Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στην αυλή. Το τελευταίο σκαλοπάτι κινούνταν ήταν σαρακοφαγωμένο και έτριζε. Έκανε να πέσει προς στιγμή μα κατάφερε τελικά να ισορροπήσει. Στην αυλή είχαν ανθίσει τα κόκκινα βελούδινα ρόδα. Έσκυψε τα μύρισε κι έκοψε ένα λουλούδι. Το καρφίτσωσε στο πέτο κι άνοιξε την αυλόπορτα. Μια μέλισσα ζουζούνισε δίπλα της. Τίναξε το χέρι της για να φύγει.
Μακρύς ο δρόμος
έδεσαν οι κερασιές-
πυκνή φυλλωσιά.
Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Δεξιά κι αριστερά της συστάδες από λεύκες, κυπαρίσσια και λυγαριές θρόιζαν με την βοήθεια του αέρα. Περπατούσε γρήγορα και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Ξεσφίχτηκε η κορδέλα της έπεσε κάτω κι έσκυψε να την πάρει. Την στέριωσε. Ένα μυρμηγκάκι έκοβε τώρα βόλτες στα μαλλιά της.
Κάτασπρο κρίνο
πετούν τα χελιδόνια-
διψά το χώμα.
Πλησίασε στο ποτάμι. Ο χωματόδρομος έγινε όλο και πιο πολύ ανώμαλος. Ακουγόταν το νερό να τρέχει. Τάχυνε κι άλλο το βήμα της. Έφτασε στην όχθη. Πολλές οι λυγαριές και οι μυρτιές γύρω της. Θαύμασε. Τα μπαμπού μεγαλώνουν γρήγορα και ξεπερνούν τους θάμνους σχηματίζοντας αψίδες. Στάθηκε στο ένα πόδι και μάζεψε πέντε κλαδιά λυγαριάς. Τα έδεσε σε στεφάνι και το απίθωσε στο κεφάλι της. Στο σπίτι θα το στόλιζε με τα κόκκινα ρόδα.
Πράσινο φύλλο
παγκάκι ξεχασμένο-
ρόδα κόκκινα.
Διάλεξε έξι λεία βότσαλα για να τα ζωγραφίσει. Με γεμάτο το καλάθι από μπαμπού πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ένα βατραχάκι πέταξε μπροστά της κοάζοντας. Πιο πέρα είδε δυο βατράχια καθισμένα πάνω σε ένα πεσμένο φλοιό δέντρου. Τα κοίταξε προσεκτικά, σμίγοντας τα μάτια καθώς γυάλιζαν κάτω από τις αχτίδες του ήλιου σαν σμαράγδια.
Ήχοι του νερού
ανθισμένες κυδωνιές-
σιμά η πηγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου