Οι μνήμες επέστρεψαν
Με μακριά σκαιόχρωμα πουκάμισα
Κι ένα κερί στο χέρι
Εξέτασαν τα ασημένια σερβίτσια
Στο ηλιόστρωτο τραπέζι της αυλής
Και τα ταχτοποίησαν με περισσή τάξη
Χάιδεψαν τη πνοή των μικρών πελεκάνων
Στα ακρόπρωρα του σιντριβανιού
Περιστροφικά τυλίχτηκαν την απουσία
Των συνδαιτυμόνων ανέμων
Εγκαρτερικές και πράες σαν τα μουδιασμένα μέλη
Των νεαρών ψαράδων στην ακτή
Των παραλίμνιων αναψυκτηρίων
Πιστές στο συμπαντικό ραντεβού τους
Δες πως αναπνέουν!
Ήρθαν οι μνήμες σαν μικρές
Θεραπαινίδες της Αφροδίτης
Με λευκούς καλοστρωμένους γιακάδες
Κι άδεια μακριά δάχτυλα
Πριν ακόμα χαράξει
Η ημέρα του πρώιμου Έρωτα
Φίλησαν το άσπρο μέτωπο
Του έκπτωτου αγγέλου και τον οδήγησαν
Στο βάθρο της πλαταιάς γης
Αγκάλιασαν την βρεγμένη κόμη
Της κρύας Εσπέρας στο κήπο
Αστρικές χαρακιές είχαν στο σώμα τους
Επουλωμένες στα βαμβακοχώραφα της στέπας
Μύριζαν θάλασσα κι ασφόδιλα νεκρά
Γαλήνιες ήρθαν με ένα ψαροκόκαλο στην πλάτη
Χωρίς ακολούθους
Τροφοδότες μιας νέας ολόγυμνης διάστασης
Δεν συγχωρούν το χειμώνα στα πράσινα φύλλα
Προσχωρούν αναρριγώντας
Άκαμπτες και σκληρές φορτίζουν
Τους μύες των δέντρων με νωπό μολύβι
Και σε αναγνωρίζουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου