
κι οι πίτες έβγαιναν
αχνιστές στο τραπέζι.
Μαζεύαμε τους σπόρους
για την νέα σπορά.
Το χάος έπαυε τότε να είναι
απειλητικό, τα μηδενικά
έμπαιναν σε μαθηματικές
πράξεις απλές που ακόμα
κι οι γέροντες τις έλυναν.

Γελούσαν οι γυναίκες με
γέλιο καρδιάς και τα κορίτσια
άφηναν τους καθρέφτες
κι έμπαιναν στο γλέντι.
Δεν ήταν πια παραπονεμένα,
τα ξενάκια τους είχαν κρεμάσει
σειρές από κοσμήματα στο
λαιμό, στα χέρια και σαν
εικονίσματα έμοιαζαν
της Παναγίας
της Χρυσοβαλαντου
προστάτιδα
της ενορίας τους.
Οι άντρες πλατάγιζαν
ικανοποιημένοι τις γλώσσες
τους και με μια λαβή
του χεριού τους έκοβαν
στα δύο την ορεσίβια μοναξιά.
Χαμογελούσαν ξαλαφρωμένοι.
Άνθρωποι τα σπίτια
ξαναμμένα πανηγύριζαν
με τριπλές δίπλες χορού
στη χώρα της ουτοπίας
ανεβάζοντας τον κονιορτό
των άστρων πάνω από
τις στέγες τους.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου