Το καφενείο αντίκρυ στη θάλασσα
-βουβό σαν το βλέμμα του γλάρου-
σερβίριζε αχνιστούς καφέδες
φτιαγμένους με θαλασσόνερο,
αχνιστούς έρωτες και πάθη με
την οσμή της θύελλας και της τρικυμίας.
Ο σερβιτόρος αναδυόμενος μέσα
από μια μετέωρη θάλασσα
σε πλησίασε και κάτι σου μουρμούρισε
στο αφτί.
( Μην ήταν το μήνυμα για την επικείμενη
εκστρατεία;)
Εσύ κρυφογέλασες, έσιαξες το σακάκι σου
και βγήκες από την πόρτα.
Κάτι έγνεψες προς στη θάλασσα
κι έφυγες σιωπηλός κρατώντας
το μαχαίρι και το σύννεφο στο ζερβί
σου χέρι σαν μια υπόσχεση προς το μέλλον.
2012
Θέλω να πω ότι τούτο εδώ, μου άρεσε πάρα πολύ. Έχει μια ατμόσφαιρα στο φανταστικό πολύ δυνατή.
ΑπάντησηΔιαγραφή