Φορούσες το κόκκινο χιτώνα
Μαύρη αορτή
Όταν ο ίσκιος σου πλάγιαζε
Με τα άγουρα αγόρια
Στους αμπελώνες της γητείας
Κάτω από την αγράμπελη σε συνάντησα
Να κόβεις τα τυφλά σου νύχια
Τη πρύμνη των ρόζων της νύχτας
Κρατούσες στο χέρι
Φτηνά τα λόγια σου
Ρηγματωμένα από έναν ανάδελφο θάνατο
Θεός φώναξα θημωνιά
Θύμηση θυμός και θαύμα
Αδύναμα τα λόγια
Τραβούσες οπλισμένη στην εσπέρα
Των Αθάνατων Κενταύρων
Παρέα με τα ναρκωμένα φίδια
Της παρελθούσης νιότης
Πλατιά τα ζυγωματικά του ποταμού
Ξεχείλιζαν άστρα του αίματος
Κίτρινο θειάφι χιόνιζε στις όχθες
Ατελής η μορφή σου συμπιεσμένη
Σαν τα τρεμάμενα πόδια
Της απαγχονισμένης πεταλούδας
Μάντεψα τη πορεία σου
Και σαν αλλόφρονη κορασίδα
Τα χέρια τρύπησα να διαβείς
Στον κόσμο σου ηχούσαν
Σήμαντρα του παρελθόντος Αυγούστου
Και στους γκρεμούς σου ανάθρεφες
Μικρούς έρωτες
Και πέλματα αγγέλων ζοφερά
Βιάστηκα στην αγκαλιά μου να σε κρύψω
Έφυγες κάθιδρη και σαστισμένη
Αναζητώντας τη μέθεξη
Της αναστάσιμης εισροής
Μαύρη αορτή στα κατακόκκινα
Προπύργια κατοίκησα
Της αναπνοής σου τους χτύπους
Και πριν η θάλασσα με τα πέπλα
Σε τυλίξει μετάλαβα
Τον άχραντο σου φλοίσβο
Ιδού η μορφή σου τις φλέβες μου
Διατρέχει
Μαύρη αορτή του Έρωτα
Θεός και θημωνιά
Θύμηση και θυμός και θαύμα
Θερίζουν οι μνήμες τα άκαμπτα
Και άνυδρα πηγάδια
Μες στους αιώνιους δρυμώνες
Των βυθών που κοιμήθηκες
αφιερωμένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου