*
Συνάντηση
"Η λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε"
Οδυσσέας Ελύτης
Φοβόταν τα χαώδη μέρη.
Δεν έμπαινε στο μετρό
και στα πολυεπίπεδα καταστήματα
απέφευγε να πάει.
Μια μέρα που βρέθηκε σε ένα από αυτά.
βάδιζε σαν χαμένη.
Κοίταζε δεξιά αριστερά
τις βιτρίνες, κοίταζε τα καφέ
και τα φαγάδικα.
Το βλέμμα μετέωρο, ανασφαλές.
Αναζήτησε την έξοδο.
Μπερδεύτηκε κι άλλο.
Έμεινε σαν στήλη άλατος να παρατηρεί
το πλήθος.
Ένας νεαρός άντρας την πλησίασε
και την ρώτησε αν χρειάζεται βοήθεια.
Δεν μίλησε, μόνο λίγο αχνογέλασε.
Τον πήρε αγκαζέ και χάθηκε
μαζί του.
Παραδόθηκε απριόρι
στη (μυστηριακή) σαγήνη της ματιάς του.
*
Επικήδειος
Είχε αέρα και το τζάκι κάπνιζε.
Η κάπνα είχε πνίξει το δωμάτιο.
Άνοιξες το παράθυρο
να αεριστεί ο χώρος.
Έξω σκοτάδι βαθύ.
Τα μάτια σου έτσουζαν.
Έκλαιγες.
Στο περβάζι στάθηκαν δύο πουλιά.
Ένα λευκό κι ένα μαύρο.
Πεινούσαν.
Έτριψες ένα κομμάτι ψωμί.
Φτερούγισαν ανάλαφρα
σαν να σε ευχαριστούσαν.
Έφαγαν στα γρήγορα.
Πήρες και δεύτερη φέτα.
Ειχαν χορτάσει έφυγαν.
Έμεινες να κοιτάς το σώμα της νύχτας.
Μόνη.
Στο δωμάτιο μπήκε η ψύχρα.
Έκλεισες το παράθυρο ν
κι ας δάκρυζες ακόμα.
Πήγες και κάθησες στην πολυθρόνα
Αποκοιμήθηκες έναν
τρυφερό χωρίς όνειρα ύπνο.
Το πρωί σε ξύπνησαν
κάποιοι τριγμοί στο τζάμι.
Οι φίλοι σου είχαν επιστρέψει
και με το σκληρό τους ράμφος
σε ζητούσαν και σε καλημέριζαν.
Μόνο που το λευκό πουλί
ήταν λαβωμένο θανάσιμα στο ύψος της κοιλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου