Κατέλυες τη δημοσιά μαρμάρινη κόρη
Αδιαφορώντας υπερήφανα
Για την μουσική κλίμακα
Του συντριμμένου θώρακα
Μπροστά στο παραπόρτι της βαθύσκιωτης εστίας
Είχες ξεχάσει απαρηγόρητο
Ένα πύρινο δάκρυ
Ριζωμένο στον αμίλητο πορτοκαλανθό των γοφών σου
Γαλάζιες φτερούγες ξεπηδούσαν
Από τα κυρτά σου πέλματα
Κι ο πυρετός του ουρανού ξιφουλκούσε
Το άσπρο σου χάδι, γεύση και οπώρες
Βουβή από έρωτα
Στις υφασμένες σου πλάτες κρυφά
Ένα κοτσύφι σκοτωμένο ψηλαφούσε
Τις άρπες του λιθοξόου κενού
Μαρμάρινη κόρη, του πηγαδιού Θεά
Με ένα κοκάλινο σαντάλι στο αριστερό σου χέρι
Σε είδα να προσφέρεις ανάθημα ασπίδας
Στου αγέρα τον σκληρό μίτο αιώνες πριν
Τον Ναό σου ανακάλυψα ένα βράδυ
Να προβάλλει πάναγνος
Στον εφιάλτη που κοιμήθηκες
Προσωπίδα από κερί σμίλευες
Κι ένας άσπρος τυφλός καθρέφτης
Χρωμάτιζε τα πιράνχας των πτυχών σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου