Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η εαρινή γενιά των ποιητών



Μικρή αδερφή μου η Άνοιξη
Πέρασε σήμερα από το περιβόλι μου
Άχθος σκληρό το έργο της
Κάλεσμα φωτός να φέρει στους εκλεκτούς της
Πόνημα καρδιάς οι στίχοι της
Δροσοσταλίδες να ρίξει στις ρίζες που αντιμάχονται την ξέρα
Πέρασε ολόλαμπρη σήμερα από το περιβόλι μου
Να το σκεπάσει οργιαστικά με την ανθοφορία της
Να το κερδίσει καθολικά με το άρωμά της
Να το μυήσει στα θέλγητρα στα μάγια και στα ξόρκια
Τσαμπί από αγριομέλισσες έφερε μαζί της
Τις μελλοντικές μου μέρες να χρυσίσει

Μικρή αδερφή μου η Άνοιξη την συνάντησα
Ένα πρωινό του Μάρτη
Να κάθεται στο ξύλινο παγκάκι του κήπου μου
Κάτω απ' τα γέρικα πλατάνια
Με καλημέρισε πασίχαρη
Κι έβγαλε απ' τον κόρφο της
Ένα μπουκέτο ολάνθιστες καμέλιες
Εγώ θα σε οδηγήσω σε κόσμους φωτεινούς μου είπε
Πάρε το δακτυλίδι μου φυλαχτό να το 'χεις
Γητειάς δακτυλίδι με το πετράδι του αμαζονίτη στο κέντρο
Γαλάζιο πετράδι σαν τις κόρες των ματιών της
Όταν αυγάζει πάνω τους της μέρας το φως

Το δακτυλίδι αυτό να το φοράς
Κάθε πρώτη του Μάρτη
Τότε που τα παιδιά δένουν στο καρπό τους
Την κλωστή της γιορτής
Πήρα το δακτυλίδι περασμένο
Σε λεπτό ξύλο σφένδαμου
Κι ένιωσα σαν ερυθρόμορφη λήκυθος
Μόνο την πρώτη μέρα της Άνοιξης να το φοράς
Τις άλλες μέρες να το παραχώνεις
Στο ακρογιάλι με τα αρμυρίκια
Σε όρμους κλειστούς
Εκεί που η παλίρροια δεν απλώνει τα πέπλα της
Κι οι αχινοί δεν ματώνουν τα βότσαλα με αγκάθια σκληρά
Εκεί να το αφήνεις να το γλυκαίνει
Η θάλασσα με της αρμύρας το χτένι

Το δακτυλίδι αυτό θα σε οδηγήσει μ' ένα φύσημα
Στης παραμυθίας τη χώρα
Στο οχυρό της ποίησης θα σε πάει
Θα σου εξηγήσει εξαρχής την αλφαβήτα του έρωτα
Το πως να διαβάζεις τα κρωξίματα των γλάρων
Αδερφός σου θα γίνει ο έρωτας
Πρώτη σου αγάπη η ποίηση
Νόστος γλυκύς η πορεία των γλάρων
Μόνο να ξέρεις με τον χαμό σου
Θα το παραδώσεις σε μένα και πάλι
Να βρω τον εκλεκτό της φυλής μου
Τη σκυτάλη να πάρει για της ομορφιάς την χώρα

Γιατί εμείς ταγμένοι είμαστε
Την εαρινή να φτιάξουμε γενιά των ποιητών
Στο πατητήρι τον ερυθρό να βγάλουμε οίνο της αναγέννησης
Σε εστίες να βρεθούμε μυθικές
Έτσι που να καπνίσουν τα φουγάρα του ήλιου
Στους ουρανούς του Απρίλη θυμωμένα

Αυτή είναι η 1η συμμετοχή μου στο 3ο Συμπόσιο που διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη φίλη Αριστέα κι όπου είδαμε καταπληκτικές κι αξιοζήλευτες
συμμετοχές...όλα ήταν υπέροχα και μοναδικά!
Η ποίηση κέρδισε το στοίχημα κι όλοι νιώθουμε δικαιωμένοι!


Η χαρτογραφία της Άνοιξης



Ακροπατώ πάνω στης Άνοιξης
Το αραχνοΰφαντο πέπλο
Ζω οργιαστικά
Σαν τραγωδός σε αρχαία σκηνή
Αλλάζω συνεχώς ρόλους
Μέχρι ολόλευκο να γίνω όστρακο
Απ' εκεί να ακούς τη φωνή μου
Γεμίζω το μαντήλι μου με ηδονές
Κύμβαλο θείο αντηχώ στις ξερολιθιές

Πιάνομαι στιγμιαία
Να μην πέσω
Από μια παπαρούνα
Ματώνω την παλάμη
Ματώνω της μέρας ταν καρπό
Σχισμή βαθιά να μην ξεχνώ
Της αγάπης το νόστιμον ήμαρ

Ακουμπώ μια μαργαρίτα
Αναποφάσιστη
Και χάνω το μέτρημα
Στου έρωτα το αριθμητήριο
Πλάνητας ραβδοσκόπος
Πηγαίνω στις ξέρες
Φλέβα χτυπάω
Υγρό να ντυθώ ένδυμα

Γεύομαι της γύρης την κίτρινη πούδρα
Κι ανασταίνω με ένα φύσημα
Της μνήμης τους κωδικούς
Που είχαν σβηστεί
Και στη σκουριά είχαν πέσει
Σαν πρόσωπα ξένα
Στην κορνίζα της λήθης ξεχασμένα

Μυρίζω το γάντι
Της βαθυπράσινης φτελιάς
Και το οξυγόνο
Διαπερνά τους ιστούς μου
Σαν βέλος ινδιάνου
Ξεκρίνω τους στόχους
Στο δάσος της ιστορίας εισχωρώ
Και σε κορμούς πληθαίνω

Γεύομαι χαμοκέρασα
Απ' της αθωότητας το κτήμα
Και περιπλέκω
Τις ρίζες μου
Σε κύκλιους σχηματισμούς
Τόπο παραχωρώ
Σε ήλιους δοξαστικούς
Φωτεινά να γίνουν τα νερά του έρωτα

Αναρριχώμαι πάνω στης Άνοιξης
Τη χρυσή φτερούγα
Και στους αιθέρες ξανοίγομαι
Περιστερώνα ζητώντας
Στου σύννεφου το τέμπλο
Το μήνυμα να φέρω
Στον κόσμο των αθανάτων
Να ανθίσει η μυρτιά κι η βάγια
Στον λοβό του πεθαμένου
Σαν γέλιο μωρού

Αγγίζω την πύλη της θάλασσας
Και τα μάρμαρα καίνε
Γραμμή καμιά δεν χαράζω
Παρά μονάχα
Τη σμίλη μου φέρνω
Στης καρδιάς την πέτρα
Κι οι στίχοι με πνίγουν
Σαν φυλλωσιά κισσού
Σε νησιώτικο σπήλιο ανεξερεύνητο

Επιθεωρώ τις φλέβες
Της πατρίδας μου
Και ανέστιος νιώθω περατάρης
Μικρός ο τόπος και φτενός
Τις οριογραμμές καταργώ
Νέα εδάφη προσαρτώ
Επαναπατρίζομαι στο λυκόφως
Και στεριώνω την γη μου
Στα άχρονα πλάτη της δόξας

Ηγούμαι της επανάστασης
Των λουλουδιών
Και της Εκάτης απορροφώ
Τους πικρούς χυμούς
Κρατώ τους πυρσούς μου
Και μονάχη ορθούμαι
Σε χερσονήσους λατρείας
Να διακόψω την πορεία
Των σκοτεινών στρατευμάτων
Στον κάτω κόσμου τα απωθώ

Πολιορκώ απρόσιτες φωλιές
Που αγριοπούλια κατοικούν
Και τους οιωνούς ξεχωρίζω
Κρωξίματα κι άγραφοι νόμοι
Χρησμούς φέρνω
Απ' το πηγάδι των στεναγμών
Κι όποιος τους λύσει
Επάξια τον ανακηρύσσω
Εκλεκτό βασιλέα του ύψους

Γιατί εκεί στα μέγιστα ύψη
Η Άνοιξη θα βρεθεί
Να πλαγιάσει και πάλι
Σε κλίνη ολύμπια
Με τον σκληρό Απρίλη
Και μες στη μέθη
Ενός έρωτα λάγνου
Τους νέους να καρπίσει βλαστούς
Τους αμάραντους
Και τον λόγο του ανθρώπου
Το πρώτο του μίλημα
Στην νέα κιβωτό να ακουμπήσει
Χώρο να βρουν οι σελίδες που δεν μας χώρεσαν

Αυτή είναι η 2η συμμετοχή μου στο 3ο Συμπόσιο που διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη φίλη Αριστέα κι όπου είδαμε καταπληκτικές κι αξιοζήλευτες
συμμετοχές...όλα ήταν υπέροχα και μοναδικά!
Η ποίηση κέρδισε το στοίχημα κι όλοι νιώθουμε δικαιωμένοι!


Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ορεινή σύρραξη




Σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου
Εκεί που η πέτρα αντιμάχεται το χώμα
Στον περίβολο μιας εκκλησίας
Με καμάρες τρεις πετρόκτιστες
Είδα μιαν ολάνθιστη παιώνια
Να υπερπηδά σαν άλτης
Του θέρους την κάψα
Και να εγείρει το άνθος της στον κόσμο

Γύρω - γύρω γύρη χρυσαφένια
Σαν μπέρτα κίτρινη χωρικής
Πέταλα άλικα στο χρώμα του μούστου
Πορφυρό να βαφτεί
Το φρύδι των βουνών
Εκεί που έσμιξε το αρματολίκι
Με το γιορτάσι του έρωτα

Στον περίβολο της εκκλησίας
Στητή αυτή μαζί με τα λευκά κρίνα της Παναγίας
Συνομιλεί με τους Αγίους
Με τους κυματιστούς κισσούς
Και τους αθώους αγγέλους
Στις ολονυχτίες

Ήρθε βροχή έπιασε μπόρα
Αισθάνθηκε η παιώνια τον κίνδυνο
Κι έκλεισε τα πέταλα της
Ένιωσε η παιώνια τον βοριά
Και αναδίπλωσε τα φύλλα της
Διέβλεψε η παιώνια την αστραπή
Και τράβηξε την ρίζα της στα βάθη της πέτρας

Πάνοπλη και ετοιμοπόλεμη
Με τόλμη και θάρρος
Βγήκε με κοντάρια στήμονες
Τον δράκο της βροχής να παλέψει
Που στα σήμαντρα κατοικούσε
Εκεί που τα χελιδόνια
Οικοδομούσαν τα πλίθινα όνειρα τους
Πόλεμος άνισος
Και ο Αη Γιώργης ρακένδυτος
Χωρίς το άλογο του
Αποκοιμήθηκε άοπλος στα απόκρημνα σπήλαια

Κυρτή η παιώνια κι απέλπις
Ζήτησε πολεμοφόδια να της φέρουν
Συρμάτινες χορδές απ' του ουράνιου τόξου
Το βιολοντσέλο
Πλίνθους πύρινους απ' την σελήνη
Βέλη να φτιάξει φαρμακερά
Και με την σεληνόπετρες
Οδοφράγματα να στήσει
Τους κρουνούς τ' ουρανού να αντιμετωπίσει

Στον περίβολο της εκκλησίας απόψε
Άνθισε η σελίδα της Επανάστασης
Μόνο ένας ιερέας με το κομποσκοίνι του
Μετρούσε τις στερνές προσευχές
Που απηύθυνε στον δικό του Θεό
Την μικρή παιώνια την αγνόησε
Καθώς είχε διαβεί το Άγιο Πάσχα
Κι οι νεωκόροι είχαν κλαδέψει τις πασχαλιές
Τον επιτάφιο να στολίσουν
Έτσι η μικρή παιώνια σαν ηγέτιδα των λουλουδιών
Σταυρώθηκε και αναστήθηκε
Μόνη εν μέσω του Θέρους
Προορισμένη να ανεβάσει στα μάτια των παιδιών
Τα δάκρυα της ευτυχίας
Και στο κόκκινο ομπρελίνο της να στεγάσει
Τα εφήμερα μεγάλα όνειρα
Ενός λαού που μόνο την κόψη του σπαθιού γνώρισε




Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ανασυντάσσω τις σιωπές της νύχτας



Φοβάμαι σου λέω
Το χέρι που με αιχμαλώτισε
Πάνω σε βράχο θαλασσινό
Πόσο με ρίγος το ποθώ
Το χέρι αυτό που πνοή μου έδινε
Με τις ανοικτές φτερούγες του
Σε πόσους ουρανούς με πήγε
Αιθέρια τότε ζούσε
Αγριοπούλι που ελεύθερο ψάχνει το ταίρι του
Φλέβα δεν άγγιξε καμιά
Πόνο ψυχής δεν μάντεψε
Μόνο το άγουρο φλέρταρε βλέμμα μου
Τώρα γήινος έγινε ίσκιος
Με γραμμές κάθετες με διχοτόμησε
Δεν μου μοιάζω
Απόμακρη μόνη σκυθρωπή
Ενθυμούμαι μόνο τις τελετές
Που στο κύμα έκανα
Να έχει ο έρωτας τα δικά του ιερατεία

Φοβάμαι σου λέω
Απόγονος του Προμηθέα
Θωρώ τις πληγές ανοιχτές
Εκλιπαρώ σωτηρία να βρω
Το αντίτιμο εκείνο ψάχνω
Που θα εξαγοράσει την ποινή μου
Κιθαρωδός γίνομαι προς στιγμή και ξεφεύγω
Στα πλάτη της Μεσογείου νοερά ταξιδεύω
Με πλάνο τραγούδι στα χείλη
Γλάρους και χελιδονόψαρα
Πλευρίζω για βοηθούς
Βοριάδες προσαρτώ κρουστό να γίνει το σώμα
Γρόσια τους δίνω να ανοίξουν
Της αλυσίδας μου τον κρίκο
Στης πλάσης και πάλι να μπω
Τον μέγα κύκλο σαν ήλιου προμάντεμα αυγινό

Φοβάμαι πολύ
Την νύχτα τα βλέφαρα αφήνω ανοιχτά
Μην σκοντάψω στου έρωτα
Τα πέτρινα κράσπεδα και σε ποθήσω
Βουρκώνω σαν δω να αμορραγούν
Της σάρκας οι θύμησες
Πετάω το νόμισμα κι ευχή κάνω
Ήχος δεν βγαίνει
Του γρύλου την άρπα κουρντίζω
Στην νύχτα αδημονώ να δοθώ
Ανασυντάσσω τις σιωπές μου
Να ακούσω να φεύγεις σκυφτός
Καλέμι σου δίνω αντί για χέρι
Υνί σου χαρίζω αντί για κορμί
Σπασμένο σταμνί αντί για χείλη
Στη μήτρα του κόσμου επιστρέφω
Έμβρυο που βυζαίνει τη λύπη
Το δάκρυ πνίγω στους μενεξέδες
Κι επιστρέφω λυτρωμένη
Στης ακτής μου τα παλιά σκαριά
Ταξίδι μου τάζουν σε πελάγη ακύμαντα
Σαλπάρω γοργόνα που μιλάει με τους ψαράδες
Αφήνοντας πίσω τις λίθινες πλάκες που με φυλάκιζαν




Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

η δική μου Άνοιξη



Η δική μου Άνοιξη έχει κορδέλες μακριές αντί για ολόχρυσα μαλλιά
Πολύχρωμες κορδέλες μεταξωτές που επιχρωματίζουν
Και διαστέλλουν την ολότητα των ενοράσεων και της πανδαισίας τον μύλο!
Η Άνοιξη μου κρατά κισσούς αντί για κάνιστρα
Χλωρούς κισσούς πολύριζους που συστρέφονται γύρω απ' την μέση της
Και προσδίδουν χάρη και νόημα εξωτικό στην κίνηση των μυών!
Η δική μου Άνοιξη φορά ψηλοτάκουνα αντί για σανδάλια
Καστόρινα παπούτσια νυφικά που ερωτικά αγκαλιάζουν το πέλμα
Και ατενίζουν την φύση από την μεριά των αφοπλιστικών βλεμμάτων!
Η Άνοιξη μου φορά εσάρπες αντί για γαλάζια πουκάμισα
Φανταχτερές εσάρπες ανάριες που απαλά τυλίγουν το δέρμα
Και αφήνουν να διαφαίνεται η πληγή απ΄το βέλος των ερώτων!
Η δική μου Άνοιξη φτιάχνει στεφάνια με χαμολούλουδα αντί για παπαρούνες
Στυφά χαμολούλουδα ασπριδερά που στολίζουν τα παλλόμενα χέρια
Και δίνουν ώθηση στο άρμα του χρόνου που μας προσπερνά ρυθμούς σφυρίζοντας!

Η Άνοιξη μου ζει με πικραμύγδαλα αντί για μύρα
Φτενά πικραμύγδαλα αφράτα που ευωδιάζουν της ποίησης το στέρνο
Και σταμπώνουν του ύπνου το σεντόνι με όνειρα μύρια γητευτά!
Η δική μου Άνοιξη ξελογιάζεται με υπέργηρους αντί για νεανίες
Στωικούς υπέργηρους καλόβολους που ξενυχτούν σε ερτζιανά περιβόλια
Και ντύνουν με της Θείας Νέμεσης τον μανδύα τους απαρνημένους!
Η Άνοιξη μου πολλαπλασιάζεται με ξερόκλαδα αντί για καταβολάδες
Ταπεινά ξερόκλαδα θυσανωτά που μπολιάζονται με αίμα εφηβικό
Και δίνουν πανώριους ανθούς αμάραντους στον χλοοτάπητα της μνήμης!
Η δική μου Άνοιξη περιδιαβαίνει σε αμμώδη χώματα αντί σε λιβάδια
Σαθρά χώματα επισφαλή που κρίνουν αυστηρά του κόσμου τις ατέλειες
Και περικλείουν το μέτωπο της σιγής με τα μυστικά των αναταράξεων!

Η Άνοιξη μου είναι θαλασσινή αντί για στεριανή
Παναγιά θαλασσινή αγαπημένη που ακουμπά φωτοστέφανα στις ράχες των δελφινιών
Και χαράσσει με το νύχι στη κρούστα του αλατιού σχέδια και κρίνα απ' το παλάτι της Φαιστού!
Η δική μου Άνοιξη αγαπά τους σταλαγμίτες αντί τους σταλακτίτες
Σπασμένους σταλαγμίτες δύσμορφους που σε εμπύρετο μέτωπο ακουμπούν τα μητρικά τους χέρια
Και το μυστήριο της χιλιετηρίδας εξιστορούν τα βράδια στις νύμφες του Απρίλη!
Γιατί η δική μου Άνοιξη είναι απλή καθημερινή κι όχι αινιγματική και επηρμένη
Προτιμά τις ρημαγμένες γυναίκες την τραγιάσκα του εργάτη τα σπασμένα καράβια
Τα παιδιά του πολέμου και τους αφανείς ήρωες που δεν τους στήσανε ανδριάντες
Απλά τους παράχωσαν σε πρόχειρα μνήματα αυτοσχέδια
Εκεί που φυτρώνει ελεύθερα το εαρινό χαμομήλι κι η αλιφασκιά τους ραίνει μ' αρώματα!
Γιατί είναι ακριβή και τέλεια η μυθολογία της Άνοιξης
Σαν τη κορφή μιας αρχαϊκής πυραμίδας στην μέση της Ερήμου!




Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Οι λίμνες των ματιών σου



Θόλωσαν οι λίμνες των ματιών σου
Σαν έσπασε το κρύσταλλο
Που μέσα του έκλεινες το βραδινό σου άρωμα
Το βλέμμα σου τώρα αδειανό κέλυφος αχιβάδας
Συλλαβίζει και συντάσσει
Του πελάγου την κυματιστή αλφαβήτα
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Πυρακτωμένος γίνεσαι βραχίωνας αγαλματιδίου
Σε κήπο εαρινό
Στη λάμψη του Μάρτη σκιρτάς
Πάθη με φορτίζεις και με  αμαρτίες πολλές
Χωρίς αγκάλης μέθη με ακουμπάς πάνω στα σκληρά ύφαλα

Τα βράδια πενθείς ολομόναχος
Τις κηλίδες των λυγμών
Που στο πάτωμα σχημάτισαν
Μια καρδιά πορφυρή
Που πάλλει σταθερά σαν φωνή πουλιού
Μια καρδιά ερωτική
Να σε παρηγορεί
Και να σε μέμφει
Για τις ώρες που σου πήραν
Οι αποστολείς των χειμωνανθών
Με του έρωτα το κάλεσμα καλά δουλεμένο στους μίσχους τους

Τους ήχους αναλύεις ολημερίς των πτηνών
Σχηματίζοντας στίχους απατηλούς
Στου κρυφού σου μαντείου την πόρτα
Τους ξεχνάς δεν τους γράφεις
Ξεγελιέσαι κι απ' τον κόσμο απέχεις
Αναδεύεις το χώμα να βρεις τον θαμμένο τον σπόρο
Τον σπόρο εκείνον που από εισβολείς
Προστάτεψες κάποτε δίνοντας εαυτό
-Όμοιο παιδί που του κλέβουν την σφεντόνα-
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Τις απειλές και τις πράξεις σου ιστορείς στο κενό σαστισμένος

Θόλωσαν οι λίμνες των ματιών σου
Σαν έσπασε το κρύσταλλο
Που μέσα του έμπηγες το πρώτο της Άνοιξης ρόδο
Τώρα εφορμάς στους αιθέρες
Στιγμές να βρεις το άγνωστο να σου εξηγήσουν όραμα
Κόκκινα τα πέλματα τα χέρια σου κρύα
Εσύ που στα ύδατα φύτεψες κρίνους άλικους
Τώρα βρίζεις φωνάζεις και κλαις
Λύνεσαι σε κομμάτια και λυγάς
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Ποιο το όφελος να εκτροχιάσεις το τρένο
Που παραβίασε την οριογραμμή σου;
Όλα τα πλάτη δικά σου εντός σου
Μια λάθος γραμμή τη ζωή σου λαβώνει σαν λίγκας
Μες σε νέφη πυκνά την διαύγεια αποζητάς του φωτός
Κι επιμένεις πορεία να βρεις μες στον χάρτη του κόσμου

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "ποιητές του κόσμου" που διατηρεί
ο ποιητής Στρατής Παρέλης και τον ευχαριστώ


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Φυλλοβόλο το σώμα σου δέντρο



Αγγίζω το σώμα σου
Και πολλαπλασιάζομαι
Με ριζώματα και καλύπτρες πυρές με πλησιάζεις
Διαπερνάς τη συμπαντική μου φωλιά
Δημιουργώντας πράσινες αποικίες φωτερές
Μοιάζω με τις εγχρωμές αφίσες των περιθωριακών σταθμών
Που όλοι τις προσπερνούν αδιάφοροι
Μόνο εσύ τις προσέχεις σφυρίζοντας μελωδικά
Μέσα μου σε νιώθω σαν εύφλεκτο υλικό
Σαν μια αποικία από πυγολαμπίδες
Που σηματοδοτούν μ' όνειρα κλεφτά τη γεωγραφία μου

Εσύ που σαν ύπαρξη σκορπιέσαι σε σπινθήρες
Και διαρκώς μου ξεφεύγει το κάρπισμα σου
Στάσου λίγο
Ένα λεπτό μόνο
Μοιάζεις με τον ανεμοστρόβιλο
Κι άλλοτε πάλι σαν σήμαντρο αλαργινό
Ηχείς και κλονίζεις τους μύθους ζωή μου
Κουνάς ξάφνου τους κλώνους σου
Και φυλλώματα πέφτουν στην γη μου
Το σώμα σου ιερά δρυς
Φυλλοβόλο το σώμα σου δέντρο
Σκιά εκεί θα βρω πλατιά
Χώμα εκεί θα σου φέρω γόνιμο
Ρίζα να αναπτύξεις στέρεη
Όλη τη φύση μου να καλύψεις
Με τους δυνατους σου κορμούς
Σαν άνεμος που χτενίζει τα δέντρα να με πλευρίζεις

Πολυμήχανος τεχνίτης εσύ
Στολίζεις το παρθένο μου δάσος
Αηδόνια καλείς κοντά μου
Πεταλούδες λογιών λογιών
Ακουμπάς στους κλώνους μου
Μελισσάκια χρυσά μου ρουφούν τους χυμούς μου
Ευωδιάζω σαν άνοιξη και σε χρήζω δικό μου Θεό

Μπαίνεις στο αίμα μου με κατοικείς
Σε γεύομαι με περιέχεις
Ασπίδα στο χέρι κρατάς
Και χρυσό τόξο
Με αποφασιστικότητα αίλουρου εισχωρείς μέσα μου
Βόλια σκορπάς
Πληγώνεις το μικρό μου το πέλμα
Με διεκδικείς
Περπατώ και σκοντάφτω
Στις μεγάλες που όρθωσες πέτρες
Τα κλειδιά μου μες στην κρύπτη σου κρύβω
Χάλκινη γίνομαι δύση
Τους γρίφους λύνω της νύχτας σε μνημονεύω
Στα θαλερά σου χέρια καρπίζω και πάλι σαν δέντρο λωτού




Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα V



*
Τα σπίτια κυλούσαν
Σαν έλκηθρα στον πάγο
Πουθενά ήλιος
Τα σπίτια συνέχισαν να κυλούν
Φοβόσουν να μπεις στην τροχιά τους
Κρατούσες τα σχοινιά
Και τα αποκαθήλωνες
Στα σεβαστά τους μνήματα
Και ξάφνου μέγας ήλιος πρόβαλε
Και φώτισε τους τίτλους του τέλους!

*
Ήταν μακρυά η πηγή
Η κόρη κούτσαινε ελαφρά
Το λαγήνι στον ώμο της
Μετεωρίζονταν
Με ελαφρά κλίση προς τον λευκό της αυχένα
Εκεί είχε ακουμπήσει το βράδυ
Ο ιχνηλάτης το χέρι
Κι είχε βρει την πηγή των εφηβικών στεναγμών!

*
Έριξε το μαντήλι στα μαλλιά της
Αραχνοΰφαντο
Παρμένο από την σκάλα του γαλαξία
Δώρο εαρινό
Της νυχτιάς εκείνης που του Έρωτα
Πρωτογνώρισε τα μάτια
Χαμογέλασε ικανοποιημένη
Στο γιακά της ένας λεκές
Από αίμα σκούρο
Την έσπρωχνε να διαβεί αγέρωχα
Την σταχτιά οδό των ασφοδέλων
Αθάνατη και επηρμένη νύφη να πλαγιάσει
Στις βραχώδεις κλεισούρες παρέα με τον θάνατο!

*
Έχεις ζήσει ποτέ
Μέσα σε μια κλεψύδρα
Έχεις δει την άμμο απαλά
Να αυλακώνει τα δάκτυλα σου;
Αναδιπλώσου και
Σκέψου τον εαυτό σου
Σαν ένα μικρό έντομο φτερωτό
Που αναζητά κρύπτη στο άπειρο!

*
Έσφιξε την μυρωμένη παλάμη
Της Μαγδαληνής
Ψηλάφισε τις πληγές του
Επουλωμένες τώρα από καιρό
-Με τη νοτιά όμως
Ανεπαίσθητα τον μάγκωναν-
Άνοιξε την κοσμηματοθήκη
Τα καρφιά κλειδωμένα εκεί
Παρήγγειλε μια διπλή αλυσίδα
Να τα κρεμάσει στον λαιμό
Να φοβηθεί ο δήμιος
Να μην τον καταμηνύσει στους σταυρωτές
Αυτός το μόνο που επιθυμούσε
Ήταν μυρωμένες παλάμες να σφίγγει
Και της ζωής τους βοστρύχους σταυρωτά κι ηδονικά να πλέκει!

*
Υπέφερε από καιρό
Από κρίσεις αμνησίας
Ξεχνούσε να κοιμηθεί
Ξεχνούσε να δειπνήσει
Ξεχνούσε την διαδρομή του
Τις νύχτες ανακαταλάμβανε τα κάστρα του
Και εφησυχασμένος παραδίδονταν
Το πρωί σε μέθυσο ονειροπόλημα
Το περίσσιο της τροφής
Το έριχνε στα περιστέρια
Κι όταν κάποιος τον ρωτούσε που πήγαινε
Απαντούσε ευπροσήγορα
Πως ξέχασε το εισιτήριο
Στο παλιό του κοστούμι...
Βλέπεις είχε απολέσει το ρουχισμό του
Στις εκατοντάδες μάχες που είχε δώσει
Μόνο μια ακίδα στο χέρι που και που
Του υπενθύμιζε πως τα σπαθιά του
Ήταν ξύλινα και τα κάστρα του σαθρά κι αμμώδη!

*
Ένιωθε κουρασμένος τελευταία
Το ενδιαφέρον του
Είχε μειωθεί
Αλλά εκείνο που περισσότερο
Τον προβλημάτιζε
Ήταν πως αργούσε
Η είδηση να ρθει
Είχε συνάξει δεσμό αίματος
Με τους αθίγγανους της πολιτείας του
Κι η είδηση - πρόσκληση
Που περίμενε εναγώνια
Ήταν να γίνει δεκτός στα καραβάνια της φυγής
Να γίνει κι αυτός ο αυτενεργός άνθρωπος της φωτιάς!



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Δικαίως σ' έχασα



Κι αν έφυγες
Κι αν ποτέ δεν ήρθες
Παράπονο δεν έχω
Σε πλησιάζω πλαγίως
Δεν σε μέμφομαι
Δεν σε κακολογώ
Απλά και μόνο
Σε αφουγκράζομαι
Σαν λες την προσευχή σου
Γονατιστός
Με τα δυο σου χέρια
Στα βουνά προτεταμένα!

Με πάθος
Σε συλλογίζομαι κρυφά
Κι απ' της μοίρας
Το τροχό ξεφεύγω
Μη γίνεις εφιάλτης
Ο σκληρός ίσκιος του φεγγαριού
Και τον χώρο μου
Δολερά καταλύσεις ξανά
Με τις βαριές σου πύρινες πλάκες!

Στα σύννεφα και στους αιθέρες
Σκέπη ζητώ να βρω
Παρηγοριά στου λαβύρινθου
Το ατελές γύρισμα αποζητάω
Σε πλησιάζω νοερά
Σε μαγνητίζω πεισματικά
Κι επαναφέρω τους δείκτες
Σε χρόνο ενεστώτα
Μήπως φανείς
Σου εκχωρώ την σχεδία μου πάλι
Να μην χάσκει το κενό της απουσίας
Στου βυθού τα κοράλλια και σε αρνηθώ!

Παίρνω κοντύλι μαυροπίνακα
Να περιγράψω τα πάθη μου
Συνθέτω στίχους γαλαξιακούς
Σε λίθινες πλάκες τους λαξεύω
Δεν μιλούν για σένα
Δεν σε ακουμπούν
Είναι παιδιά ορφανεμένα
Που σιωπούν και περίλυπα κοιτούν
Τις σκαμμένες πληγές τους
Παίρνω κοντύλι μαυροπίνακα
Επιθεωρώ το χάρτη
Και κυκλώνω
Τις εκτάσεις και τους λειμώνες που κυρίευσες!

Μέτοικος γίνομαι ανέστιος ποιμήν
Και τη γη που στερούμαι
Δική μου να την έχω επιθυμώ
Παραληρώ και δεν αποτολμώ
Απ' το φάσμα σου να βγω
Να σου φωνάξω δυνατά
Για ύστατη φορά
-Κι ας μην ακούς-
Πως δικαίως σ' έχασα!


Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Μέθεξη (ή πως να θητεύσεις στο άχρονο)



1
Σπαρτά παντού
Να δένουν αρμούς διχτυωτούς
Με το αργιλώδες χώμα
Δέντρα ευθυτενή που λες
Και λάμνουν στον αέρα
Με κλώνους φτερωτούς
Μυστήριο της ώχρας δονούμενο
Να αποκαλύπτεται στους μύστες με τα γυρτά μάτια
Καμμένος ο πάπυρος της Σταύρωσης
Σκιρτά και πάλλεται στης δρυός το αναλόγιο
Ανακόλουθες οι σκέψεις να συνθλίβουν
Το ακούραστο διαρκές...
Μονάχα ένα παράθυρο διπλά μανταλωμένο
Που σαν το ανοίξεις λίγο
Σφιχτά αγκαλιάζεσαι με το Θεό των Νεφελών!

2
Κρωγμοί παντού
Κιτρινοπράσινο φτέρωμα
Του παπαγάλου
Που έμαθε την "καλημέρα" να λέει
Σε υπαίθριες αγορές
Και κοντά σε πλανόδιους θιάσους
Κλουβί σπασμένο
Δάσος σιδερικών
Κι ο ουρανός μαβής
Μην πλησιάσεις την λέξη των λυγμών
Μην την ξεστομίσεις
Αύριο ανοίγει ο κόρφος των γυναικών
Και στη γη καταφτάνει ο άγγελος
Με της πρωίας το μήνυμα γραμμένο στο δεξί του φτερό!

3
Λάμψεις παντού
Χρυσός ο ορίζοντας
Ξιφουλκεί τα κρύα μνήματα
Μαρμάρινη η κόρη
Πιάνει φιλίες και φλερτάρει
Με του κυκλάμινου την ιώδη συστολή
Αναφλέγεται αίφνης ο θρόνος της πέτρας
Χρυσός προβάλλει ο κόσμος
Στα μάτια της μικρής ερωμένης
Ιριδισμοί - πένθος της σκληρής ώχρας
Ζεστά κάτοπτρα να θάλπουν
Φωτοσκιάσεις στα καλντερίμια
Περνάει ο αμαξηλάτης
Με τα πράσινα μάτια
Μοιράζει πανέρια με υακίνθους
Ξυπνά η κόρη περιπαθής να τον προϋπαντήσει
Η Άνοιξη φρουμάζει στους λειμώνες
Χαίτη πολιορκημένη απ' το φως
Αναμετράται με την μέθεξη
Της πρωραίας χαράς και του έρωτα
Δεν νικιέται δεν νικά
Παραδίδεται άλκιμη λιχνίζοντας
Το θαλασσί του αγέρα σε τουλίπες ισχνές
Στο σταυροδρόμι σκοντάφτει
Βαριά η οπλή του αλόγου
Βασιλεύει πλούσια η σιγή της χλόης
Νεράιδες ξυπνούν και θητεύουν στο άχρονο
Κοντράρονται με τα αγκάθια
Και απ' τους ποταμούς ασημένιες
Ανεβάζουν τις πέστροφες
Να τις προσφέρουν θυσία στην οργή της δρακομάνας!

4
Χρώματα παντού
Ουράνια τόξα διπλά
Να απομυζούν το λαγήνι του ήλιου
Σε κοιλάδες ιστορούμενες
Από αυτόχειρες ποιητές
Στέκεις στο φρύδι του γκρεμού
Κάτω απλώνεται η χαράδρα
Με άσπρα και κίτρινα κρινάκια
Κεφάτες λαδανιές
Κι άγριες ορχιδέες
Μεταλαμβάνεις λυτρωμένος
Το σώμα και το αίμα του φωτός
Απ' τα σπλάχνα του Αχελώου
Στου Μάρτη τους διάστικτους ουρανούς
Πλουμιστοί χαρταετοί παρελαύνουν
Χέρι - σχοινί να ανεβαίνει
Η ψυχή στα ύψη
Και στις νεφέλες τον όρκο να δίνει
Της σιωπηρής των ονείρων επανάστασης
Σε παλέτες λαμπρών χρωμάτων
Βυθίζεται ηδονικά της πνοής το πινέλο
Σχέδια με την αχλή της ζωής
Αναπάλλονται στον καμβά
Προσωπογραφίες των υδάτων ρευστές
Καθρεφτίσματα κύκνων πριν την ένωση
Ματαιόδοξα χαμόγελα καλλονών
Χρώματα αναρριχητικά παντού
Να παίρνει το παιδί στη παλάμη του μέσα
Και ευθύς ο κόσμος να γεμίζει
Κλώστρους και πλοκάδια ανεβατά της αγάπης κλήματα!





Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Θαυματοποιός έρωτας



Θα βγω στους δρόμους τ' ουρανού απόγευμα Κυριακής
Τη θερινή ομπρέλα μου ανεμίζοντας στον νοτιά
Τα σύννεφα του δειλινού να συναντήσω
Αυτά που οι εραστές αρμαθιές -αρμαθιές παίρνουν
Και γνέθουν στου Σφεντόνη το σπήλιο κρυμμένοι
Με καρτερία να φτιάξουν ψιλοκλωστής κουβάρι
Με αυτό να υφάνουν σε δρύινους αργαλειούς
Σεντόνια λαγνείας του έρωτα τις έμπυρες φωλιές
Να βουλιάζει πάνω τους θηλυκωτά ο σπόρος της ζωής
Με ράμφη και ακρόνυχα αηδονιού να μελώνουν
Να φτερουγίζει στις πτυχές τους ο ροδομάγουλος τοξότης
Και κλεφτά της κόρης να αρπάζει και να σκίζει το μεσοφόρι
Γιατί είναι θαυματοποιός ο έρωτας μεγάλος
Και στήνει γιορτές βακχικές στης καρδιάς το ουράνιο σανίδι

Απόγευμα θα βγω με χρυσά στάχυα και πενάκι στο χέρι
Στα σύννεφα να πλεύσω με καράβι τρικάταρτο παριανό
Μου έχει περισσέψει ένα κομμάτι ονείρου απ' το αστρικό περιβόλι
Ένα καρβέλι γιορτής κεντητό απ' το χέρι της μάνας μου
Κι ένα πιατάκι ψίχουλα που τα περιστέρια δεν πρόλαβαν να φάνε
Γιατί τα σύννεφα του δειλινού ανέκαθεν ως γνωστόν
Πεινούν ομορφιά άρτο άζυμο κι έρωτα σκοτεινό
Τι κι αν τα κλείνουμε στις χρυσές κορνίζες της κάμαρας
Τι κι αν τα ξελογιάζουμε με της αλκυόνης τις αμυγδαλιές
Και σε παραθυρόφυλλα ξεφτισμένα απ' την αρμύρα τα ακουμπάμε
Τα σύννεφα εξακολουθούν να πεινούν έρωτα σκοτεινό
Αυτόν που κάποιος μάγος τον είδε με βαρκάκι να αράζει σε μιαν ξέρα
Κι απ' την γη ξάφνου φύτρωσαν του Απρίλη οι λευκές καμπανούλες

Είναι θαυματοποιός ο έρωτας και μέγας στιχοπλόκος
Ανοίγει της καρδιάς τα λεξικά παίρνει λέξεις ανάκατες
Και φτιάχνει με απέθαντο μελάνι τραγούδι αθάνατο
Μπαίνει σε καφενεία και συνομιλεί με τους φυγάδες
Της αρνησιάς την τέφρα ξεσκονίζει απ' το μανίκι τους
Γιατί είναι ζωοδότης ο έρωτας κι απ' το ποτό του ξεδιψούν οι εραστές
Ανακατεύει ροδόσταμο αίμα ερωδιού κλωνάρι μυρτιάς
Χυμούς από άγουρο καρπό και φτιάχνει φίλτρα μαγικά
Να μεγεθύνει την διάρκειά του να παίξει με τα μαύρα ματοτσίνορα
Κι όταν απ' τα σύννεφα κατέβει και στην γη έρθει γίνεται
Ακλόνητος σκοτεινός κι αμείλικτος
Αγκίστρια κρατά αντί για ρόδα
Με καρφιά σε σταυρώνει
Ανταρεύει το αίμα και την ρόγα του σταφυλιού κρουστή την κάνει
Γιατί είναι μέθυσος ο έρωτας και διονυσιακές τιμές ζητά
Ασυγκίνητος μένει αν σε δει σε μια σχεδία μεσοπέλαγα
Στους κυματισμούς να χάνεσαι
Γιατί είναι απόλυτος ο έρωτας με θηλιά θανάτου σε απειλεί
Παίρνει γύρη απ' τις ελατοκορφές την σκορπά ολούθε
Κι όποιος έναν μόνο κόκκο αγγίξει φωτοστέφανο
Στην κόμη του γίνεται κι η αθανασία το σώμα του ζηλεύει
Γιατί είναι θαυματοποιός ο έρωτας μεγάλος
Και στήνει γιορτές βακχικές στης καρδιάς το ουράνιο σανίδι

Έλαβε μέρος στο 2ο συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε 
η φίλη Αριστέα με υποδειγματικό τρόπο καταλαμβάνοντας 
την 2η θέση και ισοβαθμώντας με την φίλη Έλλη
Την πρωτιά κέρδισε η άστεγη καταληψίας Κλαυδία.
Διακριτό σημείο όλων των συμμετοχών ήταν η ποιότητα 
η ευρηματικότητα και το πλούσιο ύφος!



Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα IV (σε δυο κύκλους)



*
Σε βρήκα κρυμμένο
Πίσω από μια συστάδα βρύων
Χέρια πρασινωπά σαύρας
Σκελετός πύρινων δέντρων
Μάτια ευθύβολα του σκότους
Να με παρατηρούν!

Πίσω από τις λειχήνες ήσουν
Και κουβέντιαζες νοσταλγικά
Με το ασημένιο περίβλημα
Ενός τζιτζικιού που παιδί ακόμα
Έκλεισες -στο παιχνίδι σου απάνω
Ερμητικά μέσα σ' ένα σπιρτόκουτο!

*
Κάποια στιγμή
Σούρουπο ήταν αν δεν απατώμαι
Εμφανίστηκε στον ουρανό καταμεσής
Στεφανωμένη με φίδια κι ερπετά
Η μικρή Ευρυδίκη
Όμορφα δακρυσμένη να σε προσμένει!

Μην κοιτάξεις πίσω
Πάνω να θωρείς
Στρώσε στο αλώνι σου
Κιλίμι πλουμιστό
Κι όταν έρθει η νύχτα
Παίξε στην λύρα σου
Τον πιο εύθυμο σκοπό της καρδιάς
Όραμα ήταν και μια υπενθύμιση
Όταν εσύ την μνήμη σου βίαια απώλεσες και εχάθης!

*
Οι κροκάλες γυάλιζαν
Στον ήλιο κι έσβηναν την αρμύρα
Από τους πόρους του στήθους τους
Πήρες μία τυχαία πέτρα
Στρογγυλή λεία χωρίς τραχιές εσοχές
Αυτές που αιχμαλωτίζουν το φως και το εκτρέπουν!

Πάνω στην πέτρα είπες
Θα ζωγραφίσω ένα φεγγάρι ολόγιομο
Και δυο εφήβους
Με χάλκινους βοστρύχους
Να έρχονται οι κόρες το μεσονύκτιο
Στην παραλία τον έρωτα να ψάχνουν
Με μάτια αστραπής σαν προβολείς πλοίου
Ολόγιομο ένα φεγγάρι θα φτιάξω
Αυγουστιάτικο
Να μην σκοντάφτουν
Πάνω στα σκληρά χαλίκια οι νέοι και πονούν
Αυτοί που καρτερούν ένα ιστίο να φανεί
Και αντ' αυτού μες τη νύχτα αντικρίζουν
Τα πέλματα τους αδειανά και υπόλευκα σαν φέρετρα νηπίων!

*
Εξόκειλες αίφνης ώρα νυχτερινή
Σε άγνωστα λιμάνια
Τραβηγμένος κι αιχμάλωτος
Από οχτάπλοκα πλοκάμια εκδίκησης!

Είχες ξεχάσει ηθελημένα
Το κλεισμένο σε μπουκάλι φυσητό
Προειδοποιητικό μήνυμα
Πως η θάλασσα αμαρτάνει
Όταν οσμιστεί και γροικήσει το αίμα
Της μικρής φώκιας
Στον λιμενοβραχίονα
Της παράκτιας πόλη σου θυσιασμένο!

*
Απέκοπτες μίσχους και φυλλώματα
Χειμωνιάτικων λουλουδιών
Με δάκτυλα ψαλίδια τα νέκρωνες
Ανενδοίαστα χαμογελούσες
Αν και παιδί ακόμα
Επιτελώντας έτσι την χειρουργική σου άσκηση!

Μετά από χρόνια στην επαρχία
Στον ιδιωτικό σου χώρο
Μάζευες λογής λογής ανθογυάλια
Τα στόλιζες επιμελώς
Μόνο με αμάραντα πλαστικά άνθη
Τα αληθινά βρίσκονταν στην πρασιά
Έξω στον κήπο σου
Κι ο κηπουρός που ήξερε καλά
Τις συνήθειές σου
Με αγκαθωτό σύρμα τα περιέφραζε
Σε είχε τρακάρει
Γεναριάτικο δειλινό
Πάνω απ' τους τάφους των γονιών σου
Να σπάζεις τα μάρμαρα χίλια κομμάτια
Έχοντας για λοστό ένα μπουκέτο ολάνθιστες ανεμώνες!



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα ΙΙΙ



*
Ξεκουράσου
Τώρα η γη βλασταίνει
Και το σώμα σου
Κηλίδα στο χώμα
Ψιθυρίζει έντρομο
Πως έρχεται η σπορά!

*
Ξήλωσες τις ράγες
Το τρένο που θα περάσει
Θα έχει συρμούς
Τα δυο σου χέρια!

*
Η Παναγία των ψαράδων
Ζει σ' ένα εικονοστάσι
Στην Τένεδο
Την είδα κάποιον Αύγουστο μήνα
Βουβή να ράβει τα δίχτυα
Και να δακρύζει!

*
Πως χρωμάτισε σκληρά
Η ηλικία το πρόσωπό σου
Και καμιά σταξιά δεν έσταξε
Στο νεανικό σου βλέμμα!

*
Φτερουγίσματα άκουσα
Στον ύπνο μου
Ανασήκωσα το μαξιλάρι
Κι είδα εκεί
Τα σαντάλια του Ερμή λασπωμένα
Τα φόρεσα και βάδισα
Τον δρόμο προς την θέωση!

*
Όταν σε βρήκα
Ήσουν απόκοσμος
Είχες για μάτια
Δυο φεγγάρια
Και απ' το στήθος
Κρατήρες ξεπηδούσαν
Σ' αγάπησα όμως παρότι υπήρξες
Ένας ετερόφωτος κι άνυδρος πλανήτης
Ήσουν εσύ!

*
Μυδράλια τα μάτια σου
Σημάδευαν ηλίανθους
Και του κισσού
Το ελικοειδές δίκτυο
Εραστής εσύ του Ήλιου
Ποτέ δεν αποδέχτηκες
Αντίζηλους κι ανταγωνιστές
Στον ηλιοτροπισμό σου!

*
Ακούστηκε σύρσιμο φιδιού
Έβγαλες το πουκάμισό
Να προφυλαχτείς
Ματαιοπονούσες
Ο παραδείσιος όφις
Ήταν αυτός που πρώτος
Διαχώρισε την θέση του
Απ' την αυτοκρατορία της γυμνότητας!

*
Αποσύρθηκες στο δωμάτιό σου
Να στιχουργήσεις
Δεν ήξερες πως οι στίχοι
Και τα αειθαλή όνειρα
Σκαλίζονται αρχέγονα
Στα παγωμένα παγκάκια
Των εφήμερων υποσχέσεων!

*
Χόρευες περιτριγυρισμένος
Από ειδώλια
Ξεχασμένων Θεών
Σε μια στροφή λεβέντικη
Του σώματος
Γλίστρησες κι ανασκολοπίστηκες
Πονεμένος τότε αντίκρισες
Την φύση γύρω
Σε μια παρατεταμένη στύση!

*
Μάζευες άγριες ορχιδέες
Σε μέρη απόκρημνα
Κι απάτητα
Τιμωρός εσύ της σκυτάλης
Απέκοπτες ακόμα και τους βολβούς
Να μένει η γη στεγνή
Από θησαυρίσματα
Κι εγώ λυτρωμένη παρακολούθησα
Την με καλύπτρες σταύρωση σου
Στον ζωογόνο κορμό της λατρείας!

*
Ξεκουράσου
Τώρα η γη βλασταίνει
Και το σώμα σου
Κηλίδα στο χώμα
Ψιθυρίζει έντρομο
Πως έρχεται η σπορά!




Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα II



*
Το σμαράγδι των ματιών σου
Είναι ρευστό
Γι αυτό δακρύζει τόσο 
Η προσωπογραφία σου!  

*
Απ' την κλειδαρότρυπα
Έμπαινε μια δέσμη φωτός
Είχες αφαιρέσει το κλειδί
Θέλοντας να αφήσεις λίγο φως
Να εισχωρεί κλεφτά στην φυλακή μου!

*
Το μεγάλο αυτό πουλί
Που κοιτάς τόσο επίμονα
Δεν είναι αργυροπελεκάνος
Είναι κόνδορας
Ήρθε από μέρη μακρινά
Κι εσύ του άλλαξες ταυτότητα
Δεν φοβήθηκες; 

*
Με το χρησιμοποιημένο μου κραγιόν
Ζωγράφισες έναν κύκλο
Στον καθρέφτη
Κι ύστερα αποσύρθηκες
Στον κοιτώνα των ξένων
Εκεί σε βρήκα κρεμασμένο! 

*

Στα οχυρά του Μαλεβού 
Έχω κρύψει γραμμένο σε πάπυρο
Ένα μυστικό
Ίσως το βρει η αργυρή σελήνη
Κι αποφασίσει μετανιωμένη
Να μην ανατείλει στο σώμα μου ξανά!

*
Αυγουστιάτικο δειλινό
Χτύπησαν οι καμπάνες
Δεν καλούσαν στη λειτουργία
Ήταν που οι θημωνιές
Άναψαν νυχτερινό πυροφάνι
Και ξεστράτισαν στο πέλαγος!

*
Στο δρόμο ψυχορραγούσε ένα σκυλί
Η γαρδένια που έμοιαζε με δέντρο
Μαράζωνε κίτρινη στο μπαλκόνι
Φόρεσες το καινούριο σου πουκάμισο
Να πας σινεμά
Έπαιζε μια ταινία εποχής
Με άμαξες και καραβάνια
Να γλιστρούν ξέπνοα στην σκόνη!

*

Η υγρασία διαπότισε τα τοιχία
Τράβηξε γραμμές οριζόντιες
Και κάθετες στην οροφή
Εκεί στήνουν τώρα το βασίλειο τους  
Γελαστά χελιδόνια
Και περήφανοι πελαργοί
Πριν αποδημήσουν φτερίζοντας 
Στους αμπελώνες των ονείρων μου!

*

Την κάμαρά σου είπες
Την φωτίζει μόνο ένα λυχνάρι 
Την περίοδο της Κατοχής 
Ένα λυχνάρι αρκούσε 
Να προδώσει τους συνδέσμους των Αγγέλων!

*
Η νύχτα έγερνε ερωτικά στο μπράτσο σου 
Της πρότεινες έναν χορό 
Βιάζονταν να φύγει 
Στου κάτω κόσμου το σαλόνι 
Αγρυπνούσαν οι φύλακες
Με τα κεχριμπαρένια κομπολόγια 
Να ακούσουν το άγγελμα των πρωινών ασμάτων
Απ' τα ραδιοκύματα του ουρανού!

*
 Αναχωρητής ήσουν
Δεν έμπαινες στο χωριό
Οι κοπέλες καρτερούσαν 
Με τα κάνιστρα στα χέρια 
Να σε κεράσουν μαύρα κεράσια 
Κι εκείνο το κόκκινο κρασί 
Την τέφρα της φυγής να απολησμονήσεις!

*
Το σμαράγδι των ματιών σου
Είναι ρευστό
Γι αυτό δακρύζει τόσο 
Η προσωπογραφία σου!  



Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω



Έχει γαλήνη κι είναι άλκιμο το γυμνό σου σώμα
-Αν και εξουθενωμένο απ τη πυρά της λαγνείας
Και απ' το ατίθασο άτι της ηδονής λαχανιασμένο-
Παύει να διακοντίζεται με το αγρίμι του πάθους
Ημερεύει και μερώνει σαν ηφαίστειο νήσου ανενεργό
Έχει γαλήνης φτερωσιά και όγκου στερείται
Όταν μετά τον έρωτα κατέρχεται άυλο σχεδόν
Σαν φωνή μελωδού σε ύμνου παύση
Στους λειμώνες του μεταξιού και της μελάνης
Ικανοποιημένο και θεϊκό να αποθησαυρίσει
Σαρκώδη όνειρα -της νύχτας οξύτονους φθόγγους!

Κι εγώ μόνη στο πλάι σου ξαναμμένη χτυπώ
Οργιαστικά το χρυσό ντέφι της νύχτας
Αποσκοπώντας ενδόμυχα σαν κρυφός κυνηγός
Να αποσπάσω έστω κι ένα
Μπακιρένιο λάφυρο κι ας ειν' καρφί
Απ' του Έρωτά σου την ανισοσκελή σκαλωσιά
Απαντοχή να πλουτίσω και καρτερία να οπλιστώ στα ύψη!

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω
Κι ας φουρτουνιάζει πίσω απ' τις κουρτίνες μου
Ο διττός ωκεανός της αμφιβολίας
Άγκυρα να ρίξω στου στέρνου σου τον όρμο
Να πιαστώ αιχμάλωτη σαν πάνω σε ιστίο
Από τα μυώδη μπράτσα σου
Περιπλανήθηκα πολύ στην μοναξιά
Κρύωσα στους πόλους γυμνή
Εφτάψυχη έγινα κι αμαρτωλή ακροπατώντας στα πεδία της θλίψης
Σήμα κινδύνου εκπέμπω τώρα
Φωτιά ιθαγενών προσανάβω με δρυς
Λαχούρι τυχερό περνώ στον ώμο
Να σε έχω πάλι δίπλα μου έστω σαν σκιά
Και σαν οργαντίνα της γιορτής στην κάμαρά μου να διεισδύσεις
Βεντέτα να μην στήνω με της γαλήνης τα νούφαρα και τα μαραίνω!

Χτυπώ το ντέφι ξαναμμένη μην φύγεις
Χαρτωσιά τσιγγάνικη ρίχνω μην αφανιστείς
Παλάμες εξερευνώ τις χαμένες πατρίδες σου
Στην επιφάνεια να ανεβάσω ξανά με της ψυχής την παλίρροια
Σείεται η κουρτίνα χωρίς ριπή ανέμου
Φοβάμαι αναριγώ στο κενό γραπώνομαι
Λεβάντες μην γίνω και στο άγνωρο χαθώ
Το κηροπήγιο φλογίζεται χωρίς σπινθήρα
Κρύβομαι σε αράχνης γκρίζους ιστούς
Αποκαΐδι μην γίνω -στάχτη φτηνή σε μαγκάλι ψυχρό
Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να προσαράξω
Να μην βλέπω τεμαχισμένη την εικόνα μου
Στα κάτοπτρα του κύματος και στου αφρού την δαντέλα
Η Αρμύρα ξέρεις με έχει διαποτίσει από παιδί
Και ήρθε ο καιρός γλυκόπιοτα να πιω το νέκταρ
Στο ραγισμένο απ' την λήθη κρασοπότηρο
Να γαληνέψει πια ο άνεμος της ψυχής
Γκρεμούς να μην βλέπω κι ύφαλους στις γκρίζες κόρες των ματιών σου!


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Εκστρατεία



*
Είπες πως ο Θεός κατοικεί
Στις φλέβες των μικρών παιδιών
Κι έσκισα το πουκάμισο μου βιαστικά
Να περιδέσω το φωτοστέφανο
Που αιμορραγούσε στα ανοιχτά τους χέρια!

*
Κι ύστερα ήρθαν οι κοπέλες
Με τα κρινολίνα
Και τις χάλκινες τιράντες
Σουσάμι να ρίξουν
Στους άζυμους άρτους των αγγέλων
Να προσπορίσουν λίγο μ' αυτούς
Τους πληβείους του γαλάζιου σύννεφου!

*
Η μέρα προχωρούσε
Η βροχή δυνάμωνε
Στο ντιβάνι η τσιγγάνα
Έριχνε τα χαρτιά επί ματαίω
Η ντάμα έπλεκε βουβή
Το πουλόβερ του χειμώνα
Με ανεβατές βελονιές
Μην και παγώσει γυμνό
Το ντέφι της νύχτας στους καταυλισμούς!

*
Κοιτάχτηκες στο καθρέφτη
Ένα πεφταστέρι κρυφόπαιζε
Στον ώμο σου
Εκεί που παλιά φύτρωναν
Τα φτερά του έρωτα
Το αποσιώπησα με ένα μειδίαμα
Μην και προδώσω τον κρυφό διαιρέτη της εικόνας σου!

*
Κι αν τα βουνά είναι σκληρά
Τα διαρρέουν ρυάκια
Που υποσκάπτουν την περηφάνια τους
Γήλοφοι γίνονται
Μόλις η ομίχλη αγγίξει
Το βραχώδη στέρνο τους με τη χλομή δαντέλα της!

*
Γεμίσανε αμαρτίες
Οι ταπεινές παπαρούνες
Όταν εσύ διέγραψες ένα κύκλο
Γύρω απ' τη περιφέρεια τους
Να περιφράξεις εκεί τα φιλιά της προδοσίας
Που την ύστατη ώρα δεν δόθηκαν!

*
Έχτισες ένα μεγάλο σπήλαιο
Απομόνωσης
Κι έβαλες στην είσοδο
Δυο μυκηναϊκές πέτρες
Έλειπε ο λέοντας
Κάποιοι είπαν πως εξέπνευσε
Μπήγοντας ηλεκτροφόρα στεφάνια
Στου θηριοδαμαστή το παγωμένο μέτωπο!

*
Στην ανασκαφή βρέθηκε
Μια μισοσπασμένη υδρία
Δεν περιείχε τιμαλφή
Ούτε κτερίσματα
Μόνο μια χτένα χρυσή
Να χτενίζονται οι κορασίδες
Σαν κατέρχονται με κόντρα άνεμο στον Άδη!

*
Απόρησες πως έτη φωτός
Μακριά το φεγγάρι
Μπορεί και συντρέχει
Τους ερωτιδείς και τους ποδηλάτες
Που έθαψαν το αρμυρό δάκρυ τους
Στο αρμυρίκι της ακτής!

*
Η ράφτρα σου
Σου έφτιαξε ένα φόρεμα
Με μια μπουτονιέρα στο πέτο
Όταν το φόρεσες
Οι μίσχοι των λουλουδιών
Μεγάλωσαν ξάφνου
Και τα πέταλα θρόισαν ρυθμικά
Σκοπούς για έρωτες επιλήσμονες!

*
Ρακένδυτος βγήκες στο παζάρι
Να αγοράσεις
Δυο ζευγάρια μεταξωτές κάλτσες
Ήθελες να στολίσεις
Τα σαντάλια της Άνοιξης
Που βρέθηκαν λυτά στην αυλή σου
Τη χειμωνιάτικη βραδιά που άνοιξαν
Οι κατακόμβες των νεφών τις πύλες τους!

*
Τα πλοία έφυγαν χωρίς προορισμό
Έχοντας στοιβαγμένα στα αμπάρια τους
Δέρματα αθώων αμνών
Που θυσία έγιναν για τα κορίτσια
Τα προορισμένα να γεμίσουν
Τους ασκούς προς τον μεγάλο πλου της εκστρατείας!

Με αφορμή την πρωτοβουλία που ανέλαβε η ιστοσελίδα bibliothegue
με διεύθυνση:http://bibliotheque.gr/?p=32749  και απώτερο σκοπό
τη συγκέντρωση ολιγόλεκτων κειμένων


Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Διαφυγή



Που να σταθώ να μην με φτάνεις
Ακούω τον αέρα
Κι οι αισθήσεις παραλύουν
Την αύρα σου φέρνει
Μοσχάτη ρόγα στα χείλη
Κυρτώνω τη παλάμη
Και σε αγγίζω
Με πονάς
Ολομέθυστη με μάτια κόκκινα
Εκλιπαρώ να θραύσω
Μεταξιού ζωνάρι που στη μέση φοράς
Γυρισμού μαντήλι να υφάνω
Να κλείσω μέσα το αντίο
Πριν χαθείς
Σε καραβιού μπουκαπόρτα
Διπλό δένω κόμπο
Να δαμάσω το χρόνο
Που σκόνταψε
Στην απόγνωση
Του τελευταίου βλέμματος
Ακολουθώ τις πορείες
Των λευκών παρενθέσεων
Μαζί μου να σε πάρω ξανά!

Που να σταθώ να μην με φτάνεις
Ανασκιρτά η χλόη στο διάβα σου
Τα πολυρίζια ανοίγουν στοές
Στη γεωγραφία του σώματος
Αφήνομαι στο κενό
Ζυγίζοντας με ακρίβεια
Τις αντιφάσεις του χώματος
Σε χρόνο παρελθόντα ριζώνω
Για να έχω ξανά των ματιών σου
Τον άχρονο κεραυνό
Επανέρχεσαι δριμύς
Σαν πολιορκητής
Μετοικίζεις το αίμα μου
Με καταδιώκεις με κατακτάς
Κι εγώ άνευ όρων σου παραδίδομαι
Γυρίζω τους δείκτες
Πληγώνω τις ώρες
Και σ' ακολουθώ
Νυχτοπεταλούδα
Που χνούδι στο δάκτυλο αφήνει
Ακολουθώ το χνάρι σου
Στον κόσμο σου μπαίνω
Χωρίς να σ' έχω!

Που να σταθώ να μην με φτάνεις
Στέκεσαι σαν ανεμοδείκτης σε στέγη κυρτή
Κι αγωνιωδώς περιστρέφεσαι
Σε αγγίζω και ξάφνου σε χάνω
Χάνεσαι και γυρνάς στην ομίχλη
Σε κρυστάλλινο παλάτι κατοικείς
Ξεγλιστράς σαν ψήγμα υδραργύρου
Δεν έχεις μορφή
Ξεγλιστράς
Το σώμα σου αέτωμα ναού
Που το φλέγει το φως του σύθαμπου
Κι άλλοτε πάλι
Μνημείο το σώμα σου
Εκτελεσμένων ηρώων
Βάγια δεν απόθεσα στην τελετή
Δάκρυ δεν κύλησε στη δέηση
Σου στερώ τα χάδια
Που μυστικά καρτερούσες
Κι όμως
Μέσα στις κοιλάδες της μνήμης
Σε εικονίζω
Δεν ξεχνιέσαι
Πηγή διαβατών γίνεσαι
Βεργούλα αγριοτριανταφυλλιάς αγκαθωτή
Βαγιόκλωνο του Μάη
Κι εγώ πλημμυρισμένη απ' τα αρώματα
Δρυμούς ομορφαίνω μόνο για σένα


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Χελιδονίσματα


Έλαβε μέρος στο συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε υποδειγματικά 
η αγαπημένη φίλη Αριστέα με υπέροχες και αξιόλογες συμμετοχές 
καταλαμβάνοντας την δεύτερη θέση
Ευχαριστώ όλους τους φίλους είτε το στήριξαν είτε όχι
Νικήτρια στο συμπόσιο άλλωστε ήταν η ίδια η ποίηση! 

Από παιδί έπαιρνα
Ξυλαράκια διαλεχτά και λάσπη νωπή
Που τα χελιδόνια άφηναν στις αυλές μου
Κι έφτιαχνα φατνώματα φιλόξενα ζεστά
Με παιδικά χαμόγελα τα στέριωνα
Να δέσει ο ιστός σφιχτά να κρατηθεί
Τόποι ιεροί του ήλιου υποστατικά
Μ' ευλάβεια εκεί  ακουμπούσα σαν τύχαινε
Τη κρύα ανάσα των παιδιών και των μανάδων
Με τις γρατζουνισμένες απ' το νύχι της ορφάνιας καρδιές!

Στου χάρτη τα οροπέδια με τις μηλιές
Και στις κοιλάδες με τις φιδίσιες κόρες
Έχτιζα μαστορικά τις δικές μου Βηθλεέμ
Χάραζα μονοπάτια πέτρινα ξενώνες φιλικούς
Και ανθισμένες έβαζα εκεί αμυγδαλιές κι αμπέλια
Να ξεκουράζεται στην ομορφιά το μολύβι του πολέμου
Γέννηση να γίνεται φούλι λευκό στο πέτο
Άστρο αφέγγαρης νύχτας λαμπερό
Που τους μάγους θεϊκά θα οδηγήσει και πάλι
Στις ποντισμένες στα βύθη της χαρά και της γαλήνης χώρες!

Χαμογελούσαν τα παιδιά μειδιούσαν τα βρέφη στο λίκνο
Οι μεγάλοι σώπαιναν σαστισμένοι - τι να πουν;
Κι εγώ στην ακροποταμιά της νοσταλγίας
Χαλικάκια λευκά συνέλεγα πετρούλες μεθυσμένες
Σημάδι για να βάλλω σταθερό μην χάσουν τα παιδιά τον δρόμο
Στη χώρα του Ποτέ για να μπουν ξυπόλητα κι ωραία
Το χορό να αρχίσουν με βήματα δωρικά
Πάνω στο χρυσό μιντέρι του ήλιου να ζεσταθούν
Χελιδονίσματα να ακουστούν αγγελτήρια της Ειρήνης
Σύναξη ουράνια των ονειροπόλων της γης
Γιατί εμείς τους κήρυκες των μαχών
Σε αγγέλους τους μεταμορφώσαμε χαλύβδινους
Να ψάλλουν ξανά το "επί γης ειρήνη" στους οπωρώνες
Λουλούδι Αμάραντο του Αγάπανθου εαρινή συστάδα
Μες του κόσμου τον τρύπιο κρόταφο ρίζες βαθιές να απλώσει!



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Μαθητεία στον κόσμο



Σπόρο τον σπόρο μάζεψα
Απ' της γης τη μήτρα
Του ροδιού τα σκόρπια μάτια
Νυχάκια βελούδινα θαρρείς
Άτυχου βρέφους
Που το μαστό βυζαίνει της εξορίας
Και σε πλίθινους πάνω κεράμους
Στο κλάμα σπαράζει
Βρέφος ανυπεράσπιστο σαν νεοσσός
Στη σκληράδα προσκρούει της μοίρας
Όταν νιώσει το μπλάβο αίμα του κορακιού
Να αναπηδά ίδιος κρουνός στην αυλόπορτα της καρδιάς του

Πέτρινος μαστός με λιγοστό το πρωτόγαλα στα πεινασμένα χείλη 

Χάντρα την χάντρα σκόρπισα
Της πίκρας το μενταγιόν
Στης Κυρά - Θάλειας το πηγάδι
Κισσού στεφάνι έπλεξα
Και ποιον να στολίσω;
Χλόμιασε το μέτωπο
Γυμνώθηκε ο ουρανός
Και μια αγκίδα μπήχτηκε
Στο αριστερό μου πλευρό
Όμοια ερπετού σαϊτιά
Του δέρματος δηλητηριάζοντας την περγαμηνή
Εκεί που έμαθα να ιχνηλατώ τα πρώτα της αγάπης ψηφία

Τρωτός ο λόγος της ζωής που κάθε χάραμα παραδίδεται 
στο θειάφι του ηφαιστείου αμαχητί 

Κόκκο τον κόκκο συγκέντρωσα
Σε φυσητή κλεψύδρα
Τις αμαρτίες της θάλασσας
Σε σώμα γοργόνας
Ήπια της ηδονής το απόσταγμα
Ακουμπώντας στου ανέμου
Το περικάρπιο μακριά κίνησα να πάω
Χρησμό να φέρω
Και βοτάνι ερωτικό
Για τους εραστές που στις παλάμες του κύματος βύθισαν τα κεριά

Καράβι βυθισμένο αρμάτωσα και σε σπήλιο κρυφό αποτραβήχτηκα 
ταγμένη του ξεριζωμού 

Ρίζα την ρίζα φύτεψα
Σε χωμάτινο πεζούλι
Της αγράμπελης τον αναρριχητικό άρωμα
Στο έδαφος μετά στάθηκα
Ευτυχής και πλήρης
Μέρισμα ομορφιάς χαρίζοντας
Στις κάτω πύλες του κόσμου
Νέα πορεία χάραξα
Ολάκερη στο εαρινό φως να βυθιστώ
Απ' τα πέλματά τη σκόνη τίναξα
Και διπλά έβαλα καρφιά
Στης λήθης τα σκοτεινά μάνταλα ποτέ να μην ανοίξουν

Φτερά καψαλισμένα απ' την λάβα φορώ διάπυρη να ανέβω  
στο πελαγίσιο κατάρτι όπου σε αντίκρισα για πρώτη φορά 



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

εις μνήμην



                                            Στο δικό μας παιδί τη Σάρα 

Πρώτα δηλητηριάστηκαν οι τρύπιες παντοφλίτσες του
Σαντάλια θα τα έλεγες σαν αυτά που φορούν
Οι αρχάγγελοι που τον ύπνο του συντρόφευαν τις νύχτες
Πρώτα αυτές λιποθύμησαν
Χάρισμα της μάνας του απ' τον προηγούμενο Δεκέμβρη
- στων Χριστουγέννων την ελατοκορφή στολίδι -
Ένα δώρο καρδιάς χωρίς φιογκάκια κι ασημένιο περιτύλιγμα
Περιττά κι επίπλαστα δεν θα τους ταίριαζε
Στα παζάρια που το αγόρασε βλέπεις οι αλήθειες κι οι πόνοι
Είναι πάντα γυμνές κι αναλλοίωτες στο ψιλόχιονο της εγκαρτέρησης
Στα παζάρια της φτώχειας όλα ανθρώπινα και μεγαλειώδη
Γιατί εκεί μάθε το καλά
Δεν διαπραγματεύονται τίποτα άλλο παρά μόνο μια δέσμη χαμόγελα
Που οι καρδιές τα αναγορεύουν σε υψηλά ιδανικά
Ιδανικά που οι πουπουλένιοι από υπάρξεως κόσμου αποποιούνται!

Ύστερα δηλητηριάστηκε το λουλουδάτο του φόρεμα
Πέπλο θα το έλεγες που ακριβονύφη το φόρεσε
Στης γιορτής της τα ανθοστέφανα
Ύστερα αυτό λιποθύμησε
Χάρισμα του έαρος και της αγαπημένης του Περσεφόνης
Αισθαντικό φόρεμα πλήγιαζε στο κρύο σαν κομμένος σταλαγμίτης
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη να του παρασταθεί
Να αποκόψει λουλούδια ζεστά χλόη στεγανή ήλιου εσθήτα να φέρει
Να το σκεπάσει
Να το ενδύσει
Να το ζεστάνει με το άγιο της χνώτο
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη χέρι ζωής να απλώσει στη φλέβα του
Κι ήρθαν του χειμώνα οι ορδές κι ύστερα έφτασαν οι σιδεράνθρωποι
Με τις φρικτές πανοπλίες και μαζί τους το πήραν
Πριν ακόμα μπορέσει να ξεστομίσει την πικρία του μυστικού του στον δικό του Θεό!

Και στο κατόπι τελευταίο δηλητηριάστηκε το πλεκτό του σκουφάκι
Όστρακο θα το έλεγες απ' τις απάνεμες θάλασσες της πατρίδας
Που μια καλοκαιριά η παλίρροια το ξέβρασε στην ακτή
Στο τέλος αυτό λυποθύμησε
Χάρισμα της εκατόχρονης γιαγιάς του σε πλέξη κοτσίδα
Σαν εκείνη των πειρατών που άμαχους δεν άγγιξαν μόνο πραμάτειες πήραν
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Με μια μικρή τρυπούλα να εισβάλλουν
Ανεμπόδιστα τα παιδικά όνειρα κι οι μνήμες του αίματος
Αίμα άλικο και λαθραίο όπως το βάφτισαν οι κρατούντες
Ίδρωνε από τρόμο και ξενιτιά το μικρό κεφαλάκι
Δεν λυγούσε όμως μυρτιά παιρνούσε στο αυτί και κρυφογέλαγε
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Λίγο στραβό στην δεξιά πλευρά
Κι αυτό ήταν το σημάδι - πως να το κρύψει;
Αυτό ήταν το μοναδικό τρωτό σημείο
Κι εκεί χτύπησαν οι αχυράνθρωποι και μαζί τους το πήραν παντοτεινά
Ταξίδι του έταξαν να το ξεγελάσουν οι υστερόβουλοι
Εκεί χτύπησαν με μονοξείδιο βόλι το γάζωσαν
Δάκρυ δεν βγήκε γιατί από πριν είχε στεγνώσει
Πάνω στα μύρτα και στην αγριελιά ασημένιο σαν σήμαντρο
Κι έμεινε η μάνα χαροκαμένη να απελαύνει τους γόους της
Στα κρύα χώματα και στους βάλτους της γης άγρυπνη ανέστια και δέσμια!

Επ αφορμή το θάνατο του 13χρονου κοριτσιού
που ήθελε να ζεσταθεί με μαγκάλι
ελλείψει ρεύματος κι έσβησε απ' τις αναθυμιάσεις!

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο ποιητής Στρατής Παρέλης
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/2013/12/blog-post_4157.html
Όπως και στο ΕΚΦΡΑΣΟΥ της αγαπημένης φίλης Κικής 
http://ekfrastite.blogspot.gr/2013/12/blog-post.html#comment-form



Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Το χρονικό μιας βροχής



Είπες απόψε θα βρέξει
Κι έφυγες
Χωρίς αδιάβροχο
Μόνο με το πουκάμισο ανοικτό
Σε ένα φως ανέσπερο
Δικό σου
Φυσάει κι από μακριά
Ακούγεται το σφύριγμα του τρένου
Έφυγες
Πρώτη σταγόνα πέφτει στο περβάζι

Σκεπάσου με το χνώτο
Της ώριμης σελήνης
Φεγγριστός να βγεις και ζεστός
Στα παράθυρα της πόλης
Που απόψε ο βοριάς συνέτριψε
Να ανατινάξεις το πυροτέχνημα και πάλι
Θα σε βρω
Αστράφτει κάπου στο βάθος του ουρανού

Μην αργήσεις
Μήνυμα στείλε
Πρόβαλε ο καβαλάρης στην αυλή
Κι έχει σβηστά
Τα πράσινα μάτια
Τη κόμη ματωμένη
Κι αδύναμα στα χέρια του κρατά
Τα γκέμια που στον γκρεμό
Παραδόθηκαν - διατομή θανάτου
Θα κρυώσεις
Έπιασε μπόρα ριγούν τα ρείθρα άσκεπα

Πάρε το πρώτο τραμ
Αχάραγα να γυρίσεις
Θα έχω νερό ζεστό
Για να πλυθείς
Κυκλάμινα στο ανθογυάλι
Τα ρόδινα μου πέλματα
Να τα διπλοφιλήσεις
Αχάραγα να γυρίσεις
Μου δόθηκε μια ώρα ακόμα
Πριν κινήσω τον μοχλό
Κι αμπαρωθώ στο γκρίζο
Σε περιμένω
Πλημμύρα παντού κλείνω τα στόρια με δέρμα τα σφαλνώ

Ήρθες
Ακροάστηκα το σφυγμό σου
Πάνω στον τοίχο
Ήρθες στην ώρα σου
Φλογίστηκαν οι μεταξένιες παρειές
Της σπασμένης μου βεντάλιας
Η βαλίτσα σφαλιστή
Στο κατώφλι
Το πουκάμισο ανοιχτό
Τα κουμπιά στα χέρια
Κροταλίζουν ρυθμικά
Στέκω στα νύχια
Σαν χτυπάς το κουδούνι
Δεν θα ανοίξω
Διπλό ουράνιο τόξο κι η οθόνη σβηστή

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

τα τραγούδια μας άστεγα παιδιά περιπλανώμενα



Εμείς τα τραγούδια μας δεν τα τραγουδάμε μόνο
Αλλά πρωτίστως τα ζωγραφίζουμε κυκλωτικά
Πάνω σε υδρόγειες σφαίρες σχολικές
Στις ραφές των σύννεφων χαράζουμε
Οριζόντιες γραμμές ακατάληπτες
Πεντάγραμμα αιθέρια σχηματίζονται
Όμοια μ' εκείνα του τυφλού μουσουργού
Που περπατά ισορροπώντας πάνω στις παλιές ράγες των σταθμών

Φιλοξενούμε εκεί κι απαγκιάζουμε
Στίχους και μελωδίες καθαρτήριες
Στα σύννεφα αναχωρητές πάντα
Ξεφτάμε κρόσσια τα όνειρα μας
Και πλέκουμε εξαρχής πόντο τον πόντο
Του Έρωτα την εσθήτα την πάλλευκη
Γιατί είναι Έρωτας τα τραγούδια μας
Έρωτας ατρύγητος σκοτεινός!

Προχωρημένη νύχτα κι ο ύπνος
Δεν ανεμίζει στις ακτές μας
Προχωρημένη νύχτα
Κι αναζητάμε ουράνιες οάσεις
Να ξεδιψάσουμε της ψυχής την ξεραμένη στέρνα

Μονάχοι και διψασμένοι
Τον λύχνο τρίβουμε της μαγικής παραμυθίας
Μας αφουγκράζονται καρδιές παιδικές
Μανάδες με απλανή βλέμματα
Κορίτσια με ακουμπισμένα τα χέρια
Στο προγονικό εικονοστάσι
Κι εμείς συνεχίζουμε:
Πορεία στους πυράκανθους της αγροικίας

Μονάχοι κι άοπλοι
Τραγουδάμε την πλέρια χαρά του αετού
Τραβούμε με σκοινιά χαρταετούς - νεφέλες
Να πλησιάσουμε το μέγεθος Του Θεού
Στο σπίτι του να μπούμε να γιατρευτούμε απ' το σκότος

Τα τραγούδια μας
Άστεγα παιδιά περιπλανώμενα
Μπαίνουν σε δάση την αυγή
Συνομιλούν με νεράιδες κλέβουν αθάνατο νερό
Στην όχθη των ποταμών και το πίνουν κρατώντας πήλινα θυμιατά

Τα τραγούδια μας σιντεφένια στολίδια
Σε χέρια γαλήνιων παλιάτσων
Καλά δουλεμένα στην αμάχη και στον πόνο
Εμείς τα τραγούδια μας δεν τα τραγουδάμε μόνο
Αλλά πρωτίστως τα ζωγραφίζουμε κυκλωτικά
Πάνω σε υδρόγειες σφαίρες σχολικές!

Αφιερωμένο στην Agriomeli που μου έδωσε το έναυσμα - σπίθα
http://agriomeli.blogspot.gr/2013/11/blog-post_17.html


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Αναδύεται ο έρωτας ποθητός μέσα απ' τη θάλασσα



Ανασκιρτώ στα θαλάσσια μήκη των μαλλιών σου
Στις διακλαδώσεις των οστών σου χάνομαι
Ξαφνικός ανεμοστρόβιλος κι άγγιγμα τρυφερό κανένα
Βρήκα σπηλιά με κιλίμια πολλά να θωρώ του ορίζοντα
το τελευταίο πλοίο!

Αγαλματίδια πλάθω με νοτερό πηλό μηρούς από βότσαλα
Εμφυσώ του ονείρου την πρωινή νεροσταγόνα στον βράχο
Πνοή να δώσω στα παιδιά που ναυάγησαν ανοιχτά της ζωής
Κι έμειναν οι γονείς να θρηνούν παρέα με τις σκονισμένες
από τη γύρη παπαρούνες!

Αναδύεται ο έρωτας ποθητός μέσα απ' τη θάλασσα
Κραδαίνεις χέρι μαρμάρινο και φλόγες αναπηδούν στον αέρα
Λυγά και πέφτει η καγκελόπορτα το σύνθημα το αντιγράφουν
Ποιητές πίσω σε κρατικά έγγραφα κιτρινισμένα και αετόχαρτο
το αμολούν στους ουρανούς!

Σε σταυροδρόμια σκοτεινά η ιστορία σταυρωτά αρμαθιάζει τις μνήμες
Μνήμες τρανές σαν το μπόι τ' αψηλό του Μακρυγιάννη
Ακροβολίζομαι στον μαρμάρινο κίονα να δω να περνούν
Οι διαδηλωτές με τα πρησμένα πόδια και την κόκκινη πένα στα καρδιόφυλλα
για τη μυστική υπογραφή!

Φυλάω στη φούχτα πεισματικά λίγη καρβουνόσκονη θύμησης
Και με αποσιωπητικά αναπλάθω την ξεθωριασμένη σου προσωπογραφία
Καρδιόσχημη να την ανεβάσω στον πιο ψηλό ιστό των λευκών βουνών
Να την ποτίσουν δάκρυ τα πουλιά που αρνήθηκαν να μεταναστεύσουν
στις θερμές χώρες του νότου!

Μελάνι παίρνω να ξαναγράψω τους στίχους που λησμονήθηκαν
Τα ομήρεια πάθη αναπαριστώ ξανά σε αρχαϊκή θεάτρου σκηνή
Το πλήθος εξυμνεί χειροκροτώντας τους φαύλους και τους προδότες
Αποχωρώ και φιλία συνάπτω μπιστική με τα τελευταία που δεν μαράθηκαν
γαρίφαλα!

Αγρυπνώ κάθε νύχτα να μην περάσω του ονείρου την πύλη και αστοχήσω
Παίρνω στάση εμβρυακή και τον καμένο κορμό του φοίνικα στηρίζω
Ξαναγεννιέμαι από μήτρα χοϊκή και πίθους με τάξη συναρμολογώ
Να κλείσω εντός τους τα μύρα από το κορμί των ηρώων που πενθούν
στη ράχη αδικαίωτοι!




                                                                                                                           

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Με πολιορκούν τα σύννεφα που στα γόνατα κρύβεις




Μικρό πουλί μελωδίας λεπτό αγριοκάλαμο
Με πολιορκούν τα σύννεφα
Που στα γόνατα κρύβεις
Όταν βγαίνεις νικητής
Απ' την ξόβεργα
Και του αγέρα τα σεντόνια
Στα δυο διαρρηγνύεις
Χωρίς να λαβωθείς
Είναι που υπάρχεις πάνω στου κόσμου
Την αιθέρια κορδέλα σαν τραγούδι γιορτής!

Μικρό πουλί χνουδάκι τρελό του έρωτα
Σπαταλώ τις χάντρες των ματιών μου
Να σε βλέπω να σπαθίζεις τα σύννεφα
Με τα λεπτά της πνοής σου ποδαράκια
Βαμβάκι να παίρνεις στιλπνό
Τις πληγές να φροντίζεις σιωπώντας
Μη και κακοφορμίσει της καρδιάς
Ο αιμάτινος κλώνος όταν φτάσεις κοντά στα χείλη της άνοιξης!

Μικρό πουλί φιλντισένια της αυγής όψη
Σε αριθμητήριο σχολικό καταμετρώ
Και στα δάκτυλα αθροίζω
Τις γλυκές που μου έταξες ώρες
Κι ας μην ήρθες ποτέ σου κοντά μου
Μες τις φλέβες κυλάς
Ποταμός και με πίνεις
Ανεμόσκαλα να σωθώ ξεδιπλώνω
Πριν βουλιάξω και μπω μες τη μέθη της καινούργιας σελήνης!

Μικρό πουλί μαγιολούλουδο μωβ μες τη κρήνη
Στο λαιμό σου προστρέχω
Φυλαχτό να κρεμάσω διπλό
Την πικρή μου μοναξιά
Να βυθίσω στο χέρι σου θέλω
Στων νυχιών σου το διάφανο τέμπλο
Νικητής τροπαιούχος να μπω
Στον ναό σου ικέτης πιστός με το γράμμα στον ώμο!

Μικρό πουλί του αχάτη κρουστό περιλαίμιο
Τραγουδώ των ματιών σου
Την υγρή γεωγραφία
Σε πελάγη σε ψάχνω
Και στα μήκη του κόσμου
Μοναχό να σε βρω δίχως ταίρι
Άσπρα στέφανα λεμονιάς να σου φέρω
Κι αρώματα μύρια της μακρινής Φοινίκης
Βασιλιά κι ουρανό να σε κάνω στης ψυχής μου τα άγια βάθη!


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Απόψε θα σε αρνηθώ



Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Σε κορμούς που κάποτε χαράξαμε τα αρχικά μας
Με σμίλη θα σκαλίζεις αινίγματα δυσεπίλυτα
Δεν θα σου απαντώ
Σιωπηλά θα σε απορρίπτω
Οι λύσεις είναι για τους επιφανείς
Εκείνους που η καρδιά τους αφόρμισε απ' την σκληράδα
Το πείσμα και τα υπερφίαλα θέλω
Κι εγώ ισορροπώντας πάνω σε τεντωμένο σκοινί
Πάει καιρός που αποστασιοποιήθηκα
Απ' τον παγωμένο ορυζώνα και ρίζες έριξα ξανά στην καρδιά μου

Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Ανάρριχτα θα φοράς τις λαμπηδόνες του πόθου
Το σακάκι σου τρύπιο θα μπάζει ανέμου ριπές
Δεν θα βρίσκεις πατρίδα να απιθώσεις
Τα φλογισμένα του μετώπου σου στεφάνια
Τίγρεις με καψαλισμένες κεφαλές
Θα αναπηδούν ανενόχλητες στα αλώνια του χρόνου
Χλομός θα γίνεσαι μες το φόβο σου
Θαύματα θα υπόσχεσαι
Οριογραμμές θα καταργείς
Κάθετα τις ράγες θα τοποθετείς
Κι εγώ με ημίψηλο καπέλο θα τριγυρίζω ανάλαφρη
Στις σκαμμένες βραγιές των κρυφών μου ποιημάτων
Να αναθερμαίνω με ανάσες κοφτές της σκέψης την ενεργή λάβα

Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Σε χώρες που κατοικούνται από ανθρώπους χλομούς
Θα ψάχνεις εναγώνια κλειδί για να προσβάλλεις τις θύρες τους
Άδικος κόπος
Ουρλιαχτά θα σε συνοδεύουν
Κεραυνοί θα χτυπούν το βλέμμα σου
Πυξίδες σκουριασμένες θα σε οδηγούν πέρα στο άγνωστο
Σε σφαιρίδια χίλια θα σπάζει το σώμα σου θα λυγάν τα φτερά σου
Στη θέαση του αδιέξοδου
Σε καθαρτήριο νερό θα εισέρχεσαι να εξαγνιστείς
Περιπλανώμενος σε λειμώνες οι ποιμένες
Ξένιο θα σε ονοματίζουν επισκέπτη
Κι εγώ άγκυρες θα ανεβάζω παλαιών ναυαγίων
Πλεύση θα βρίσκω ξανά σε γαλήνια πελάγη
Τη δική μου βραχονησίδα ζητώντας να βρω μακριά απ' τα εφήμερα

Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Στα παγκάκια της έρημης πλατείας τσίλιες θα φυλάς σαν κλέφτης
Τα νύχια σου θα σκληραίνουν ξάφνου
Αιμόφυρτες οι παρειές σκούρα τα χείλη
Προσωπεία θα σου τάζουν θεοί βλοσυροί
Να γητεύσεις του έρωτα το κρυφό πηγαινέλα
Κωδικούς θα ξεχνάς
Το σφουγγάρι της λήθης θα σφίγγεις
Με πλοιάριο σκεβρό διαδρομές θα διανοίγεις σε πράσινες λίμνες
Θα μετράς τις ακμές των βουνών και θα ξεχνιέσαι
Χοϊκός και δασώδης μες τη πλάνη θα ζεις
Κι εγώ πικραμύγδαλα άγουρα θα τρίβω στα χείλη
Και στου ύπνου τα πέπλα θα βυθίζομαι
Να σε δω να κωπηλατείς κι ένα φιλί στερνό να σου αφήνω στην πλώρη



  

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Βρόχινα χείλη



Πιο πολύ κι από τα μελαγχολικά σου μάτια
Αγάπησα τα βρόχινα χείλη σου
Σκληρά σαν την κρούστα του αλατιού
Στα βράχια της πατρίδας
Που κυράδες με υφαντές ποδιές
Την συλλέγουν κάθε που σημαίνουν
Οι καμπάνες του βυζαντινού παρεκκλησίου

Πιο πολύ κι από τον ήχο του κύματος
Αγάπησα τα χέρια σου
Υπάκουα σαν το βλέμμα
Του νεκρού ψαρά
Που δεν πρόφτασε να συμμαζέψει
Τα τρύπια του δίχτυα
Και βορά έγιναν στους ανέμους
Άναρχοι άνεμοι
Με τα βέλη στραμμένα στην ξέρα του θανάτου

Πιο πολύ κι από τις λόγχες του σούρουπου
Αγάπησα τα πέλματά σου
Γοργά σαν του αγέρα την κορδέλα
Όταν τρυφερά αγγίζει
Τους βοστρύχους των νεανίδων
Που με καλαθούνες στα χέρια
Ξέχειλες σταφύλια και αγριομανίταρα
Επιστρέφουν κατάκοπες απ' τους αγρούς
Ξυπόλητες να μπουν στο βάθος του σύθαμπου

Πιο πολύ κι από του ξωμάχου το υνί
Αγάπησα τις φτερούγες σου
Αδύναμες σαν των σταριών τ' άγανα
Στην αγκαλιά του πουνέντε
Ώριμα στάχυα
Έτοιμα να καμφθεί η γενειάδα τους
Απ' τους αμούστακους θεριστάδες
Στου Ιουλίου το πέτρινο αλώνι

Πιο πολύ κι από την λάμψη του φεγγαριού
Αγάπησα τους πυρόξανθους βοστρύχους σου
Όμοιοι με τους κισσούς που τυλίγουν τα αγάλματα
Που ήρθαν στην επιφάνεια μια νύχτα
Απ' τη σκαπάνη ενός γηραιού αρχαιολόγου
Στον περίβολο μιας εκκλησίας
Κάτω από το θάμπος εκατόχρονων καντηλιών

Πιο πολύ κι από τα ξύλινα παγκάκια
Αγάπησα τις φλέβες που τέμνουν το κορμί σου
Και στο σώμα σου ζωγραφίζουν ρυάκια
Με βαρκούλες πέστροφες ασημένιες
Και καβούρια που βαδίζουν ίσα στο φως
Πλούσιος ρους ασυγκράτητος
Με εκβολή στις άσπρες θάλασσες
Εκεί που ξενυχτούν τα κοτσύφια με τις τρελές οκτάβες

Πιο πολύ και απ' τη σπιρτάδα του λεμονιού
Αγάπησα τα βρεγμένα σπιρτόξυλα
Που άναβαν το πρωινό σου τσιγάρο
Νοτισμένο τσιγάρο
Απ' τις δροσοσταλίδες του γέρου πεύκου
Που σκέπαζε τη βεράντα σου με γύρη κι αρώματα
Εκεί που ακουμπούσες στοίβες τα κιτρινισμένα χειρόγραφα
Να έρθει η άνοιξη με φιλιά να τα αναστήσει
Κι αθάνατο να σε οδηγήσει στου γαλαξία το άντρο

Πιο πολύ κι απ' τα υπώρεια των βουνών
Αγάπησα της καρδιάς την κρύπτη
Εύθραυστη σαν της αμμουδιάς τα κρίνα
Που Αύγουστο μήνα σκίρτησαν στο ερωτικό σου πεντάγραμμο
Κι άλικα έγιναν τα πέταλα τους
Ελάφρωνε η καρδιά και πέταγε
Σε όρμους απόκρημνους που σκούνες πειρατών
Προσεγγίζουν καταφύγιο για να βρουν μέσα σε σπήλαια παγερά

Πιο πολύ και από τους λωτούς της άρνησης
Αγάπησα της αγκαλιάς σου το απόρθητο κάστρο
Μετρώ κάθε απόγευμα πήχη- πήχη την απόσταση
Που θα με φέρει κατακτητή στον πυργίσκο σου
Ξέρω καλά τον τόπο σου
Γνωρίζω απέξω τους κωδικούς σου
Διαβάζω καθαρά τις σβησμένες επιγραφές σου
Φτάνει μη βραχεί το πέλμα μου
Στων στίχων σου τη γαλάζια πηγή και πνιγώ
Ή πράσινο γίνω σκίνο κρυφτό για να παίζεις με τη σκιά μου