Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

οι αμυχές της Αλόης (μονόλογος)


Με τον καιρό κύρτωσαν οι αμυγδαλιές

Στο ανεμοστάσι της πλατείας

Μια μεγάλη οπή προεξείχε στους άλκιμους

Πόρους του κίτρου

Η μαρμάρινη πηγή ανάβρυζε σαρκώδη χείλη

Μηρούς κι οσφύες λουλουδιών

Χρόνος δεν περίσσευε για να γυρίσει η αναλαμπή

Του ήλιου στο μετάξι της σκαπάνης

Ένας πλανόδιος αιώνιος αχινός

Ορέγονταν τη κάψα του μυδιού

Και την ζεστή αιθάλη των κυμάτων

Ο πρωτογιός άπλωνε τα λευκά του ρούχα

Στις κλειδωνιές της νύχτας

Όλοι ήταν εκεί κανείς δεν περίσσευε

Ο ιεροκήρυκας με το στιλβωμένο δωδεκάποντο

Ο ταχυδρόμος με τους διαμαντένιους ιμάντες

Ο πειρατής με την μεσαιωνική στάχτη

Κι ένα παιδί που ανάδευε το σιδερένιο

Λοστό της γλώσσας

Ακούστηκαν φοβισμένα βήματα

Ανάσες κοφτές και ραγισμένοι αγκώνες

Κοντοστάθηκα να αφουγκραστώ

Πλησίασε ένας αναψοκοκκινισμένος

Αγγελιοφόρος

Στην Ισπανία μου είπε τέτοια εποχή

Πακετάρουν στα τρένα δέρματα αντιλόπης

Και στην πατρίδα της γεωμετρίας

Ακούραστοι σφουγγαράδες ανεβάζουν

Συμμετρικούς νυχτόβιους ύμνους λατρείας 

Πιάστηκες με δειλία από την φούστα μου

Με παρακάλεσες

Δεν θα έρθω σου είπα

Ειδικά απόψε που στο ελατοδάσος

Βράζει αργά ο μούστος του δεκαπεντασύλλαβου

Γράφω στίχους και με αυτούς εξαγοράζω δυο πόντους

Τριμμένης μουσελίνας

Έτσι επιβιώνω


Θα στο χαρίσω το κορμί της αρμύρας

Όταν στα ναυπηγεία οι αχθοφόροι

Θα μεταγγίζουν αίμα στην καρδιά της καρίνας

Να έχεις λίγο φως να περπατάς

Λίγο δάκρυ να ξοδεύεις

Κι ανάστημα οξιάς για να μετράς τον κόσμο

Μου αντιγύρισες ένα χαμόγελο

Και την βουβή τρέλα ενός ποδηλάτη

Πατρίδα δεν ήσουν

Ανάμνηση δεν έγινες

Ήσουν μονάχα ένα αρχαίο σκάφος

Με την πνοή της αλισάχνης στο χέρι

Από μακριά ακούστηκε το καμπαναριό

Του άγιου Νικόλα

Άδειασε η πλατεία

Ένα επιλήψιμο ψέμα μονάχα χόρευε ανάλαφρα

Πάνω στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι 

Στα μάτια του το απολίθωμα του χτεσινού φιλιού

Στα χεριά του η μαρτυρία

Του διωκόμενου ποιητή

Και στα πέλματα του η δόξα του εαρινού έρωτα

Μείναμε λίγοι πάνω στη γη 

Εγώ εσύ κι ο ναρκωμένος φαροφύλακας

Θα τη κρατήσω την υπόσχεσή μου

Κι αύριο θα σου χαρίσω οριστικά

Τις βουερές βουκέντρες του στίχου

Φτάνει να φέρεις μαζί σου τα ομοιοκατάληκτα

Σπιρούνια του Κένταυρου

Φυλάξου απλά από τις πολυδαίδαλες

Αμυχές της αλόης

Κι έλα στην ώρα της αμυγδαλιάς

 

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

πλην έρωτος


Άφησε τα γυαλιά του δίπλα στη παλιά τσαγιέρα

Μόλις είχε τελειώσει ένα διήγημα

«πλην έρωτος» ο τίτλος

Μια παρελθούσα μέρα κάθισε πάνω στην τσάκιση

Του παντελονιού του σαν εμβρόντητη συνοδός 

Αναδιπλώσεις του δάσους δονούσαν το σπίτι

Περίφραγμα με έμπλεες  πεταλούδες

Κέδρινα χέρια περπατούσαν στο κορμί του

Πονούσε σαν όστρακο κλειστό στους πλάγιους φόβους 

Στη αμμουδιά τον χλεύασαν οι τραυματιοφορείς

Προχτές στο φορείο του δικέφαλου Αδερφού

Ξεχώρισε την παλιά του ιματιοθήκη

Είχε σκουριάσει από τη πολύ χρήση

Κουρνιαχτός του ιδρώτα

Τα ιμάτια του λίγα κι εκλεκτά

Βυθίζονταν στο βαμβάκι της αρχαίας πανοπλίας

Του περίσσευαν απλά δυο πόρπες ασημένιες

Ανοιχτά του Παγασητικού

Το φεγγαρόφωτο έμπαινε στο σπίτι

Η κουρτίνα τραβηγμένη στη φορά του ανέμου

Λογάριασε τα λόγια του

Λόγια οργής

Σώπασε δεν έπρεπε να μιλήσει

Μια αύρα χήρα παράστεκε το νεκρό παιδί

Στο απέναντι πανδοχείο

Σώπασε δεν έπρεπε να μιλήσει

Ο θάνατος επόπτευε την οξιά του κήπου

Έκοψε δυο πόντους τη καντηλήθρα του ουρανού

Ανήλεη η κάφτρα παραμόρφωσε το πρόσωπο του

Σπίνθηροι τα μάτια του

Τα μαλλιά του άκαυτα προγονικά σπίρτα

Περιεργάστηκε τα κουτάκια

Ένα πράσινο χλωμό του φανερώθηκε

Σαν φέτα στυφού αχλαδιού

Τα δάκτυλα του ονειρώξεις νυχτερίδων

Κιτρινισμένα από το καπνό του μπαρουτιού

Τα γόνατα του υγροί στρατώνες που εκπαίδευαν

Τους αλιείς του μέλλοντος

Και τα αφτιά  του βραχώδεις σιωπές του φραγκόσυκου

Ώρα δύο τα μεσάνυχτα

Ακάνθινος ο έρωτας

Αιχμηρή τσακμακόπετρα η λύπη στο δόντι της νύχτας

Πυορροούσε

Πλην έρωτος ψιθύρισε

Πήρε το γραφτό του

Το ψαλίδισε στα 4 στα 8 στα 16 στα 24

Άρχισε να το πετάει ψηλά 

Ένα πάλλευκο χιόνι απλώθηκε στην οδύνη της ψυχής

Βγήκε από το σπίτι με μεθυσμένο χαμόγελο

Κι άρχισε να ανηφορίζει στη θράκα του γαλαξία

Στα μαλλιά σκόρπια μικρά χαρτάκια

Ανάπνεαν τη ζεστή μελάνη της πένας

Θυμήθηκε τη τσαγιέρα τα γυαλιά του

Τη μικρή καντηλήθρα το τεμαχισμένο του πρόσωπο

Τα διχασμένα κόκαλα του που άσπριζαν σαν κιμωλία

Στον αγκώνα του τυφλού ποιητή

Βγήκε στο λιμάνι και μοίρασε τα αντίτυπα του

Στους διαβάτες της προβλήτας

Ανάλαφρος απέπλευσε στα χέρσα πεδία

Των μελλοντικών αστερισμών

Σαν αήθης φαρέτρα θανάτου 

Μπροστά στο σκούρο μάτι του πόντου 

Πλην έρωτος ψιθύρισε αργά...

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

οι έλικες της φαντασίας

Στις κορυφές του ήλιου σε συνάντησα
Εκεί που πνίγεται η πυραμίδα τουΤαΰγετου
Ακμαία και σθεναρή όπως πάντα
Χιόνι έπεφτε πυκνό κι ένας αέρας γρέγος
Φυσούσε δυνατά
Σωστή χιονοθύελλα
Στα εσωτερικά δώματα της ηλιακής μου
Ηλικίας άσπρα είδωλα μαγνήτιζα
Ένας χιονάνθρωπος περιέθαλπε με στοργή
Μια τρέμουσα ηλιαχτίδα
Σαν αυτές που συναντάς Σάββατο απόγευμα
Στα μανουάλια της Αγίας Θέκλας
Μια χιονοθύελλα στον ήλιο
Ταράχτηκες
Το σύμπαν είναι δικό μας σου είπα
Δεν υπάρχει γη ουρανός στερέωμα
Μόνο ο βυθός της καρδιάς
Και το τραγουδισμένο ηλιοκυκλάμινο
Του άπληστου Νοέμβρη
Περιέπαιξες τις επιλογές μου
Το τόπο διαμονής μου
Και την φουρτούνα των αποστάσεων
Κι άρχισες κάτι να ψιθυρίζεις αργά
Δεν σου μίλησα
Φοβήθηκα την προαιώνια έχθρα
Του σύννεφου
Όταν κοιμάσαι να ξέρεις ένας ηλίανθος
Κεντά με αίμα το προσκεφάλι σου
*
Από καιρό σου υπόσχομαι μια δεύτερη
Απόδραση στον ήλιο
Μόνο μάθε να ιππεύεις τον στίχο
Και την άχρονη αβεβαιότητα του ταξιδιού
Τη πρώτη φορά ήσουν πολύ φειδωλός
Άκουγες μόνο τα σφυριά του πυρήνα
Κι έκρυβες το βιολί και τα δοξάρια των αχτίδων
Στο αεροστεγές ερημοκλήσι
Χωρίς προειδοποίηση θα έρθω να σε πάρω
Στον ήλιο κατοικούν μόνο οι ποιητές
Και οι μακάριοι φοίνικες της ένδοξης πόλης
Μη φοβηθείς το υψόμετρο
Συγκλίνει με τα μάτια σου
Που ευωδιάζουν βουνίσιο τσάι
Μέντα και αλυγαριά
Δώρα πολλά θα σου χαρίσω
Στο κάτω - κάτω ένα ηλιοστεφάνι
Το δικαιούσαι
Μόνο που τα χέρια μου βιάστηκαν
Να το φτιάξουν
Το χάρισα αλλού
Στον μικρό επαίτη του Αυγούστου
Που τα μυαλά του λένε σάλεψαν
Από έρωτα βαθύ
Στις συκομουριές του ήλιου καινούριο
Θα σου πλέξω
Μην με αρνηθείς!
Πάντα στα όνειρά μου σχεδίαζα φωτοστέφανα
Γνωρίζω τη τέχνη της αγαθοεργίας καλά
Σίγουρα θα έρθεις μαζί μου
Στα φοινικόδεντρα της φαντασίας σου προσπέφτω
*
Στις εσχατιές του ήλιου λούονται
Νεκρά κορίτσια
Ηλιομήκυτες
Αναπαύονται στα σπλάχνα τους
Και μια ηλιόπετρα είναι ο επιτάφιος λίθος τους
Μην φοβηθείς το αδράχτι της μοίρας σου
Στα τραχιά μπράτσα της γέρικης ελιάς
Παραδώσου
Εκεί που ζει η νεροποντή των αχτίδων
Και πελώριοι έλικες που σπρώχνουν τη ζωή
Στους δρόμους της ηλακάτης
Βγάλε μόνο τον οψιδιανό από τις αποσκευές σου
Και κάποια τετριμμένα «σε αγαπώ»
Είναι δύσβατος ο δρόμος και ελικοειδής
Σαν το περίβλημα του κοχλία
Μόνο μη παραλείψεις τα ακούραστα μαντολίνα
Των τζιτζικιών και το σπασμένο
Γλωσσίδι της καμπάνας
Σίγουρα θα έρθεις με δυο φτερά χρυσαετού
Στο χέρι να σου στολίζουν τις παγωμένες
Αναμνήσεις
Κρησάρισε λίγο Φως για το δρόμο
Έτσι για προσφάι
Στις κορυφές του ήλιου σε συνάντησα
Εκεί που πνίγεται η πυραμίδα τουΤαΰγετου
Ακμαίο και σθεναρό όπως πάντα

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

αντικρίζοντας τον ουρανό

Τρεις κρυστάλλινοι άγγελοι έρχονται
Κάθε βράδυ στον ύπνο μου
Κρατώντας στα χέρια τους σταφύλια
Από τους στοιχισμένους αμπελώνες
Της Μεσογείου
Ο πρώτος σφυρίζει στο αυτί μου
Μελωδίες από το μάτι του αυλού
Ο δεύτερος απλώνει στα μάτια μου
Τις διάφανες βουκέντρες του μικρού χωρικού
Που πνίγηκε ένα βράδυ στην ουρά του σύννεφου
Κι ο τρίτος ο μικρότερος
Μελετά τα αρχαία πηγάδια
Ρίχνοντας πετραδάκι – πετραδάκι
Τις χρυσές μου ώρες στο στόμιο του φεγγαριού
Τρεις άγγελοι με βαριά φτερά μελετούν
Στα όνειρα μου
Τον παρελθόντα κάματο
Και της Αυγής το αγγείο
Αναγεννησιακά μωρά τους συντροφεύουν
Κοπέλες με αιματοβαμμένες φτέρνες
Όταν ξυπνώ αφήνομαι στο πέταγμα τους
Κρουστά μέλη υγιή και άλια
Ολονυχτίς τρεις άγγελοι μειδιούν
Στο προσκεφάλι μου
Με γκρίζα αστραπόμορφα σώματα
Ένα καλάθι με πέρλες και φίλντισι
Αφήνουν στο κατώφλι μου
Πώς να τους ζωντανέψω μέσα
Άκαρπους αμπελώνες του ουράνιου θόλου
Που ζω μεθυσμένη
Αντικατοπτρίζοντας τα κλειδιά του ουρανού
Στη δεξιά μου παλάμη
Τρεις απαγχονισμένοι άγγελοι μετέχουν
Στον θάνατο μου

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

οι κύκλοι του απογεύματος

Μια μέρα θα έρθω με ματωμένα
Βατόμουρα να σε βρω
Εσύ θα στέκεσαι όπως πάντα
Πλάι στο παλαιό λαβομάνο
Υποψιασμένος και ράθυμος
Κύκλους θα διαγράφεις στον αέρα
Με το επίχρυσο κουταλάκι
Του απογευματινού σου καφέ
Η περσική γάτα θα είναι στα πόδια σου
Λιπόθυμη κι αδύναμη θα επιζητεί
Τα χάδια σου
Αδιαφορώντας για το άρωμα σου
Και τις τρύπιες σου τσέπες
Μια καμπύλη θα σχεδιάζεις ύστερα
Στην μικρή φορτηγίδα που έχεις στο χολ
Τα χρόνια θα κολυμπούν μαζί με τους χάρτες σου
Ανάγκη για ταξίδι
Ή επαναφορά στο σώμα του πάθους;
Ας τελειώνουμε με τα ερωτηματικά
Τις όποιες προφάσεις
Και τις απίθανες ηχηρές απαντήσεις
Μετανοεί η σιωπή στο σύθαμπο

Μια μέρα θα έρθω με ματωμένα
Βατόμουρα να σε βρω
Το απόγευμα θα έχει μπει στο σπίτι
Από την ανατολική περσίδα
Και αναπαυτικά θα κάθεται
Στον σκαλιστό καναπέ
Σαν ερημίτης πλοηγός
Δεν θα τολμάς να το κοιτάξεις κατάματα
Μην και ντραπεί ή από φοβία στην τόση ομορφιά
Πάντα αγαπούσες τα μεστά απογεύματα
Τα παρομοίαζες με τα σκελετωμένα πιθάρια
Που έχεις στον κήπο σου
Ολογέμιστα με ατόφιο χρυσάφι
Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή σου την υπερβολή
Τόσο χρυσάφι θα φοβίσει τις πεταλίδες
Στο σιντριβάνι της Αυγής

Μια μέρα θα έρθω με ματωμένα
Βατόμουρα να σε βρω
Ανταύγειες χρυσού θα σκορπούν τα μάτια σου
Ακουμπισμένα φιλήδονα
Στις κόγχες του ανέμελου Ιούλη
Θα σε αναγνωρίσω από τα ζουμερά
Πορτοκάλια που θα κρατάς στο χέρι
Ολομόναχος θα είσαι χωρίς επισκέπτες
Το λαβομάνο θα έχει σπάσει
Η περσική σου γάτα θα λαγοκοιμάται
Στο προγονικό καναπέ
Η φορτηγίδα θα επιχειρεί το παρθενικό
Ταξίδι της στις αμφικτιονίες του βορρά
Και στα πιθάρια του κήπου θα σκάνε
Ολόδροσες αγριοτριανταφυλλιές
Με χρυσά πέταλα
Μόνο ένα παιδί στην απέναντι αλάνα
Θα αντικρίζει τον ήλιο μέσα από το σπασμένο
Καθρεφτάκι σου υπνωτισμένο
Θα λυγίσω τα γόνατα να έρθω όσο πιο
Γρήγορα μπορώ
Μη φύγεις
Θα σταυρώσω με αγκάθια τις χελιδονοφωλιές
Της μοναξιάς σου
Κι από τα ματωμένα βατόμουρα οίνο γλυκό
Θα σου φτιάξω
Μόνο κρύψε το παιδί να μη δειλιάσει στο χιόνι
Των κύκλων του απογεύματος.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

οριζόντια χαμόγελα

Κι ήρθαν οι νύχτες
Των ματωμένων ασφοδέλων
Νύχτες με οριζόντια χαμόγελα
Και με ιπτάμενες ασημένιες ομπρέλες
Μπροστά στην αίγλη του θερινού ορίζοντα
Στρατοκόπος ο θεός του φεγγαριού
Μάγευε τα δάκτυλα στην πλατεία
Με λησμοσύνη
Υγρές κολυμπήθρες έτεμναν την κόψη
Του σεληνόφωτος στα δύο
Βάπτισμα του έρωτα
Και της οδύνης κρυφό μνημείο
Πέτρωναν οι ίσκιοι
Πέτρωναν οι φόβοι
Πέτρωναν τα χρυσά δακτυλίδια του θανάτου
Μια ρήγισσα Θεά αναζητούσε
Το βαθυγάλαζο σάλι της
Άδειοι οι σταθμοί του απείρου
Εκτροχιασμένα τρένα
Ακρωτηριασμένα μέλη
Κι ένας επιστήθιος τρόμος
Περικύκλωνε το μουδιασμένο αδράχτι
Της μαρμαρυγής
Στις τσέπες της χοάνης τρεμούλιαζε
Η επερχόμενη νεροποντή
Μια λωρίδα ουρανού πυροδοτούσε
Σβηστά ηφαίστεια
Κόσμος φαιός νυχτερινός
Εσύ είσαι που αμάρτησες
Εσύ είσαι που πρόδωσες
Εσύ είσαι που δεν δικαιώθηκες

Ομόκεντροι κύκλοι εμπότιζαν με πύον
Την άλω της αρχαίας σκουριάς
Σκισμένο το φουστάνι
Λευκά τα όστρακα
Τα οστά μαραμένα και οι βλέννες νεκρές
Δεν ήξερες τι να περισώσεις
Χανόσουν άπελπις
Στο στρόβιλο της ανεμόεσσας Κυριακής
Το ξημέρωμα μου είπες θα ψαύσω
Τα νεκρά σου στήθη
Λακκάκια θα ανοίξω πάνω στα γόνατά σου
Χορός μεδουσών
Οριζόντια χαμόγελα θα ακουμπήσω
Στα φαύλα νύχια σου
Και στην αχλή των μαλλιών σου
Θα αποθέσω το ξεφλουδισμένο φεγγάρι
Να μην χαθείς
Να μην χαθώ
Μαζί να κωπηλατήσουμε τον αιώνα
Των χέρσων απαριθμήσεων

Σε νύχτες άκαρπες ναό θα σου στήσω
Από το περίσσιο αίμα μου
Στα χέρια μου θα σε κρατώ
Σαν τον πηλό του Πλάστη
Εμπεριέχω τις φλέβες σου
Καθρεφτίζω τα καλοκαίρια σου
Στα κρυφά ανάβω το τσιγάρο
Της δικής σου μνήμης
Αφοπλίζομαι στο φως
Κι ήρθαν οι νύχτες
Με την σκιασμένη μνημοσύνη
Των άνυδρων πηγαδιών
Να μην χαθείς
Να μην χαθώ
Μαζί να κωπηλατήσουμε τον αιώνα
Των χέρσων απαριθμήσεων

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

οι χρησμοί του δάσους

Τη μέρα που έφυγες προς το δάσος
Κρατούσες στα χέρια σου
Δυο ελατοκορφές
Πικρά ρυάκια σε συνόδευαν
Απέριττα ελεύθερα
Δεν έβρισκαν τρόπο να συγκλίνουν
Με τον μέγα ποταμό
Ή μήπως τρελά απιστούσαν;
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
Να φτάσεις τη κορυφή του ρετσινόδεντρου
Η φωλιά της γερακίνας σου έστελνε
Μηνύματα
Λιτά νοήματα ασαφή
Πώς να τα ερμηνεύσεις;
Η βροχή κόχλαζε στο τζάμι του βράχου
Αλαβάστρινες λέξεις
Λιτά νοήματα ακριβά
Που να τα εμπιστευτείς;
Απλά τα απομνημόνευες στο κίτρινο
Κουτάκι της μαργαρίτας
Ξένιος ο πόνος απαρηγόρητος
Τα ονομάτισες τα Πάθη του Αυγούστου
Και τα φυγάδευσες σιγά- σιγά στη γλώσσα
Της ναρκωμένης οχιάς
Ποτέ δεν τα ερμήνευσες
Απλά παρακαλούσες την έλευση τους
Οι ελατοκορφές έγιναν το σημείο
Της δικής σου σταύρωσης
Αποκλίνουσες λέξεις και εύλαλοι ήχοι
Συνόδευαν την κίνηση της ευκαρπίας
"Ακριβά αρώματα έκρυψε στο χώμα
Μια βιαστική νυφίτσα
Ο επιτάφιος κίονας χλόμιασε ξάφνου
Στον υαλοκαμβά της γης έπεσε νεκρό
Το φτερό του πορφυρού πετεινού
Πριν το ξημέρωμα
Θυμωμένη η πυρκαγιά
Ανέβαζε στην κόμη της
Ψιχαλιστά ώριμα κίτρα
Στο ψυχανθή ιστό της πέτρας
Πέτρωσε της φυγής το ελάφι
Άναψες την οργή του κεραυνού
Σαν ντύθηκες την ομίχλη
Των κοιμητηρίων
Κύκνοι κι ασφόδελοι ταξίδευαν
Στα υπώρεια χωριά
Αποσοβώντας την θράκα των άστρων
Στο θρυμματισμένο τσόφλι του κύματος
Επωάζεται η ευθανασία των εραστών"
Διττά μηνύματα ακριβά
Ξάφνισμα της εικόνας
Σκόρπισες τη γύρη της πέτρας στην θάλασσα
Εκεί που πνίγηκε το τρίσβαθο όνειρό σου
Κι ύστερα κανάκεψες με νανουρίσματα ακριβά
Τα μαύρα ρόδα που είχαν μείνει ορφανά
Στο ανθογυάλι της λίμνης
Τώρα κοιμάσαι αγκαλιά με τα παγωμένα μούσκλια
Τροφή έγινες
Χλόη έγινες
Και φωλιά των γερακιών

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

στιγμές

Κι ήρθαν οι νύχτες των μεγάλων ευχαριστιών
Υψιπετής κράδαινες στο αριστερό χέρι
Το σείστρο της γηραιάς σελήνης
Χρωματιστά καρό μαντίλια ταξίδευαν
Στα γαμψά νύχια του αγριοπερίστερου
Μετάξι στιλπνό
Πάνω στο χαρτί της παλάμης
Η θάλασσα χαρτογραφούσε
Αυστηρά ισοσκελή τρίγωνα
Θέλησα να διαβάσω την ακμή των πραγμάτων
Και τον τέμνοντα κόσμο που αργοπέθαινε
Χρωματιστά καρό μαντήλια
Ξέφευγαν από τις κηλίδες του ανέμου
Πετούσαν
Άπειρος η νύχτα
Που ταξιδεύεις αθώρητη;

Στο προαύλιο χώρο της μονής
Τα σπουργίτια τσιμπολογούσαν
Αβέβαιους αποχωρισμούς
Και το ιερό αντίο των ερωτευμένων τραγωδών
Δεν ήσουν μόνη
Ξυλόγλυπτα αγγεία και ψυχρές οθόνες του ουρανού
Προπηλάκιζαν στιγμιαίες αιτιάσεις
Πορφυρό το μετάξι πλαισίωνε τις ίνες
Των ακροδαχτύλων σου
Κι ένας σεσημασμένος ακροβάτης
Φυλάκιζε κιτρινισμένα φύλλα ονείρων
Οι σκοποί της πύλης απέδρασαν
Σιγοψιθύρισες
Άδειασαν ξάφνου οι φυλακές της ψυχής
Κλειδαριές σπασμένες
Αρμαθιές από κλειδιά
Και Τροχοί της καρδιάς
Ηλεκτροφόρα κάγκελα
Και άπιστοι λυγμοί
Οι σειρήνες της λήθης χάλκευαν
Τα αντικλείδια της μεγάλης απόδρασης
Για πού;
Ποτέ δεν ήξερες

Στα φυλάκια των βράχων ένας μονόκερως
Γίγαντας έψαχνε για το χαμένο δακτυλίδι
Με τη σμαραγδένια πέτρα
Ο τελευταίος στόλος των γλάρων είχε αποπλεύσει
Προ πολλού
Δεν είχες που να πας
Έκρυψες το σείστρο στο κόρφο σου
Σαν φυλακτό
Κι έπλυνες την κόμη του φεγγαριού
Με το λάδι των φοινικόδεντρων
Δεν είχες που να πας
Ένα λουλούδι στο πόντο των ερώτων
Ξεψυχούσε κάτωχρο

Μια κάθαρση στο αίμα των δακρύων
Ένα ακροκέραμο στην ανθοστήλη του φιλιού
Καράβι δίχως άλμπουρα κι ένας νότος νεκρός
Ακολουθούσαν τις ώρες σου
Απογειώθηκες στους λευκούς κύκλους των νυμφών
Ατημέλητη και μόνη έσυρες το χορό
Ο βρόγχος της συκής σου παρέστεκε
Την νύχτα εκείνη που έφυγες η Αδερφή
Έβαλε την τελευταία βελονιά
Στο εορταστικό γάντι της μοναχής
Κρουστό το χέρι
Τελώνια και σάτυροι παρέβγαιναν στον πόνο σου
Δεν είχες πώς να ντύσεις τις φλέβες της βάτου
Το σείστρο της σελήνης ξέφυγε από το κόρφο
Της μοναξιάς
Λυπήθηκες
Μόνη τώρα αναμασούσες τη τροφή των γλάρων
Περιπλανιόσουν άεργη με κρύο το μέτωπο
Και πληγιασμένα πόδια
Ο χώρος σου κι ο χρόνος σου περιορισμένος
Σε αυστηρά ισοσκελή τρίγωνα
Πώς να γυρίσεις τώρα τη σελίδα;
Στο χρυσελεφάντινο άγαλμα εμπιστεύτηκες
Τα φεύγω σου και την διαθήκη του ήλιου

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

η έξοδος του φιλιού

Στον οικουμενικό πόντο αγρυπνάς
Παρέα με τους ναυαγισμένους μύθους σου
Δεν είχες εστία να προστρέξεις
Χώμα να ακουμπήσεις
Θάλασσα να περιφράξεις
Βάγια σεπτή του ερχομού
Το κλωνάρι της να διαβάσεις
Μόνος και ανέσπερος
Προσεύχεσαι με ολοφυρμούς
Κι η φλούδα του πορτοκαλιού
Μοιραίνει τους ύμνους σου
Στο διπλό πέλεκυ της νύχτας
Παραδίδεσαι μυστικά
Βασίλεια μυθικά
Και χώρες του σπάργανου
Ποτέ εσύ δεν γνώρισες
Περιπλανάσαι νεκρός και αίολος
Στους τροχούς του γαλαξία
Πόθος οι ώρες σου
Και άλιος ο κατατρεγμός σου
Μαζί σου ανεβόησα στην εσοχή
Των λευκών σπάργανων
Την άηχη μνήμη της λάβας
Τις ωδές του φίλιου έρωτα διαμοίρασα
Στην ειμαρμένη κόψη των κρατήρων
Της σελήνης
Απρόσμενα σε βρήκα την εσπέρα
Στην υψικάμινο της ερήμου
Να φλέγεσαι
Λίθινη η μορφή σου
Έχασα το κλειδί που θα άνοιγε
Το κράσπεδο της πυραμίδας
Μου είπες
Κι ύστερα επέδρασες
Επενδυμένος τα σπλάχνα μου
Δραπέτης της φυλακής των παθών
Ιερομάρτυρας και ποιητής της λέξης
Τώρα φοράω τις μούσες σου
Ντύνομαι τον καπνό σου
Σε αφορίζω στην έξοδο φιλιού
Ηττημένη και νηστική προχωρώ πάνω
Στη μονοκοντυλιά των βημάτων σου
Σε χάνω και σε βρίσκω μέσα
Στον θρήνο του καμηλιέρη
Προσπέφτω
Φτερά σπασμένα
Γύρη ιδιαζόντων διαδρομών
Φέρω στους ώμους
Ο δικαστής έφυγε φορώντας
Την αμαρτία του κάτοπτρου
Κήποι χλωμοί σε αποχαιρετούν
Πάγοι απρόσιτοι σε κρύβουν
Και ξαρμυρισμένες θάλασσες
Φιλιώνονται μαζί σου
Στου Σηκουάνα τον αφρό
Μια πέστροφα σε κρυφοκοιτάζει
Και στην ακτή των θαυμάτων
Περιπαίζει το μαγικό
Ράβδισμα των υδάτων σου
Βουλιάζω στην σκέπη των δρόμων σου
Και σαν έμβρυο θηλάζω τις ωδίνες της μήτρας
Προτεταμένο το δάχτυλο των ποταμών
Νουθετεί τις πτυχές σου
Και η φτέρνα της άμμου απορροφά
Τις ικμάδες του αίματος σου
Μια ακίδα από το φιλί σου διαπερνά
Τους αιώνες μου
Στον οικουμενικό πόντο αγρυπνάς

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

οι νύμφες του έρωτα

Λάμνω το φως σε ακρωτήρια διάπυρα
Και σε φιόρδ απάνεμα συναντώ τις νύμφες
Με τις χάλκινες προσωπίδες στο χέρι
Θαλασσινή αύρα διακόπτει τον ίσαλο της ζωής μου
Προσμετρώντας τα άγια πάθη
Στο αριθμητήριο του έρωτα
Εμείς ποτέ δεν εξαντλήσαμε την κάματο των κυμάτων
Λαχουράτοι οι κήποι της Μεσογείου
Φορτώνουν στους κλώνους τους χρυσές εσπερίδες
Ένιπποι αργοναύτες μετοικίζουν
Το χρυσόφυλλο δάκρυ στη χώρα της αμφιλύκης
Χλωμή η παρθένα του πελάγους
Υφαίνει το σεντόνι της αποκάλυψης
Στο αναστάσιμο κύτταρο του ιππόκαμπου
Διάβασες τη σκούρα άρμη της μοίρας σου
Η Ιωλκός χαμένη από το χάρτη
Έναρξη της ζωής συναπάντημα του θανάτου
Σε αποκοιμίζει
Όνειρα ποδηλατούσες
Και κρύο θειάφι γευόσουν τις νύχτες
Του πανσέληνου πόνου
Ο αιματίτης στα χέρια σου σπασμένος
Από φτέρνα θεϊκή
Σε είπαν ρήγισσα του πόντου
Σε φώναξαν ταπεινό αρμυρίκι
Στην αμμουδιά της Χάλκης
Και το όνομα σου απέκρυψαν στους παλλόμενους
Πνεύμονες του δελφινιού
Αδερφή εσύ
Ελένη Ελπινίκη Ερατώ Έλλη Ελισάβετ
Καμία
Βουεροί ποταμοί σχημάτιζαν πάνω στους ύφαλους
Το δέλτα της ανθρώπινης συγκομιδής
Φτερά των γλάρων αποσκιρτούσαν
Δίπλα σε κλειστά βιβλία
Βιάζοντας τη πορεία της ειμαρμένης Ιστορίας
Η Ιωλκός χαμένη από το χάρτη
Σώπαινες
Με μπράτσα από πηλό και δέρμα αγγέλων
Κωπηλατούσες στο αχανές αύριο
Κρατώντας ένοχα στη παλάμη σου
Το αιμάτινο μαντήλι από τις δροσοσταλίδες
Της λάγνας δύσης

Άκαμπτη και μόνη περιφέρεσαι αργά
Σαν το φαιό σώμα της μυροφόρας νύχτας
Στη γαλαζόπετρα το σπίτι σου
Και στον αιθέρα οι έρωτες σου
Ποτέ κανείς δεν θα σε βρει
Μέσα σε μαιάνδρους πλέκεσαι
Και σε δροσάτα κρίνα ανεβάζεις το λυγμό σου
Μικρή θεραπαινίδα του δεσμώτη χρόνου
Τους μύθους σου σιγοκαίς
Μέσα σε βαθύ πιθάρι
Άκαμπτη και μόνη παραδίνεσαι απαλά
Στο χοροστάσι του ήλιου
Χωρίς πορεία και οδηγούς
Αναβαπτίζεσαι στο χνώτο του θανάτου
Στη κολυμπήθρα σου σιωπούν
Ένδοξες σειρήνες της αυγής
Στους κοραλλιογενείς σου κήπους
Εφορμούν τα μουσκεμένα πηδάλια
Του μαΐστρου
Πατρίδα δεν γύρεψες
Στην γεωμετρία της υδρογείου
Κατέλυσες
Ένας άνεμος βαρκάρης σε καθελκύει
Με σπασμένα ιστία
Στη χώρα σου ποτέ δεν θα εκπνεύσει
Ο στεναγμός
Και το τραγούδι του έρωτα
Μόνη θα χτίζεις εξαρχής
Των εραστών τα κοιμητήρια
Ιδού το έργο σου και το μέγα σου πάθος
Ιδού η θάλασσα και του καημού το αλάτι
Την ανάσταση θα προσδοκάς
Του εξαπατημένου μπάτη
Χωρίς ποτέ να γυρίζεις σελίδα
Στο συναξάρι της Αφροδίτης
Λάμνω το φως σε σκιερά ακρωτήρια
Και με το νύχι χαράζω
Στους κάβους το τραγούδι του έρωτα
Ακάνθινο φορώντας το στεφάνι
Στα τριζόνια εμπιστεύτηκες το μύθο σου
Για αυτό αργοπεθαίνεις τις μελαψές νύχτες
Του Αυγούστου
Χρυσή κλεψύδρα σου χαρίζω
Από ένα βουβό πεντάγραμμο
Μονάχη να συνθέτεις τις επίορκες αλήθειες σου

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

οι άυλοι δρόμοι του φεγγαριού

Μια μελανιά ακριβή χάραξες στο στήθος σου
Γυναίκα πανωραία
Γοργόνα του βυθού
Δυο μαύρες τουλίπες προσέκρουαν τους άσπρους
Κυματισμούς των ματιών σου
Που κοιμήθηκες;
Οι λωτοφάγοι εξυμνούσαν τις γραφές σου
Μπακιρένια τα χέρια σου
Στη κουπαστή σου ξεψυχούσε η φωνή του παπαγάλου
Πολύχρωμες ώρες πολιορκούσαν τα τείχη σου
Δεν υπάρχει βυθός μου είπες που να μην τον έχω διαβεί
Εκεί έζησα, με το περήφανο φτερό
Του παγωνιού στο χέρι
Ένα βράδυ μόνο κατέλυσα στην αμμουδιά των Παξών
Ανεμοστρόβιλοι τύπωναν πηγάδια στην άμμο
Ήχοι ισχυροί μονότονοι της γης
Στην εμπασιά του ορίζοντα μανάδες θρηνούσαν
Τον επίορκο βίο της Κόρης
Αγρίμια θήλαζαν τα μωρά τους
Με το γάλα της λήθης
Και καμαρωτά δελφίνια νανούριζαν
Τη ψίχα της αρμύρας

Δεν υπάρχουν προβλέψεις στη ζωή φώναξες
Ούτε προσδοκώμενα
Την μέρα μου ζω σαν αιώνα
Ανάβοντας τη μικρή καντηλήθρα των άστρων
Δεν υπάρχουν προβλέψεις ούτε προσδοκώμενα
Όταν ο άνεμος παρασέρνει τα δάκρυα της φιλύρας
Και στωικά τα κλείνει στις στοές του ωκεανού
Μόνο ένας αρχάγγελος με χρυσή ρομφαία
Που ακυρώνει τις αποστάσεις της καρδιάς
Ένα τραγούδι πρωινό πλάι στο παλλόμενο κύμα
Σαν αναριγά της μορφής σου η ώρα

Μεταλαμβάνω το φως του κρύου ρείθρου
Και στα μάτια σιγοκλείνω βουερές επαναστάσεις
Στα υπέρθυρα του κόσμου ματώνω
Και χωρίς μαντήλι κατευοδώνω τους νεκρούς
Διανοίγοντας πανάγιους τάφους
Στη χώρα της συκομουριάς
Προσευχές και τερπνούς ύμνους σιγοψιθυρίζω
Και χωρισμούς ανήλικων εραστών κρατώ στα χέρια μου
Δεν θα με βρεις
Στο στήθος μου χάραξα το αντίο
Και στις πόλεις του Νότου μοίρασα αντίδωρο
Στα μοναχικά περιστέρια των νόστων
Με τη αχλή της αύρας διασπείρω τη στάχτη μου
Και Κόρες με σεντεφένια φορέματα
Απαγάγω τις νύχτες

Ο μέγας καβαλάρης διαρρηγνύει
Τις χάλκινες ώρες της ανατολής
Ξέχασα το όνομα σου
Και στους ιστούς της πέτρας
Έκρυψα το πανάρχαιο βόλι του δράκοντα
Στα τέρμινα του βυθού θα ζήσω
Το πολυτάραχο βίο του μαργαριταριού
Μοναχική και μόνη θα φυγαδεύω τα πλοιάρια
Της Αχερουσίας ψυχής
Εγώ ο ουρανός και ο ένδοξος μύστης
Εγώ η φυλακή και ο σιωπηλός αποστάτης
Θα διαβάζω εξαρχής τη τέμνουσα γεωμετρία του πόθου
Μια μελανιά ακριβή χάραξες στο στήθος σου

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

ταξίδι

Στην αυλή σου μπροστά άφησες
Το τσιγγάνικο πέπλο της νύχτας
Αραχνοΰφαντες ώρες σε καθήλωναν
Με λεπτά λεπίδια
Και μάτια βουβά ουρανούς
Αδερφή του χειμώνα
Με λαγνεία τραβούσες τα πέπλα σου
Αγαπημένη Θεά του κρύου στρατώνα
Φύλακα της βροχής
Ιερατείο φοβικό εκκωφαντικών σειρήνων
Στα σπλάχνα σου μια πέτρα ρύθμιζε
Τις εποχές της μελαγχολίας
Ήρθαν ανήλικα τα χρόνια
Με δυο βεργίτσες ταπεινές στα χέρια
Ο ήλιος είχε λύσει τα άλογα του
Ανάβαση, Ανάσταση, ανύψωση

Ταξίδι στους Ιερούς μίτους
Του λαβυρίνθου που αποζητούσες
Ποιος σε καλεί;
Λαμπρές οι μέρες δίπλα στον σημαδεμένο
Ασβέστη του ενδεή Απρίλη
Κι οι νύχτες λευκές σαν το κρύο δόντι
Της αρκούδας
Φευγάτοι ίσκιοι μάτωναν
Τις κληματσίδες της σελήνης
Ξάφνου κοιμήθηκες Του Θεού τον ύπνο
Τριγυρισμένη από αίολους εραστές
Μάινα του δάσους πληγωμένη
Συλλάβιζες το λεξικό του πόνου
Μεγάλη η τομή βοούσε στο στήθος σου

Στο περιστύλιο της αύρας προεξείχαν
Τα μαύρα ιμάτια της σαβάνας
Ραψωδίες απήγγειλαν τα δέντρα
Κι ακόντια θλιμμένα της αστραπής
Άγρυπνος στρατολογούσες
Τους Άυπνους Ταξιδιώτες των λιμανιών
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Ακυρωμένος στα άδυτα δώματα της ψυχής
Άλογα αφηνιασμένα, πετούμενο νερό
Μια σάρκα γυμνή από ιδεολογήματα
Και προφάσεις της στιγμής
Στα τρένα επιβιβάζονταν πεταλούδες
Κι ανεμότρατες βυθισμένες
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Στο αχανές σημείο του ωκεανού
Παράταση της έφηβης μνήμης
Σε κυρτωμένους ιμάντες
Ένα ταξίδι στη κόλαση της τάφρου
Ποιός σε καλεί;

Ουρανοφόροι πελαργοί θρηνούσαν
Τα νεογέννητα μάτια του ηφαιστείου
Ένα Ταξίδι στην πανανθρώπινη
Ιστορία του πόνου
Δυο παγοκύστες στο υπογάστριο
Της θλίψης
Σιωπηλές ακροάσεις και δίκες χαμένες
Σε περιχαράκωσαν
Στο περιλαίμιο σου
Μια αρματοφόρα κονκάρδα
Αιμορραγούσε
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Φόρεσες τον τήβεννο της νύχτας
Δεν αποστάτησες
Διττή πορεία χωρίς ηγεμόνες
Και μάρτυρες
Το διάφανο δάκρυ της πέτρας
Αστόχησε στο μέτρημα της σκόνης
Στο βυθό της νύχτας αποτεφρώνω
Τις σελίδες μου και σε καλώ

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

οιωνός

Κι ήρθαν οι ποώδεις ημέρες
Κι ανέμενα την παρουσία σου
Στο λιθόστρωτο επίσημα
Με ακολουθούσε ένας αγριόκακτος
Τα τσίγκινα μάτια του αρότρου φλέγονταν
Από χρυσαλίδες ώρες
Πολύζηλοι ωκεανοί ξεπέζευαν
Τα οράματα του συμπαντικής αρμύρας
Μέσα στο φλασκί της γης είχες κρύψει
Τα ματογυάλια σου και μια χρυσόμυγα
Που πετάριζε μοναξιά

Ροκανίζω το χρόνο μου είπες
Με τα φτερά δόντια του Ερμή
Ποτέ δεν διάλεξα το σπίτι
Με την αγριοτριανταφυλλιά
Απλά μου δόθηκε σαν Μάης
Είχε ασημένια αγκάθια
Και μια δυσβάσταχτη μυρωδιά
εξέπνεαν τα ρόδα της
Πιστεύω στα θαύματα μου είπες
Και τις μυρωδιές της γης
Κρατώ σφιχτά σαν χαλινάρι
Ειδικά αυτές του δειλινού
Ή την ώρα του αποσπερίτη
Όταν μυρμηγκιάζει στην πλάτη μου
Το πρόσταγμα της ζωής
Συγκαλύπτω τους θησαυρούς μου
Και λίγο - λίγο ανεβάζω
Τις κλειδαμπαρωμένες ομπρέλες
Των μανιταριών
Ακούω τραγούδια
Και περιχαρακωμένες σονάτες
Καθισμένος πάνω στον εξάγωνο κορμό
Σκουντώντας ένα πολυμήχανο ελατάκι

Κι ήρθαν οι ποώδεις ημέρες
Και είχες φανεί
Σπρώχνοντας ένα αναπηρικό καροτσάκι
Η κοπέλα της βιτρίνας έκλαιγε
Με ολοφυρμούς
Οι οιμωγές των άστρων
Έφταναν από πολύ μακριά
Σκέψου τον μπλε διάδρομο του νοσοκομείου
Γεμάτο αστέρια σου είπα
Μες την αίθουσα του χειρουργείου
Να ανταγωνίζονται τα ψαλίδια
Στις αίθουσες και στους διαδρόμους
Σε αγαπώ με το σαπισμένο
Κίτρινο φως των λαμπτήρων
Πάντα ξεχνούσες τις εξετάσεις
Με τα σκιερά κύτταρα του εγκεφάλου
Έφυγες νωρίς κι η συνταγή χάθηκε
Όταν ανοίγω το συνταγολόγιο
Βρίσκω μια δική σου λευκή τρίχα
Και κουβεντιάζω

Συσπώνται από ζωή τα γόνατα
Και οι παλάμες μου χτυπούν
Σε ρυθμούς αφρικάνικους
Νιώθω καλά που σε βρήκα
Κι ανοίγω το στερεοφωνικό
Στόμιο του χειμώνα
Επιβλέπω τις στάχτες σου, το κρεβάτι σου
Τα ρηγματωμένα σου νύχια
Η γλώσσα σου ανεβάζει στρατιές υδροκυάνιου
Κατά διαστήματα σου απευθύνω τον λόγο
Ξεχνώντας παράδοξες μηχανορραφίες

Γράφω μια επιστολή
Και την ρίχνω στην τσέπη σου
Ούτε με ακούς ούτε με βλέπεις
Θα ζήσω στα βράχια στο είχα προεξοφλήσει
Με μόνη παρέα έναν αδύναμο πουνέντε
Τις γραφές να φυλάς από εκείνο το αριστερό δάκρυ
Που επιμένει να αναστηθεί
Τις γραφές και τις ρυτίδες του κίονα
Ποτέ εσύ μη παραδόσεις
Εκεί όταν οι ποώδεις ημέρες
Θα στραγγίζουν τα ρινίσματα των γλάρων
Αναγεννημένη θα τρέφομαι μόνο με ροδανθούς
Και σεμνές πασχαλιές
Στα χέρια μου θα κρύβω μια αμπούλα
Από τα ολόδροσα πηγάδια της σελήνης
Αυτή μόνο θα σου χαρίσω
Και ξέρεις γιατί
-Αποστάλαγμα για να λαμπρύνω τις μέρες σου-

Ήρθε ο καιρός της περιπλάνησης
Του πολυδύναμου τσίρκου
Σκοτεινιάζει και κατεβαίνω στα βρύα του νου σου
Πριν καρτερέψεις τον ρόγχο κρύψε το αδράχτι της οξιάς
Και τη βέρα του αλουμίνιου στην πίσω κάμαρα
Ή στο αγροτεμάχιο που εκεί ενταφιάσαμε
Το σκληρό ράμφος του δρυοκολάπτη
Μη καταδεχτείς καμία συναλλαγή
Με τον εχθρό της πέτρας

Στις ποώδεις ημέρες γλίστρησε
Το διπλό μάτι της αμφιλύκης
Είναι ο οιωνός που περιμένω
Χρόνια τώρα
Μόνο μη γελαστείς από τις βουερές
Συνάξεις των ταράνδων
Θα είμαι εκεί με ένα διαμελισμένο μωρό
Στην αγκαλιά
Για να σου μάθω τους ανώδυνους
Κράχτες της δρυός
Στο ερύθημα της αμφιλύκης
Οι ποώδεις μέρες επωάζουν
Το κίτρινο δάκρυ του κάστορα

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

το τραγούδι του νεκρού ψαρά

Στις όχθες της λίμνης τέσσερα αγάλματα τυφλά
Φρουρούσαν την στένωση των υδάτων
Ένας ακροβάτης χάιδευε τα ακρόπρωρα της φυγής του
Ταγμένος από αιώνες για μια μυστική αποστολή
Μια απόχη σκιρτούσε στην πλάτη του
Χάρτινα τα πόδια του κι η παλάμη του μνηστευμένη
Με το εύηχο ξύλο της οξιάς
Φορούσε ένα κυανόχρωμο χιτώνα και στα μαλλιά του
Ανέμιζαν κορδέλες μεταμεσονύχτιων απουσιών
Μωβ αποχρώσεις Θανάτου
Θαυματοποιός ή μύστης
Κυνηγός ή της ζωής απόσταγμα
Βάδιζε στο ασύμμετρο όριο της λίμνης
Και στους ιστούς που μια αράχνη έπλεκε στις λυγαριές
Προσεκτικός κι αμίλητος
Ανάσταινε την εφηβεία των γυρίνων
Στα χέρια του μια επιστολή με το χρυσόβουλο της λήθης
Εκστατικά παρακολουθούσαν τα αγάλματα
Μέσα από τις τυφλές κόγχες των ματιών τους
Ο ακροβάτης εξημέρωνε τους κυματισμούς της πέτρας
Κι άφηνε ελεύθερα τα πουλιά να βρέχουν τις φτερούγες τους
Στα νεκρά νούφαρα
Στο περιλαίμιο του θρηνούσε μια μικρή αχιβάδα
Και το μπακιρένιο κλειδί του Δράκου
Ο παραλήπτης της επιστολής είχε μετοικήσει
Πριν χρόνια στα χωριά του νότου
Ανύποπτος άνοιξε το φάκελο
Ένα χαρτί με δώδεκα γωνίες χαράκωσε το βλέμμα του
Αρώματα του ποταμού ξεχύθηκαν
Στους μαρμάρινους πόρους των αγαλμάτων
Βραχύς ο λόγος και ζεστός
Σαν τα ψάθινα καπελίνα που φορούν οι κοπέλες
Στις βόλτες του απογεύματος
Ένα άγαλμα μετακινήθηκε και μάδησε θριαμβευτικά
Το κεφάλι μιας μαργαρίτας
Έδεσε το κορδόνι του αργά σαν τον ψαρά που τυλίγει
Το παραγάδι του πριν κοιμηθεί
Βραχύς ο λόγος και μεστός με τις εξάγωνες αμαρτίες στα χείλη
«Την Άνοιξη θα ανέβει στην χλόη ένα τραγούδι αγάπης
Που ποτέ δεν έχει γραφεί
Καρτέρεψε το μονάχα το πρωί για να το ακούσεις»
Δεκάστιχο μειδίαμα ανέβαζε η λίμνη στις όχθες
Έκλεισε την επιστολή
Καρτέρεψε…
Θαυματοποιός ή μύστης
Κυνηγός ή της ζωής απόσταγμα
Διάβασε τον αποστολέα
Άγνωστος
Μια πέστροφα ξάφνιασε την πρεμιέρα του τοπίου
Τα αγάλματα είχαν φύγει
Στο βάθρο τους ένα τυφλό τριζόνι κούρντιζε απαλά
Τις φλέβες των μοναχικών μαρμάρων
Η Άνοιξη διάβαινε βουβή πάνω στο μουδιασμένο
Σώμα του ακροβάτη
Ένα τραγούδι μόνο σαν εφτάψυχο κύτταρο
Έβγαινε μέσα από τη στοά της γης
Ερωτευμένο το χώμα ερωτοτροπούσε με τις λέξεις
Άγνωστος ο αποστολέας
Ελένη, Έλλη, Ελπινίκη, Ελισάβετ
Κανείς
Στους καλαμιώνες μια κοπέλα παρακολουθούσε
Το σκηνικό σιγοψιθυρίζοντας τραγούδια αγάπης
Άγνωστος ο αποστολέας
Κι οι βλεφαρίδες της λίμνης υγρές
Από τα βάθη της αναδύθηκε ο νεκρός ψαράς
Παρέλαβε την επιστολή και χάθηκε πίσω από τους καλαμιώνες
Ένα ολοζώντανο τραγούδι θρόιζε μέσα στους θρόμβους
Της καμένης φοινικιάς
Η κοπέλα περπατούσε ξυπόλυτη στον ίσκιο των τυφλών αγαλμάτων
Ο νεκρός ψαράς ονειρεύονταν ένα δάσος από μάτια
Ένα τραγούδι αγάπης ενορχήστρωνε η πένα της χλόης
Καρτέρεψε με…
Τα στοιχεία συμφωνούσαν απόλυτα
Ταυτοποίηση αναχώρησης
Στην εσχάτη των ποινών καταδικάστηκε ο ακροβάτης

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

τέμνουσα

Η πρωινή σου φωνή ήχησε
Σαν ένα κόκκινο γαρίφαλο
Σπασμένο
Όχι σαν αυτό που φορούν
Οι τσιγγάνες στο αυτί
Και ιλιγγιωδώς λικνίζονται
Στους χορούς της κοιλιάς
Σπασμένες οι νότες μας
Στο συλλείτουργο
Του απογεύματος
Αναδιπλώνουν τις ήττες τους
Πολύχρωμα συλλαλητήρια
Αναπαύονται
Στα μάτια της περικοκλάδας
Του κήπου
Κόκκινο γαρίφαλο χάρτινο
Σαν αυτό που τραβούν
Οι ζητιάνοι στην λοταρία
Όταν σκοτεινιάζει στο βέλος
Παίγνιο στα χέρια μου
Τριβή στα επετειακά μου
Καθήκοντα
Αόρατος ταρσανάς παραφυλάει
Τις στιγμές που χάθηκαν
Μες στις ρεκλάμες
Με τα ακονισμένα μαχαίρια
Και τις σπασμένες ξιφολόγχες
Σήμερα απήγαγαν το κίτρινο μάτι
Της λεοπάρδαλης
Ανεκτίμητο πετράδι
Το τοποθέτησαν δίπλα
Στο εικονοστάσι
Με τα ανοιξιάτικα στέφανα
Των σφαγμένων ποιητών
Κόκκινο γαρίφαλο χάρτινο
Και μια πνοή από μέλη
Ακρωτηριασμένα
Σε μυστικούς δείπνους λατρείας
Η λεύκα τινάζει απελπισμένα
Τα χέρια της
Δεν προχωρεί
Εξετάζει το τοπίο
Περίλυπο
Χτίζει ένα μικρό καλύβι
Στην εξοχή
Πλάι στα ουράνια ποτάμια
Που δεν λένε να στερέψουν αγκαλιές
Ο κουρασμένος καβαλάρης
Τραβάει μια δέσμη
Από ιμάτια σκονισμένα
Τα παραθέτει στα πόδια του
Φτερά φυτρώνουν αίφνης
Το άλογο του πράσινο στολίδι
Στις βομβαρδισμένες ημέρες
Της νεαρής χλόης
Κόκκινο γαρίφαλο χάρτινο
Παγιδευμένο σε τρένα επιβατικά
Καλοσυνάτοι ταξιδιώτες
Φρουρούν τα κάστρα
Που γλιστρούν μπρος από τα μάτια τους
Στήνουν προπύργια
Σε νηστικές μοναξιές
Αμαρτάνουν στις στάσεις της γης
Αμήχανα ανοιγοκλείνουν
Τα χάρτινα κιβώτια του έρωτα
Παίρνουν χαρτί σχεδιάζουν
Τεμνόμενα νοήματα
Στοχάζονται γραμμές
Και τελικές ευθείες
Στριμώχνουν το χαρτί στο χέρι
Κόκκινο γαρίφαλο χάρτινο
Τειχίζει τη γη των ονείρων

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

ήρθαν αργά

Περιπλανιόμουν στους δρόμους
Της σελήνης
Με τους ταφικούς μου φίλους
Άλλοτε σε λιμάνια ολόγυρτα
Κι άλλοτε στης στέπας το κρανίο
Πολυσχιδής η μοίρα της χήρας Άνοιξης
Μαδούσε τρίχρωμες μαργαρίτες
Στο αμπέλι των κυκλώνων
Αναρριγούσε η λεύκα πένθιμο φυλλορρόημα
Ποτέ μην μιλάς πριν ο χρόνος κλείσει
Στωικά τα χέρια στα μάτια
Κατεβάζαμε τις λυχνίες του τρένου
Στο χάσμα του μετώπου
Πέτρα -πέτρα χτίζαμε το τελευταίο
Φυλάκιο της λήθης
Απούσα η μέρα μόνο ένα δάκρυ
Μας κοιτούσε στο απόβροχο της ζωής
Τραγικά πρόφερες το όνομα μου
Μα δεν σε άκουγα
Περικυκλωμένη από στρατεύματα
Ανίατων λέξεων που φοβούνται να πεθάνουν
Τρυγούσα τις αφίξεις του πένθους
Πέτρα τη πέτρα μετέφραζα την κλίμακα των ήχων
Δεν ήταν μοιρολόι ούτε αναστάσιμο τραγούδι
Ούτε μπαλάντα αγάπης να τραγουδάς
Θούριος για να διαβαίνεις
Μήτε παιάνας να λυγίζεις το τόξο
Μόνο ήχοι άσπαστοι προδομένοι
Στιγμές χαμένες μάταιες
Άναρχες ρήσεις και συλλαβές
Κρωγμοί του παγονιού στάσιμοι
Χορδές καμτσικιού και δέρμα αλόγου ζαρωμένο
Συγκράτησα δυο τρεις στίξεις στης ζέβρας το μαρτύριο

Όταν η θάλασσα πονάει τα κύματα σχηματίζουν
Στους βράχους πάλλευκα δάση
Καρτέρεψε την δική μου μοναδική στιγμή
Δεν είναι το περιγιάλι και οι μαυροφόρες
Τουλίπες που με ξεγέλασαν
Ούτε τα κάστρα που πίνουν το αμίλητο νερό
Και πια δεν αντιστέκονται
Δεν είναι ο γύπας που τα νύχια του παγίδεψε
Ούτε το λίκνισμα της αορτής που αργοπεθαίνει
Μόνο ο περίπατος της σελήνης που χέρι –χέρι
Με τραβά στην άβυσσο
Μιλάω αργά για να με ακούς
Βαδίζω αργά για να με βλέπεις
Πλέω μες το κενό να με ξεχνάς
Κι όταν σου λείπω φοράω μια προσωπίδα χάρτινη
Φύγε για να αποκτήσω μορφή στη κόλαση

Στην μάντρα που πλαγιάσανε οι ταφικοί μου φίλοι
Απλώθηκε το μεσημέρι πάναγνο
Ο τόπος μου κι ο χρόνος μου εδώ
Κι ένα σποράκι πολύκλωνης βιολέτας
Να έρχεσαι
Στέρνα στεγνή λούζει τον κόσμο
Κι ένα πιθάρι τρύπιο τον μεταπλάθει σε όνειρο
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι
Μες το περίβλημα της νεαράς σελήνης
Αποκοιμιούνται
Άνυδροι και μελαγχολικοί
Με λόγια ριζωμένα στο αυτί
Κι επιστολές παπύρου δυσνόητες στο χέρι
Ιερογλυφικά σφηνοειδείς εκρήξεις
Χωρούν στο πέλμα τους
Σαν διαβάζεις τη σιωπή αβέβαια τα βήματα προχωρούν
Στις ακροπόλεις πια κανείς δεν ζει
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ακρολίμανο

Ω δίχτυ πικρό της καταιγίδας
Αμετάπειστη ώρα
Συνάντησα μια πολίχνη απόψε
Να λυμαίνεται τους ιδεώδεις
Κύκνους της νύχτας
Μικρές κοφτές νεροσταγόνες
Αναβοσβήνουν τις φωτιές στο Ακρολίμανο
Μια γυναίκα υπερθεματίζει
Το βίο της θάλασσας
Αγιασμένη η κόμη της από
Εκατόνταρχες νύμφες
Σεπτή η μορφή της
Σαν τα χέρια των φρουρών
Που κοιμήθηκαν
Ο χρόνος αποσταγμένος
Στο διηνεκές της λόγχης
Φυλάκια ακολουθούν
Τις υγρές της χτένες
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Κλειστές οι πόρτες του ήλιου
Χρυσοκένταυρες αυγές
Σε αποχαιρετούν
Βουβή προχωράς
Και οι ευκάλυπτοι σου χαρίζουν
Τα δακτυλίδια των κορμών τους
Ζάντι πράσινο στου πελεκάνου το ράμφος
Μικρή Οφηλία της γνώσης
Άνεμοι σε ακολουθούν
Και χέρια στιβαρά βαραίνουν
Το στήθος σου
Το μαγκάνι σπασμένο στο πηγάδι
Δεν αποκρίνεται
Στο Ανατολικό Αμπέλι λαξεύσαμε
Μια πέτρα να σου μοιάζει
Την ντύσαμε με τα σεντόνια
Που κοιμήθηκες
Ακριβό παιδί του πελάγου
Βαφτίστηκε το όνομα σου
Πελαγία
Χρώματα ζεστά και γήινες παραλλαγές
Θανάτου αποκρούω με δίχτυ παγονιού
Θύσανοι κόμποι σε περισφίγγουν
Νερό ταραγμένο
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Άνοιξε το συρτάρι με τους ανεμοστρόβιλους
Εκεί κατοικείς με τις μικρές
Θεραπαινίδες να βλαστημούν
Περιπατητές χωρισμούς
Σπαθί τω Μαγυάρων
Οι αιματοδείχτες των φρουρών βγάζουν
Ανεξήγητους ήχους
Μη πιστεύεις στα σήματα της ηλακάτης
Μια θάλασσα βίαια τη καθελκύει
Μια γάζα η ζωή μουσκεμένη
Κι εσύ νωπή ακόμη κάτω από τη μαρκίζα
Ζεσταίνεις το είδωλό σου.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

εμπύρετος όψις

Και θάρθει η μέρα και θάρθει η μέρα
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Αμμόλοφοι θα σε κυνηγούν
Και πέτρες θα σε πετυχαίνουν
Εκεί στο καύκαλο του τζιτζικιού
Που έπεσε από το δέντρο
Πρώτος θα έρθει ο ληστής
Με ένα καρφί
Και κουδουνάκι στο αυτί να τρέμει
Χορούς θα στήνει το πλοκάμι του ήλιου
Και το φεγγάρι ντέφια θα πουλά στους δρόμους
Ακριβοθώρητη ακριβή η μέρα στο Μεγανήσι
Τρελούς χορούς θα στήνουν οι ψαράδες
Μόνο με την ηχώ σου θα μιλάς
Και με τα σπλάχνα της γριάς μπουρού
Σε ακτές ασημοφίλητες θα λειώνεις με αμόνι
Του χελιδονιού τις μέρες
Χλοερές εσπερίδες θα χτυπούν τα σήμαντρα
Ναυάγια θα εκπορθεί το γιγάντιο μάτι του γλάρου
Και θάρθει η μέρα που οι φυλές
Θα σμίγουν στο βωμό
Οι ομπρέλες των χαμομηλιών
Θα δυναμώνουν αίμα
Γλυκόθωρες πασχαλίτσες θα σε κοιτούν στα μάτια
Πίσω από τις πλάτες των ωκεανών
Θα στιχουργείς το ποίημα
Ιτιές θα ανεβάζουν τους ορυζώνες των κυκλώπων
Εσύ τραγούδι
Και φιλί ηδονικό
Στης πεταλίδας τον σκούρο ύπνο
Και μιαν αυγή που σαν το χρέος σου ξοφλήσεις
Θα έρθει ο ύπνος της θάλασσας να σε ξυπνήσει
Ωραίος και γαλήνιος
Θα βγεις στη κορυφή του κόσμου
Για να διαβάσεις εξαρχής
Τους δρόμους της παλάμης
Πρωθύστερος με μια σχισμή στο πέτο
Θα προσδοκάς τροφή από τα θαλασσοπούλια
Αιώνες θα συμπράττουν την απουσία σου
Εδώ θα μείνεις τυλιγμένος στη κλωστή της χλόης
Κάτω από τη γέρικη καρυδιά
Με τους νεκρούς αρματηλάτες να συνομιλείς
Αηδόνια θα σου φέρνουν το ψωμί
Και την καρό κουβέρτα του ζητιάνου
Είσαι ο νόστος στο τσίγκινο πλοιάριο του Νότου
Μακρύς- μακρύς ο δρόμος θα σε κυκλώνει με ευχές
Και θάρθει η μέρα της Αποκαθήλωσης των λουλουδιών
Εγώ θα καρτερώ με το μαντήλι του κάβου αδειανό
Μυριάδες οι στιγμές και μύρια στρατεύματα
Θα προσκολλούν τους ήλιους
Μαργαριτάρι
Μαργαριτάρι μαύρο
Εργαστήριο του βυθού
Πάνω στην άμμο θα στραγγίζει τις αμαρτίες σου
Θα είμαι εκεί με ένα σκουφί κυκλάμινου
Να σε γιατρέψω
Χωρίς αλάτι
Χωρίς αφρό
Χωρίς το κάματο των κυμάτων
Απελευθερωμένη και ταπεινή να σου μιλώ
Στις χίλιες και μία Λέξεις των κόκκων της ρίζας
Και θάρθει η μέρα και θάρθει η μέρα
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Εμπύρετος η όψη μου μεταναστεύει

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

οι πορθητές της ξενιτιάς

Σταφυλοδάκρυ και ρακί
Κερνούσες τους πορθητές της πόλης
Χρόνια περιπλανιόσουν άεργος
Στις εσχατιές του σκότους
(Μες την κοιλάδα που ο ήλιος δεν δύει λαμπερός
Και το φεγγάρι στέφανα λάμνει στο δάχτυλο του}
Σε είπανε σταυραετό ρόδο του κανενός
Σε φώναξα αγράμπελη να μπαίνεις στα τραγούδια
Μεσίστιος άνεμος φυσούσε στις εμπασιές της πόλης
Απήγανος η πίκρα σου
Λινό πουκάμισο η σάρκα σου
Τα άκρα μανιέρα κόκκινη να προχωρά στο δάσος
Στο αίμα βουίζει η θάλασσα
Στο κλάμα ο σιρόκος
Με αχτίνες μαύρες αγκίστρωνες τα πέλαγα
Λαός σε περιέπαιζε με καλαθένια μάτια
Τα δυο σου στήθη καλαμιές δρόσιζαν τον αχάτη
Νερό έπινες στα σκίνα και άσπρες πεταλίδες
Στα πέλαγα απάγκιαζες τις τρίκορφες κανδήλες
Στον όρμο των χειλιών σου με τα δελφίνια έπαιζες
Και τα φτερά σου κέρωνες
Με μαύρο ρόδι τρυφερό
Το Σάββατο του γυρισμού
Φώτισες με λαμπάδα
Και πήγες και κοιμήθηκες στο ευαγγέλιο της μνήμης
Σταφυλοδάκρυ και ρακί κέρναγες στην άσπρη πύλη
Σε δίλοφα ξωκλήσια τις ξενιτιές αντάμωνες
Και προσωπεία χρυσά κένταγες στους νεαρούς Ατρείδες
Άλογο ανέμου έσερνες και δυο μικρά κοτσύφια
Πως κελαηδούν;
Τι γεύεσαι;
Που πας;
Και πως κοιμάσαι;
Σου στέλνω με το κύμα αχειροποίητη γραφή
Mε της βροχής πλατάγισμα σου στέλνω τη μορφή μου
Να χεις τραπέζι να δειπνάς κοντά στον αγωγιάτη
Λινό να βάφεις θάλασσα λινό να παίρνεις όρκο
Και δυο φιλιά δαφνόφυλλα να κρύβουν τη σκιά σου
Μέδουσες να σε ντύνουνε και Νύμφες να σε πίνουν
Να ορφανεύεις από γη
Μέγα Άρτο να πλάθεις
Μες στα παζάρια να γυρνάς
Στα κρύα αρτολίθια
Τους άκληρους ψαράδες
Να φωτίζεις με έρωτα
Σταφυλοδάκρυ και ρακί να βγει το μέγα γλέντι
Νάρθει η Άνοιξη θαλερή
Με δυο παραφυάδες στο κόρφο
Και μες σε μάτια αρχάγγελων το θάνατο να κλείσει
Είναι ζωή
Είναι χαρά
Και μωβ λουλούδι αρμύρας
Είναι βραδάκι γαληνό
Και πέτρα δαγκωμένη
Κι είναι νιφάδα κόκκινη
Μες στη ματιά του Δράκου
Σταφυλοδάκρυ και ρακί στους πορθητές της ξενιτιάς

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

χρυσό καρφί

Η ποίηση πήρε ανάρριχτο ένα βλέμμα
Το έριξε στη πλάτη σαν το δισάκι του ψαρά
Που επιστρέφει από την μεγάλη τάπια
Με ένα ολόχρυσο καρφί πάνω στο χείλος
Της αυγής
Τα βλέμματα υποφέρουν στις σκιές
Ζητούν ανοιχτωσιές
Πλαγιαστά κοιμητήρια λατρείας
Θαμώνες να ξεκουραστούν
Κι ένα τσίγκινο πιάτο να καταθέσουν
Σεπτά τα ανομήματα τους
Οι αμαρτίες πληθαίνουν τα ηφαίστεια της στάχτης
Ημιτελές αφήνουν το τοπίο
Τι άλλο να κάψεις
Μόλις χτες απήγγειλες τα μελαψά ποιήματα
Του Αυγούστου σε περιπλανώμενα τρένα
Σιγούσαν οι σταθμοί
Μπάρες ανεβοκατέβαιναν
Ο σταθμάρχης έπαιρνε το σκαλιστό
Μονοπάτι του φάρου αγκαλιά
Κι ένας τσιγγάνος με τραχύ μουστάκι
Άναβε τη φουφού να ζεσταθεί
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ενοχής
Η ποιήτρια κι ο ταξιδιώτης έβρισκαν
Χαραγμένες αμφίσημες πνοές στο παγκάκι
Παρατεταγμένη η ζωή
Ασαφή τα σημεία
Ένα στιλέτο προεξείχε
Το θηκάρι, δερμάτινο ανθοδοχείο
Με δυο κρίνα πάλλευκα τρέμιζε…
Τι να αποστηθίσεις;
Συλλάβιζες μια χαρακιά
Αντάμωνες δυο λέξεις
Αντιμέτωπες σε κυριακάτικα τραπέζια
Αυτές που πάντα ψιθύριζες
Όταν η αρμύρα έκαιγε τα βλέφαρα
Με καταιγιστικούς στίχους
Δεν θυμάσαι!
Εμπνεύσεις περιχαρακωμένης στιγμής
Το κάδρο στο ημιυπαίθριο καφενείο
Ανέδυε το άρωμα του άδειου σπιρτόκουτου
Καθημερινά λόγια μονολογούσε το άγαλμα
Στην απέναντι πλατεία
Χρυσό καρφί το βλέμμα στο πάνω χείλος
Της σιωπής
Ημέρωνε το ψύχος στο πρόσωπο σου
Ο υπνοβάτης ξεχνούσε στον ύπνο τα χέρια του
Χτυπούσε τη πόρτα
Φοβόσουν να ανοίξεις
Δεν άνοιγες
Πώς να επισπεύσεις ένα χειροφίλημα
Απόλυτη ησυχία
Το ποίημα τραβούσε σε μάκρος
Περιέφραζες δυο τρεις χρήσιμες λέξεις
Για να ξεχνιέσαι
Κι αναπηδούσες χαμογελαστός
Στην διαχωριστική γραμμή του τρόμου
Αναπολούσες το παρελθόν
Τους ανέφελους πλανήτες των ονείρων σου
Κι αφοσιωνόσουν στον αιφνίδιο θάνατο σου
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ζωής

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

οι άλιοι μετανάστες της όχθης

1
Το ραδιόφωνο μετέδιδε ερωτικές μπαλάντες
Σαν το ημιθανές χέλι ένιωθα
Να σπαρταρώ στην όχθη
Του ολόφυρμου ποταμού
Μενεξεδί πουκάμισο της Δύσης
Ράπιζε τον αέρα με διάπυρα στίγματα λήθης
Οργασμικός κυματισμός υδάτων
Ρεύμα ατίθασο σαν το τρωκτικό χτύπο της λεύκας
Κρατούσα στα χέρια λάμα αστραφτερή
Με αστεριού μορφή
Η πέστροφα δεινή κολυμβήτρια
Μεσουρανούσε στην αρένα του σύννεφου
Με ανεπαίσθητες κινήσεις ακριβείας
Και γυάλινους οφθαλμούς επαρμένης πίκρας
Κοντραρίζονταν με την οργή των φυσαλίδων
Το πλατανόφυλλο μακάριζε την ματαιοδοξία
Του νούφαρου
Κιτρινισμένο έπλεε μικρές ανάσες
Εχεμύθειας στις νευρώσεις
Κρατούσα ένα δίχτυ στα χέρια
Δεμένο με το αμόνι του ήλιου
Κοφτερές πέτρες πλήγωναν
Γόνιμες πατημασιές
Πρόσεχε
Την απόγνωση στον βηματισμό
Επαναλαμβάνει αόριστες αντωνυμίες
Σαν τρέμουσα προσευχή
Υγρή η τοπογραφία εγγίζει πλατύφυλλα μάτια
Συνομιλώντας με εγγαστρίμυθους συνδυασμούς λέξεων
2
Είχα αγοράσει κάποτε ένα καλάθι
Από τους δουλευτές της όχθης
Εκεί έκρυβα λόγια παιδικά, εφηβικούς έρωτες
Και μια καρφίτσα από το βασίλειο του Περσέα
Αύριο θα φύγω σου ψιθύρισα
Για ένα ταξίδι κάπου στο κόσμο
Των άλιων μεταναστών
Ένα μαντήλι κρατώ για χειρολαβή
Δεν θα πέσω στο κενό των οριζόντων
Γκρεμίζω στον χρόνο ονειρευτές γυρολόγους
Που τόσο αγαπώ
Σε όχθες δύσβατες μια πράσινη πέτρα
Αφαλατώνει της ψυχής το τρελό άροτρο
Κάποτε ίσως βρεθούμε σου είπα
Στης βεντάλιας την αποπνικτική καρτερία
Μικρό καλάθι θα κρατώ
Μη μου χρεώσεις την κατακόκκινη ηδύτητα
Του τριαντάφυλλου
Και ίσως αγαπηθούμε εξαρχής
Στην εκπνοή του ακροατηρίου
Άγιες μελωδίες συνθέτω

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

σκηνογραφία

Ημισέληνα δυο μάτια στραγγίζουν το άλας
Από τον ιδρώτα της θάλασσας
Σφουγγάρια ανεβάζουν οι αλιείς
Από τους εγκάρσιους πυθμένες
Πνιγμένοι στα θεληματικά τους μπράτσα
Ώρα βουβή σαν το ύστατο βλέμμα
Του κοιμωμένου Βιολιστή
Πάνω στους απολιθωμένους μίσχους της παπαρούνας
Αψέντι κερνά ο ήλιος
Στους πολιορκητές της προκυμαίας
Βαδίζουμε γυμνοί και αθώοι
Στην περιφορά του
Ανάμεσα σε άνυδρες στέρνες
Και αφαλατωμένα υποστατικά
Μια ανάσα η ζωή που βουρκώνει
Την ηδύτητα του κοχλία
Σοφές χελιδονοουρές σκάβουν
Ένα μνήμα στο κήπο
Αναρριγά η χλόη και το μάτι του ηλίανθου
Στρέφει ελπίδες φωτός στο σκοτάδι
Δυο φίλοι την παράσταση ετοιμάζουν στο λιμάνι
Καρτερικά κρύβουν
Κάτω από τη μασχάλη
Δυο κλειδιά
Κι ένα σκισμένο σκίτσο μουσουργού
Ο θεατρώνης επιθεωρεί το σκηνικό
Με το αριστερό ματογυάλι
Αβέβαιος ο θίασος επιβιβάζεται
Στο ιστιοφόρο με τη πελαγίσια
Σκηνογραφία
Κι αποχωρεί
Ελλείψει θεατών
Κρύα τα χνώτα της μπουρού
Σφραγίζουν λησμονημένους διαλόγους

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

παραμύθι

Το πράσινο σκαθάρι του Έρωτα πάνω στο δέντρο
Έκρωζε ξεθυμασμένες λέξεις
«Με αγριολούλουδα θα σε ντύσω
Μικρό παιδί του Απρίλη»
«Απασφαλισμένη η καρδιά μύχιες μυρωδιές αναδύει
Δες τα φεγγάρια πόσο μαύρισαν»
Πένθιμοι αμαξάδες το χέρι τείνουν
Σε ονειρικές δεσποινίδες
Με ποιους ρυθμούς να δοθώ στο παραμύθι;
«Χρυσό το γοβάκι αμάρτησε
Σε ξένα πέλματα»
«Η αχυροκαλύβα μετοίκησε στην λεκάνη
Του γιγάντιου καταρράκτη»
Δυο αμαξοστοιχίες στα ακρόπρωρα του μεσημβρινού
Ζώνουν με σφίξεις αρμονίας τον κόσμο
«Πόσο διαρκεί το ταξίδι στον λοβό της γης;
Ημέρες και νύχτες αγρύπνιας εναλλάσσονται
Στην δακτυλογραμμή του πνεύματος»
«Στην οθόνη το τρέιλερ επαναλαμβάνει
Ξένιες αποδράσεις στα άδεια πάρκα»
Μια ζωή έχω μόνο…
Στο πλατύ γιαλό οι ασημένιες κορδέλες
Προετοιμάζουν τη τελετή
Της απαραχώρητης Ανατολής
Απομακρύνω μεθυσμένους ημεροδείχτες
Από το συρτάρι της νύχτας
«Στο ληξιαρχείο διόρθωσα λαβύρινθους
Και βαρετές χρονολογίες»
«Κανένα ψεγάδι δεν βρήκα στον μακρύ
Κατάλογο των παθών»
Πικρή η ανάσα του Έρωτα χνώτισε
Τα βλέφαρα μου
«Στο σήμερα σιγούρεψα το σκιερό
Βλέμμα της τίγρης»
«Μες στη σαβάνα πληθαίνουν οι αλχημιστές της χλαίνης
Ώριμους οπώρες φυγαδεύουν στη κλεψύδρα
Του ουράνιου θόλου»
Βάστηξα χρόνια ανοιχτές τις πληγές
Για να έρθεις
Ξεγελώντας τους μύστες του αίματος
Ναυαγός αποσταμένος και χάνομαι.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

βουβός ταξιδιώτης

Ξεχέρσωνε τα αμμολούλουδα στην παραλία
Πριν έρθουν οι μεγάλες βροχές
Κρόσσια ανέμου έπλεκαν στα μαλλιά του
Μικρές νησίδες περίφρακτες
Ανήσυχος ένας άυπνος ήχος
Σπαρταρούσε πλάι στο κύμα
Μικρές κομμένες φράσεις έπεφταν
Πληγωμένες
Ψαλίδισμα του χελιδονόψαρου
Στα πεινασμένα σύμφωνα
Κομφετί ασημένιο πάνω στα χείλη
Του αφρισμένου βράχου
Γεύση και θέα της θάλασσας
Πλάι στην ανοιχτή πληγή
Της καμένης γης
Ο ταξιδιώτης φορούσε το καινούριο
Καπέλο με το πλατύ γείσο
Πελαγοχτυπημένος
Το παλτό διπλωμένο στα τέσσερα
Πάνω στη σέλα του ποδηλάτου
Αργόσβηνε η μέρα με τη μεστή ποδιά
Γεμάτη ρόδια πυράκανθους και μέλι
Στη βαλίτσα προεξείχε το εισιτήριο
Της χτεσινής παράστασης
Και μια δακρυσμένη ταυτότητα
Μακριά στην αποβάθρα του βυθού
Σφύριζε το τρένο
Η ειμαρμένη της μέδουσας
Σώπαινε παγωμένες σκηνές των σπινθήρων

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

πλαγιαστό δάκρυ της φιλύρας

Στο σύνορο της πόλης με το δάσος της φιλύρας
Εκεί που κατεβαίνουν οι τελευταίες
Ξύλινες παράγκες του γκρεμού
Ίπταται ολοσκότεινο το πράσινο αερόστατο της χλόης
Φαράγγια βαθύσκιωτα βγαλμένα λες από τη
Παλέτα του ανθρώπινου ποταμού
Φυλλώματα ζέοντα σαν τα κοντόκανα εξάσφαιρα
Των γλάρων που ένα βράδυ ενταφιάσαμε
Στου κήπου το κυπάρισσο
Ένοχες οι κλαγγές και τα οστά του Απρίλη
Πάνω στο κεραμίδι με την αρχαία στάχτη
Ηττημένες οι αποδράσεις μας στου καπνού το σκέλια σβήνουν
Μια χελώνα αποτολμά ένα ταξίδι
Κι ένα ελάφι τα βατόμουρα τρώει
Από την ακάνθινη άλω της νοσταλγίας
Μες στο ζεμπίλι του δασοφύλακα με ιεροτελεστία
Κρύψαμε τρία βλαστάρια αγριοφουντουκιάς
Δύο κόκκους γύρης λαδανιάς, σπόρους υγρούς
Ασφοδείλου και το πρώτο κεντίδι της μέλισσας
Βουβή η μυθολογία των λαών αντιβαίνει
Τον όρκο της θλιμμένης προσευχής των πτηνών
Στο σύνορο της πόλης πεσμένα τα μουσικά τετράδια
Του αφανισμένου πιανίστα ενορχηστρώνουν
Τα ορατόρια της ανώνυμης καλεντούλας
Άγγελοι καταθέτουν κρυστάλλινα φτερά
Κι η επωδός του ποιήματος βάφει τα νύχια της με ώχρα
Μελάνι χυμένο καταγής σκληραίνει τους ανθούς του πάγου
Καταδιωκόμενο το ποίημα συλλαβίζει
Φτηνές ατάκες από εφήμερα λαϊκά αναγνώσματα
Τριγμοί της γης μελίρρυτοι μπροστά στις τσακισμένες κυψέλες
Ισολογισμοί παραλήψεις κι αποφάσεις αναίτιες…
Στο σύνορο της πόλης βελόνες πυρωμένες
Κεντούν με τατουάζ τα πάθη του οργασμικού κενού
Στις υδροφόρες ρίζες του ακρωτηριασμένου ορίζοντα

«Πλαγιαστά στο δάκρυ αργοκοιμάται
το υπεραστικό τρένο της λήθης»