Nikki bungakou
Η ζωή στο χωριάτικο σπίτι ξεκινούσε αχάραγα. Στο πόδι η κυρά Αγγελική κι ο άντρας της ρίχνονταν στην δουλειά. Και τι δεν είχαν να κάνουν. Να ποτίσουν τα ζαρζαβατικά, να καθαρίσουν τα νεκρά φύλλα απ' τα λουλούδια, να ανοίξουν τις κότες και να τους πάνε τροφή και καλαμπόκι.
Ξυπνητήρι τους το κοκόρι που αξημέρωτα ακόμη τους ξυπνούσε. Αγαπούσαν αυτή την ώρα και ποτέ δεν τους διέφευγε να δουν τις πορφυρές γάζες της ανατολής, και φευγιό της πούλιας.
Σήμερα ξύπνησαν αργά. Ο ήλιος είχε βγει στις στράτες. Το κοκόρι δεν λάλησε.
Πετάχτηκαν έντρομοι από το κρεβάτι τους και πήγαν στο κοτέτσι. Φοβισμένες οι κότες κακάριζαν, ένας πανζουρλισμός. Στο έδαφος είδαν διάσπαρτα φτερά και αίματα. Ο άρχος του κοτετσιού είχε γίνει βορά ενός αρπακτικού.
Άκουσαν φτερουγίσματα, κοίταξαν ψηλά, μια γερακίνα πραγματοποιούσε χαμηλές πτήσεις. Φαίνεται πως η γκούσα της ξερογλύφονταν και για άλλο μεζεδάκι. Χτύπησαν δαιμονισμένα τους γκαζοτενεκέδες, έφυγε. Ένα δάκρυ τους έφερε πίσω στο σπίτι.
Σιγή της πέτρας
νυχτερινή εισβολή
ράμφος φονικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου