Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
ζεσταθώ.
Το ξέρω πως λείπεις τόσα χρόνια μα εγώ,
κλαράκι ψιλό, αλλού δεν έχω που να πάω.
Η αγκαλιά σου φωλιά αηδονιού, πέρδικας
καταφύγιο και κοτσυφιού καρτέρι.
Συμπαντικό κουδούνι η αγκάλη που κοντά
σου με καλεί.
Ακούω το θόρυβο του και σε εντοπίζω.
Ακούω το τραγούδισμα του και σε θέλω.
Χρόνια τώρα σε πονάω με πόνο πληγής
ξυραφιού.
Σε ένα υποβρύχιο κατοικώ, λιγοστεύει
το οξυγόνο, ο βυθός απειλητικός με συνθλίβει.
Έξι μέτρα ψηλά η επιφάνεια κι εγώ καταποντισμένη
σε ζητώ εναγώνια,
Σαν κυνόδοντα πεινασμένης τίγρης σε θέλω.
Σε ζούγκλα έρημη κι ακατοίκητη περιφέρομαι.
Τροφή δεν βρίσκω, σε πεινάω ολόκληρο.
Όλα γύρω ερημοποιήθηκαν απ' όταν έφυγες.
Σκάνε μαύρα μπαλόνια κι ο κρότος τους με
φοβίζει, κρύβομαι.
Άνθρωποί σκυφτοί με τρεμάμενα χέρια τα κρατάνε.
Κλείνω τα αυτιά, σφραγίζω τα μάτια να μην
βλέπω, σταυρώνω τα χέρια, σε όρθια στάση
κρατώ το κορμί μα ανώφελα όλα δείχνουν,
τίποτα δεν με παρηγορά.
Πολύ το μαύρο γύρω και σε κρύβει.
Όλος ο κόσμος εδώ θαρρώ απελπιστικά
κι αυτός σε ψάχνει.
Πενθεί η φύση και με μαύρη βγαίνει φούστα
κάθε που μπαίνει η άνοιξη στο σκάφος.
Εδώ οι μαύρες τουλίπες της θλίψης.
Εδώ τα εξωτικά μαύρα τριαντάφυλλα του
αποχωρισμού.
Εδώ ο ζαρωμένος πανσές με τα μαύρα
ματόκλαδα ερμητικά κλειστά.
Σφηνωμένη και δεμένη στις μαύρες
πλάκες του οψιανού ακινητοποιούμαι,
υποχωρεί το φως, σε υπόγεια υγρά τελικά
καταλήγω και χτενάκι δεν βρίσκω όμορφη
να σε συναντώ στου ονείρου μου έστω την
γκρίζα πλάνη.
Χάθηκαν τα χρώματα όλα όταν εσύ, όμοιο
ουράνιο τόξο, μετά από μια κίτρινη βροχή
μαζί σου τα τράβηξες.
Μάταια προσπαθώ φορώντας φουστάνια
πολύχρωμα στην σκούρα παλέτα της φύσης
να επέμβω.
Ίσως να φταίνε τα μαύρα γάντια που κρατώ
τα άλλα τα μενεξεδί που μου είχες χαρίσει
τα έχασα σε μια αφιλόξενη αμαξοστοιχία,
Απρίλης ήταν και χιόνιζε ένα χιόνι αμαρτωλό.
Πάνε χρόνια που έπαψες να με ταξιδεύεις
κι εγώ ποθώ να ξαναβρώ εκείνα τα
ταπεινά εικονοστάσια στις απότομες στροφές
των δρόμων, λαμπάδα ενός μέτρου να ανάψω
μην και συγκινηθείς και φανείς.
Πάντα σε λυπούσαν οι νεκροί κυρίως
οι νεαροί που έφυγαν μετά από ένα
δυνατό μεθύσι στην άσφαλτο.
Έλα να συνομιλήσουμε μαζί τους,
στο άχρονο είμαι να ταξιδέψουμε.
Απ' τη αρχή να ξεφλουδίσουμε την λέξη ζωή
και στις προστακτικές του έρωτα να αφεθούμε.
Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
λυτρωθούν τα άρπαγα χέρια μου που δεν
σε χάρηκαν ούτε μια στιγμή.
Πόσο όμορφο είναι το ερωτικό κάλεσμα. Αυτό, που τόσο όμορφα, Ελένη, αποκαλείς "προστακτικές του έρωτα". Αυτές οι προστακτικές, που μάς συνοδεύουν, ναι γιατί να το κρύψουμε, ακόμα και στις αυστηρά προσωπικές ερωτικές μας στιγμές. Πού δεν έχουν νόρμες ή μέτρα. Που είναι καλέσματα φωτιάς και ηδονής ή φυσικά και έκφρασης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Σε ευχαριστώ Γιάννη μου πολύ δυνατά πλησίασες το ποίημα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή