Κάτω από μια ψάθινη
ομπρέλα
θα κρύψω
δυο βότσαλα
και τρία κοχύλια
Να έρχονται οι γλάροι
μηνύματα
να ακουμπούν
και θερινά λουλούδια:
Αναθήματα
στου φθινοπώρου
το ψυχρό
θυσιαστήριο
Κίτρινοι οι δρόμοι
της θάλασσας
παγερή η άμμος
Μόνο μια ψάθινη
ομπρέλα
κρατά
επτασφράγιστα
στους κόρφους
της
τα μυστικά
αρώματα
του απερχόμενου
καλοκαιριού
Έσκαψα
στην άμμο
δυο ευχές να κρύψω
Να έρθει
η παλίρροια
μαζί της να τις πάρει
Των βυθών
τα παλάτια
να στολιστούν
Γιρλάντες να γίνουν
τα λόγια
των ποιητών
Κατοίκησες την ερημιά
Με ένα σπασμένο κοχύλι
στ' αφτί
Ποιος σου είπε πως η θάλασσα
ζητά κλειδιά
Μια μεγάλη καρδιά έχει μόνο
Να υποδέχεται
στα γαλάζια της δώματα
τους ναυαγούς της ζωής
Το πρώτο ολιγόλεκτο πήρε μέρος στο δρώμενο "25 λέξεις" //tokeimeno.blogspot.gr/2016/09/25-9_17.html
που επιτυχώς διοργάνωσε η φίλη Μαρία Νικολάου τα
υπόλοιπα ακολούθησαν καθότι η πηγή έμπνευσης ήταν
πολύ δυνατή!!
Τι όνειρο να 'βλεπες όταν έφυγες
Να ήταν μήπως ένα πολύχρωμο
Βέλος παιδικό που διαδοχικά ξαστοχεί
Ή μήπως μια φωνή απόκοσμη
Τη μοναξιά σου βάραινε εφιαλτικά
Δεν σε άκουσα δεν με φώναξες
Κι άτιτλη φάνταζε η γραμμή στο καλέμι
Δεν πρόφτασες
Μια στιγμιαία τροχιά να διαγράψεις
Στα νερά της Στυγός
Κι ατελέσφορο έμεινε το αίνιγμα στο χαρτί
Σε ποια να μιλούσες ηλιοτρόπια
Κι έγινε η μορφή σου σαν λουλούδι ανοιχτό
Δροσοσταλίδες να στάζει
Μύρα ν' ανεβάζει στους στήμονες
Κι εκείνα τα χρώματα που ντύνουν
Τα παιδικά όνειρα μ' αθανασία
Να σκορπίζει σε διάσελα και σ' ουράνιους κήπους
Χάρη να γεμίζουν τα δόρατα των μετεωριτών
Πληγές μην αφήσουν ανοιχτές
Στις κρυφές στρώσεις της πέτρας
Μην ήσουν καραβοκύρης στο όνειρο
Και ξέχασες τους χάρτες να ρωτήσεις
Τ' ανεμολόγια να συμβουλευτείς;
Μην ήσουν μια σφαίρα ιδρωμένη
Που μαζί με τ' αγριοπούλια πετάριζε
Στ' απόκρημνα θαλασσόβραχα;
Δίχως άλλο ένα έντρομο έντομο θα ήσουν
Ένας σκαραβαίος ένα ασημόψαρο ένα τριζόνι
Αντίστροφα να μετράς τα δευτερόλεπτα
Λατρευτικά να σκιρτάς
Στα βύθη του έρωτα
Λίγη ζωή
Και το μέγιστο πάθος ν' αδράχνεις για μένα
Όπως και να 'χει
Κλειδώθηκε ο κόσμος όλος
Στα λεπτά σου ματοτσίνορα
Την ώρα που ο αυγερινός
Καλούσε τον ήλιο στο πόστο του
Κλειδώθηκε το αίμα σου
Σαν επτασφράγιστο μυστικό
Στα βιβλία των προφητών και των φονιάδων
Κι οι πόρτες δεν ανοίγουν
Η κάποιος φεγγίτης έστω δεν απαντά
Ν' ακουμπήσω μια αχτίδα ημισελήνου
Αρματωμένος στο σύμπαν
Να βασιλεύεις
Με οφθαλμούς πολλούς
Τα μάτια μου να κοιτάς
Άδεια μην γίνουν δισκοπότηρα
Αμαρτωλά
Στων υαλουργών
Τα φτωχικά εργαστήρια ξεχασμένα
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης και θερμά τον ευχαριστώ!
Πήρα είδηση απόψε τους αγγέλους
Να το σκάνε απ' τον ουρανό
Ανάστατα τα αστέρια μάτιζαν
Τα πλευρά τους με χρυσές βελόνες
Να μην χαθούν για πάντα
Οι ευχές
Των ποιητών και των δρομέων
Κατά τάγματα έφευγαν οι αγγέλοι
Αφήνοντας μια λευκή στήλη σκόνης
Και καπνού πίσω τους
Ομίχλη κάλυψε πέρα ως πέρα
Τα ουράνια τοπία
Διάφανοι κίονες φύτρωσαν
Υπερωκεάνια έπλεαν στα σύννεφα
Με σβηστές τις μηχανές τους
Με σπασμένα τ' άρμενα και φτενά τα ιστία Σε ποιους κρεμαστούς κήπους θα με πας να περπατήσω;
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου
Σιγομουρμούριζαν
Την πειρατική του κοτσίδα χάιδευε ο άνεμος
Κι ήταν σαν να τους μοίραζε ρόλους
Στις γήινες γειτονιές αποδεκατίστηκαν
Τα πουλιά
Η φύση σίγησε
Τα βουνά ορφάνεψαν
Κι οι κοίτες πνίγηκαν στους λυγμούς
Μόνο βατράχια οχιές να συρίζουν
Και πάνοπλους σκορπιούς συναντάς
Μια μαύρη σφαίρα κατρακυλά κολασμένα
Συμπαρασύροντας φτέρες και σκίνα
Ελιές και πευκώνες
Ιβίσκους και ματωμένους ασπάλαθους
Αφαλατώθηκε το νερό των θαλασσών
Κι οι μοίρες στα λίκνα χαιρέκακα
Μοιράζουν μαύρες τουλίπες στις μωρομάνες Σε ποιον μακρινό αστερισμό στήσανε φωλιές τ' αηδόνια;
Έλυσαν τα μαλλιά τους
Φώτισαν τους καθρέφτες μ' όνειρα
Έστρεψαν το βλέμμα στην πλευρά της Ανατολής
Κι έφυγαν χαρίζοντας το φιλί τους στα μελτέμια
Πουλιά έγιναν οι άγγελοι
Σε κήπους γυμνούς μπήκαν
Σε λιβάδια αποψιλωμένα τράβηξαν
Σε νεκρές θάλασσες ανάσες ζωής χάρισαν
Πουλιά ωδικά εξωτικά και παραδείσια
Και τ' άλλα τα πιο ταπεινά και τα πιο έμπιστα
Σιμά μας ήρθαν
Σπουργίτες χαμοπούλια και γλάροι αμέριμνοι
Κύκλωσαν το τοπίο
Στήσανε χορό σε γάργαρες νεροσυρμές
Οι πέρδικες του καμάρωναν στο δάσος
Κι ο περήφανος σταυραετός φτερούγησε στ' αμπέλι
Σπόρο να βρει λινάρι κι αλέτρι Σε ποιο γήινο σπήλαιο θα ακουμπήσουμε τα υφαντά μας;
Ζωντάνεψε η πλάση
Ο ήλιος μάζεψε θησαυρούς απ' τους σπόρους
Θέριεψαν τα γεννήματα
Φύτρωσε και πάλι η αφροξυλιά
Το κρίταμο η πικραλίθρα και τ' ασφοδέλια
Οι ωκεανοί περήφανοι έστελναν σινιάλα
Στα ερημικά βραχονήσια
Οι κόρες του ωκεανού θήλαζαν τα μωρά τους
Σαν πρώτα με γάλα και μέλι
Αφήνιαζαν τα άλογα κι ο κόσμος άπλωνε
Λευκές κι άλικες κορδέλες στα στήθη
Αιθέρια έγιναν πουλιά οι άγγελοι διαβατικά
Κι η γη σαν ακούραστη ελαφίνα
Προετοιμάστηκε ηδονικά
Να πλουμίσει με στίχους ερωτικούς
Τα αίθρια των ανέμων
Σκάλες να φτιάξει να υψωθεί ως τα ύφαλα
Ο πρωτεϊκός λόγος των ποιητών Σε ποιο αρμυρίκι να κρεμάσω τα μυστικά μας πεντάγραμμα;
Στον σκληρό υμένα των άστρων
Εισέβαλε απόψε
Η φτερωτή της σελήνης
Και τα διακόρευσε
Έσβησε η πούλια
Κι η ζώνη του Ωρίωνα
Κρέμασε διάφανες πουκαμίσες στα βρεχάμενα
Άπλοια καράβια αφανισμένα
Οι λευκοί αστερισμοί
Σιωπηλά κρουστά του αχανούς
Οι μάγοι που αγγελοκρούονται
Έχει πανσέληνο απόψε
Και λάμπουν του ουρανού οι λιμένες κατάφωτοι
Μεθυσμένοι από τα μύρτα σου
Αδάμαντες θα σου φέρω
Να κόβεις τα σκοινιά των πειρατών
Αρχοντικά να πλέξεις σκαλί - σκαλί
Την ανεμόσκαλα της αντάμωσης
Εδώ θα είμαι
Στη σκιά των ναών και των αγαλμάτων
Με μια δάδα αναμμένη στο χέρι
Τη ψυχή σου να καλώ
Δρόμους να διανοίγω
Ανάμεσα στα καλόγνωμα δέντρα
Και στις ζεστές φυλλωσιές
Άκου τον ήχο των κυμάτων
Άκου τη σκαπάνη της νύχτας
Άκου τους τροχούς της σελήνης
Εσένα καλούν
Εσένα ελευθερώνουν
Μην αρνηθείς
Παραμύθια με νάνους και δράκους
Να πεις στο κοιμισμένο παιδάκι της πρώρας
Εκεί που αχειροποίητο θα ζει τ' όνομά σου
Ταξίδια να με πηγαίνει στο άχρονο
Μην μαρτυρήσεις το δρόμο
Στην κόρη της σελήνης
Και σ' ακολουθήσει
Χαλικάκια μην αποθέσεις στις πύλες
Και πλέγματα γίνουν αγκαθωτά
Μόνο εγώ να σε ξέρω
Μόνο εγώ να σ' αγαπώ
Βαθιά στο αίμα μου να σε φυλάω
Δική μου ανάσα και πληγή
Σαν πλατυτέρα των πόντων
Ψέματα να σου λέω
Φιλιά να σου κρατώ
Πλάι στη πανσέληνο να χορεύεις
Πλάι στη φωτιά να ξεχνιέσαι
Με ένα τίναγμα του χεριού σου
Τα ουράνια δοξάρια να στρέφεις στην αγκαλιά μου
Ο μικρός ο Χρήστος -τσιγγανόπουλο-
Έφερνε όλα τα μπακιρένια κέρματα στο μαγάζι
Ήταν η κυριακάτικη σοδειά του
Προτεταμένο το χέρι στα σκαλιά της εκκλησίας
Με την κρούση της πρώτης καμπάνας
Κατέφθανε κι η προσδοκία
Μεγάλες οι αγαθοεργίες των καλών χριστιανών
Λίγα μπακιρένια κέρματα μια μισή ματιά
Ένα στημένο χαμόγελο ένα σούρσιμο στο φόρεμα
Αετονύχης ο Χρήστος επέμενε
Διεκδικούσε λίγον άρτο αγιασμένο
Λίγο στάρι μ' ασημένια κουφετάκια
Αχ και να'χε λίγο ασήμι ατόφιο ένα εικοσαρικάκι
Βαρέθηκε τις άδειες φούχτες
Την όψη του λεμονιού στα πρόσωπα
Τα ακάνθινα νύχια των κυριών
Μα εκείνο που πιο πολύ τον χάλαγε
Ήταν η καντυλανάφτισσα που κερί
Με μπακιρένιο κέρμα δεν του έδινε ν' ανάψει
Κι ήταν σαν να λιώνει το λίπος όλης της γης
Πάνω στα αδύναμά του χέρια και να ταγκίζει
Καμένο λίπος σκουρόχρωμο σαν αγιογραφία βυζαντινή
Σκαμμένα μάγουλα σφιχτοί σιαγόνες
Δασιά φρύδια με την όψη της Φρίντας
Την ήξερε την Φρίντα
Με τα εκκεντρικά δάκτυλα;
Αποκλείεται
Σειρές τα κοσμήματα
Σειρές οι κατεστραμμένες αρθρώσεις
Αυτός απόστολος μιας άλλης αποστολής:
Το αχνογέλιο της μητέρας
Η μικρή αγαπητικιά με τους δέκα πόντους
Να εξέχουν στα παπούτσια των αγαθοεργιών
Το αχνιστό ψωμί τα σνακ κι οι ροζ καραμέλες
Μετά τη λειτουργία στο σχόλασμα
Πέρναγε απ΄το μαγαζί
Μετρούσε τα λάφυρα
Σαν να μετρούσε τα κουμπιά
Στο νυφικό φουστάνι της αγαπημένης
Μάζευε καλούδια για να'ναι αυτή ευτυχισμένη
Τις έδινε υποσχέσεις
Ένα καθαρό σπιτικό μια βρύση να στάζει ασημένια κουφετάκια
Κι ένα πίθηκο να στραγγίζει την αθλιότητα της λάσπης
Μια μέρα θα σε πάω στα Παρίσια κι όπου αλλού θες
Της έταζε
Στις πόλεις με το νέον και τους πλωτούς ποταμούς
Στους πύργους που γέρνουν και στα χρυσά καμπαναριά
Στο πουγκί τα μπακιρένια κέρματα
Ασημένια θα γίνουν κουφετάκια ατόφια
Αρκεί να πιάσουν τα μάγια του Αυγούστου
Αρκεί να δέσει το νήμα στον ομφαλό της ζωής
Και το χρέος κάποτε επιτελέσουν οι γραφές
Πριν το τέλος
Ήσουν ωραίος
Και χαμογελούσες
Είχες ανοιχτή την καρδιά
Σάμπως έτοιμος από καιρό
Να ήσουν
Το βέλος να δεχτείς
Καρτερούσες δεητικά
Να χωρέσεις
Στων ματιών σου
Την άλω
Όλα τα πάθη των βροχών
Και των δρόμων
Σαν δέντρο έμοιαζες
Που θάλλει
Στους καρπούς του
Δεν γνώριζες την αστραπή
Το ψυχρό χάδι
Χαμογελούσες
Μια χτενισιά
στο μαλλί
Μια θύελλα
Στις κάτω πόρτες
Ποιος σου έδωσε
Και σε εξαπάτησε
Το αντικλείδι;
Σκιές διέγραφες
Με επιδέξια δάκτυλα
Στους τοίχους
Ένα ερπετό
Ένα πουλί
Ένα υποβρύχιο
Ένα μανουάλι
Εκεί να αποθέτω
Τα κεριά των λυγμών
Εκεί να πληγώνω
Τη μάνητα
Της απώλειας
Κοιμήθηκες παρέα
Μ΄ένα άστρο
Το γλυκοκοίταζες
Κι αυτό λαμπρό
Όπως ήταν
Σε ξελόγιασε
Φιλιά σου 'ταξε
Δάφνες και φοίνικες
Εξύφαινε
Στου λογισμού σου
Το πλατινένιο λάμδα
Ήρεμα έφυγες
Στου ύπνου τη δάδα
Προσηλωμένος
Σχεδόν ένοχα γελώντας
Στέναξαν αίφνης
Οι ίνες του κόσμου
Άρχισαν να ξεφτούν
Των σεντονιών
Οι μνήμες
Στη μεριά των σχεδίων
Σαν τα όνειρα
Που η Ιστορία τα ξέχασε
Ή τα αγνόησε...
Εκείνο το βράδυ
Πριν το τέλος
Ανέβασες στην οθόνη
Του ουρανού
Το πιο πολυπαιγμένο έργο
Εκείνο του σταυρωτή
Και του κάλφα
Τα αιχμηρά καρφιά
Πως δεν ξεδιάκρινες;
Τα κομμένα δέντρα
Πως δεν ξεχώρισες;
Των Κυριακών τη συννεφιά
Πως δεν την είδες;
Των σταδίων τις ιαχές
Πως δεν τις άκουσες;
Εκείνο το βράδυ
Πριν το τέλος
Καρπερά είχες τα χέρια
Σταθερό το τιμόνι
Στην πλημμυρίδα
Συνομιλούσες με το μέλλον
Απόδιωχνες το παρελθόν
Και μικρός γινόσουν
Θεός επί γης
Ανέφελος!
*
Μην αργήσεις
Έχω ανάψει το μαγκάλι
Επιδιόρθωσα τη στέγη να μη στάζει
Ξέρω πόσο φοβόσουν τους κεραυνούς
Στα ελατοδάση που ζούσες
Σε καρτερώ
Να χτενίσω τις σκέψεις σου
Με του πόθου το σπασμένο χτενάκι
Μην αργείς
Έχει το φεγγάρι επισκέψεις απόψε
Στο πλατύσκαλο ωραία σαν ψίαθος να σταθείς!
*
Μην αργήσεις
Στη μαρμάρινη κολόνα
Μέτρησα τις εσοχές
Και την πιο βαθιά
Την κράτησα για εσένα
Τ' αετώματα των ναών
Να φρουρείς τις έναστρες νύχτες
Μην αργείς
Στων μνημείων την υγρή μαρμαρόσκονη
Κόλλησε τ' άροτρό μου!
*
Μην αργήσεις
Κάθετα τέμνεται ο ουρανός
Απ' το χαράκι της πληγής
Αίμα αναπηδάει κοχλαστό
Μαδούν οι τουλίπες
Ασθμαίνοντας ελαφρά
Κι αιωρούνται
Μην αργείς
Ο μαΐστρος σκάλισε στο ραβδάκι του
Το θήτα του θυρεού σου!
*
Μην αργήσεις
Σκάλισα στους περιστερώνες
Το Άγιο όνομά σου
Ταυτότητα να έχουν οι ουρανοί
Να μην ζηλεύουν
Τα γήινα σκαλοπάτια
Μην αργείς
Στο ασημένιο μου βραχιόλι μια μπλε χάντρα
Κομίζει στις γειτονιές τσέρκια χαράς!
*
Μην αργήσεις
Ο τυφλός νεωκόρος
Μου έστειλε λαμπερό ένα καντήλι
Δυο κόκκους λιβάνι
Κι εκείνο το εικόνισμα με τον Δράκοντα
Αριστερά να τα βάλω
Στην πέτρα του πόντου
Μην αργείς
Στα ξωκλήσια τα σήμαντρα
Πήραν το χρώμα του μεστού ροδάκινου!
*
Μην αργήσεις
Σήμερα ξεπέζεψαν απ' τα σύννεφα
Δυο αλήτες άνεμοι
Ο ένας είχε την κορμοστασιά σου
Ο άλλος το άρωμά σου
Μυστικά μου έφεραν φιρμάνια
Πως για άλλα πήγαινες νυχτέρια
Μην αργείς
Κόμπο κόμπο έδεσα στο μαντήλι
Τους στίχους που μου έγραψες σπορά να τους κάνω!
*
Μην αργήσεις
Απόψε στο σπήλαιο με τους σταλακτίτες
Επανασυγκόλλησα
Τις ψηφίδες των πρώιμων γραφών
Μορφοποιείται ο χαμένος στεναγμός;
Απάντηση δεν πήρα
Μην αργείς
Στο θηκάρι του βράχου φύτρωσε άγρια μέντα
Εκείνη που συντηρεί υγρά τ' αληθινά όνειρα!
*
Μην αργήσεις
Στα Φαγιούμ της ψυχής
Άνθισαν χαμόγελα
Ερυθρές βάφτηκαν οι μετόπες
Των σύννεφων
Και στα δάση των δακτύλων
Κυκλοφορούν ρασοφόροι ποιητές
Μην αργείς
Στα χαλικόστρωτα μονοπάτια
Δομούνται μικρές κιονοστοιχίες
Και γυρεύουν κεντρικά να σταθείς!
*
Μην αργήσεις
Πάνω στα σκουφάκια των αφρών
Κοιμήθηκαν οι άνομοι εραστές
Κυνηγημένοι
Κράτα το τέμπο
Στου ύπνου τους την απλωσιά
Σταθερό
Μην αργείς
Αύριο οι φθόγγοι της μουσικής θα γράφονται
Στα ταπεινά αναλόγια των γκρεμνών!
*
Μην αργήσεις
Κορφολόγησα τον βασιλικό
Και σου 'χω σιδερωμένο
Το καλό σου πουκάμισο
Στη βεράντα αχνιστός ο καφές σου
Κι η καρέκλα κουτσή εναρμονίζεται
Με το ξυλόφωνο του παφλασμού
Μην αργείς
Στης καρδιάς το ρόπτρο ακουμπά
Το κομμένο χέρι της Αφροδίτης άνοιξε της!
Άφησα την πόρτα μου ανοιχτή απόψε
Να περάσει ολόγυμνος ο πόνος
Συντροφιά να μου κάνει
Να τον ποτίσω δάκρυα φωτιάς
Να τον τρατάρω γλυκό του κουταλιού και πετιμέζι
Χρόνια φίλος κι αδερφός
Χαιρέτισε την πρόσκληση μου
Κι όρκους μου 'φερε
Κι ένα λευκό φουλάρι αραχνοΰφαντο
Στο βάζο έβαλα λουλούδια
Ολόφρεσκα με τη δρόσο της νύχτας
Γιασεμιά που αγαπούσες
Και δυο θλιμμένες κάλες
Που σου άρεσε αρχές της Άνοιξης
Να φυτεύεις
Στο γόνιμο σώμα της γης σου
Αρχές μιας Άνοιξης που τα λόγια
Τίποτα δεν περιέγραφαν
Τίποτα δεν σηματοδοτούσαν
Μόνο στυλωμένα είχαν τα μάτια τους
Στο ασπρόμαυρα πλακάκια
Απόψε άθικτα έμειναν τα σεντόνια μου
Τα σκουφάκια του ύπνου
Αψεγάδιαστα κείτονταν στην καρέκλα
Φόρεσα το καλό μου φόρεμα
Άσπρο μακρύ αέρινο
Σαν καλή νεράιδα έμοιαζα
Που ξυπνάει μες στις ιτιές και τις λεύκες
Αχάραγα να χτενιστεί
Τα μαλλιά μου καλοστρωμένα
Σε σκούρο μαύρο χρώμα
Ξέρεις πόσο αγαπούσα πάντα τις αντιθέσεις
Στα ρούχα στη σκακιέρα στα γραφτά μου
Αντιθέσεις και στου έρωτα τον χάρτη
Να σ' αγαπώ και να σ' αποδιώχνω
Να σου μιλώ και να σωπαίνω
Να σε ζητάω και να σ' απαρνιέμαι
Σημάδι έβαζα τις μέρες μου
Και τις νύχτες καλούσα
Στεφάνια από δάφνες να φέρνουν στα πόδια μου
Άφησα μια χαραμάδα ανοιχτή απόψε
Να έρθει ο καλός μου άγγελος
Παραδεισένια να μου φέρει στολίδια
Κοράλλια κίτρινα της αποδημίας
Αχάτες γαλάζιους των οριζόντων
Μαλαχίτες πράσινους της ευφορίας
Περιποιήθηκα τα φτερά του
Λίγες γάζες μου περίσσευαν
Μικρά να μου γίνουν ορμητήρια
Στερνοί να μου γίνουν οδηγοί στην εκστρατεία
Σαν κουρσάρος έμοιαζε
Με τόσα πετρώματα κι θησαυρούς στα χέρια
Τον καλωσόρισα
Και μαγικά του έδωσα φιλιά
Από εκείνα που αρνήθηκες να πάρεις
Κι άδεια έμειναν τα δίχτυα στην προκυμαία
Στεγνά τα χέρια δεμένα σε προσευχή
Κι η καρδιά
Ένα αλώνι πέτρινο
Με λίγο χορταράκι στις σχισμές
Από εκεί να πιάνομαι μόνη μη νιώθω
Απόψε δεμένα είχα τα μάτια
Δεμένα τα χέρια στους αγκώνες
Δεμένα της καρδιάς τα ψηφία
Στο θυσιαστήριο μ' οδηγούσαν
Δυο γεροδεμένοι στρατοκόποι
Τα πλήθη γύρω τους επευφημούσαν
Και γρόσια κρατούσαν στις τσέπες
Ξύλινους σταυρούς διπλοκάρφωναν
Κόσμος πολύς εξαγριωμένος
Με τιμωρούσε με άγνωστες γλώσσες
Μόνο ένα κορίτσι αμίλητο
Με κοιτούσε συμπονετικά
Μου έτεινε το χέρι κι ευθύς το μάζευε
Απόψε που φλογίστηκαν οι μνήμες
Και σπιθίζουν
Βρήκα τους σηματωρούς μου
Λίγους κόκκους αλάτι των κορφών
Ανάσες ζωής να σου χαρίζω
Στα δέντρα της ομίχλης
Μικρές φλέβες ουρανού για σένα να ανακαλύπτω
Στ' αστέρι που κατοικείς
Στο δικό σου αστέρι
Άνοιξες αποβραδίς τα παράθυρα
Μου έστελνες φιλήματα
Είχες την έγνοια μου
Στα μάτια μου ακίδες χρυσές έμπηγες
Άνοιγες την παλάμη σου
Τη γραμμή της ζωής να επιμηκύνω
Του έρωτα τα σημεία να πλησιάσω
Του αποχωρισμού να σπάσω τη σφραγίδα
Φλογερά να γίνουν τα όνειρα μας
Σαν μικροί φεγγίτες
Στου γαλαξία τη σκόνη
Σαν νήματα αστραπών
Στον ουρανό του πάθους
Κι ήσουν πάλι εδώ
Με ρινίσματα φωτός στις κνήμες
Ολοφώτιστος να μου χαμογελάς
Υποσχέσεις να μου δίνεις
Με μια άλικη καρτούλα ευχών
Ταξίδι να με πηγαίνεις
Στης Βαβυλώνας τα τείχη
Νήματα να σου κλέβω
Εκείνο να σου υφάνω το μαγικό χαλί
Κοντά μου να έρχεσαι απρόσκοπτα
Σαν μικρός θεός που αποπέμφθηκε
Απ' την στρατιά της ομίχλης
Και τίμια μοιράζει τα λόγια του στα πουλιά
Κι εγώ ένα λαβωμένο πετούμενο
Ίαση να σου γυρεύω
Βοτάνια και μύρα ακριβά
Την πληγή μου να φροντίζουν
Τα σκούρα αίματα να αγαπούν
Κι εκείνες τις φωτοσκιάσεις της πίκρας
Να αντιγράφουν σε παλίμψηστα αρχαία στολίδια
Κι ήσουν πάλι εδώ
Ωραία να διαμοιράζεσαι
Στα πλήθη να μπερδεύεσαι
Κι εγώ αέρινη φωτιά
Στους χτύπους σου να μεθώ
Την καρδιά σου να πλαταίνω
Εμένα να χωράει
Σαν τις αμαρτίες των ωραίων τρελών
Που σε συνέπαιρναν
Απόψε που οι ουρανοί
Κρυφογελούν κι ανοίγουν
Ανάβω ένα κεράκι
Να με διακρίνεις
Χλωμό κερί με φιτίλι ασημένιο
Κτέρισμα ακριβό στη μοναξιά σου
Λάμψεις να στέλνω στ' αστέρι σου
Με τάξη να αποκωδικοποιώ το μέλλον σου
Κι αν βλέπεις να κρατώ ραβδάκι
Είναι που νερό ψάχνω να σου βρω
Μια στάμνα να σου φέρω στα πόδια
Εκεί στις στράτες που περπατάς
Ολονυχτίς
Δροσιά να παίρνεις και να δίνεις
Τους φρουρούς να ξεγελάς
Και κρυφά τα κλειδιά να τους παίρνεις
Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στο τρένο όταν οι άλλοι βάζανε στοιχήματα
Για ιππόδρομο γι' αγώνες για μοναξιές
Κοίταζες μακριά και κάπου - κάπου τίναζες το πουκάμισό σου
Η τσιγαρίλα κυρίαρχη στο χώρο
Ήμουν εγώ που κάπνιζα μαζί με κάνα δυο τρεις συνταξιδιώτες
Επαίτες έμοιαζαν
Δεν με έβλεπες
Θες ο καπνός
Θες η αόματη υπνηλία
Θες το κωδωνοστάσιο των λογισμών
Με είχαν κάνει αόρατη
Πόσο απολάμβανα ξέρεις
Να παρατηρώ τα χρυσά μαλλιά σου
Να μετρώ το μήκος των φρυδιών σου
Να ξεσκονίζω το πέτο σου από τα αίματα του δειλινού
Μια μικρή αράχνη έτσι αισθανόμουν
Με διχτυωτές κάλτσες λεπτές γάμπες και βουβά μάτια
Δεν είχα προορισμό κανένα
Από μικρή το συνήθιζα αυτό:
Να παίρνω τα τρένα χωρίς κατεύθυνση καμία
Λεπτομέρειες...θα μου πεις γελώντας
Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στην ακτή πάνω σ' ένα βραχώδες κομμάτι
Χειμώνας θα 'ταν
Δίπλα σου δειπνούσαν δυο τρεις ξέμπαρκοι γλάροι
Δεν μιλούσες
Δεν γυρνούσες το βλέμμα στα πλοία που έφευγαν άδεια
Εσύ κι οι γλάροι
Εσύ κι η ορμή του πελάγου
Είχα τυλιχτεί στο κασμιρένιο παλτό μου και σε κοιτούσα
Έκσταση να το πεις
Περιέργεια..δεν ξέρω
Σε ακολουθούσα με βλέμματα εστιασμένα κενά
Πήγα να σκοντάψω
Ήταν που κι ο άνεμος φυσούσε διαβολεμένα
Με παρέσερνε
Τα γλαροπούλια μόνο το κατάλαβαν
Κι ήρθαν με λίγο ψωμάκι να ταΐσουν τον πόνο μου
Εσύ αγέρωχος απρόσιτος μεγαλοπρεπής
Κρατούσες ένα κουμπί στο χέρι
Χρυσό ήταν αν θυμάμαι καλά
Και με μια βελόνα το πέρναγες στα μανιασμένα κύματα
(Εκεί που ξεσπάει η γραφή
Μην και χάσει το μίτο στην ιστορία του έρωτα)
Για κλωστή είχες το κορδόνι του μαΐστρου
Με μάγευες έτσι που κεντούσες το νερό
Κι απίθανα όπως έκανες μάγια στην πλώρη της θάλασσας
Ασημαντότητες...θα μου αντιτάξεις επικριτικά
Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στο παγκάκι του αλσυλλίου και διάβαζες
Την τελευταία μου συλλογή
Με εμπεριείχες
Δίπλα ξεχασμένη μια εφημερίδα
Από κάποιον άλλον περιπατητή ίσως
Καμάρωνα
Ανθούσε για λίγο το χαμόγελο
Ένα κεράκι τρεμόπαιζε πάνω στα κρύσταλλα
Οι μελλοντικές μέρες του ποιητή μ' αντάμωναν...
Τα χέρια σου σφιγμένα σε γροθιά σχεδόν
Δεν έβλεπα τα λεπτά σου δάκτυλα
(Να φανταστώ με τα νύχια πολύ περιποιημένα)
Άκουγα όμως την ανάσα σου
Πείναγα τις στιγμές σου
Διάβαζα εξαρχής τις σκέψεις μου
Κι απορούσα πως εγώ συνταίριαξα τόσες συλλαβές
Άχαρος ο ρόλος μου να σε παρατηρώ μέσα από κάτοπτρα
Πως αλλιώς όμως να γίνει
Μέσα μου μια καταιγίδα προετοιμάζονταν
Μέσα μου ένα σπουργίτι τουρτούριζε αγωνία
Κι ήσουν το απάγκιο μου
Ένα μεγάλο λευκό κοχύλι που ξέφυγε απ' τα χέρια μιας γοργόνας
Εκεί να σε κλείνω
Εκεί να σ' αγαπώ
Εκεί να υπάρχεις
Γιατί όταν σε ανακάλυψα -μάθε το- ήταν η εποχή των μουσώνων
Τότε που η στεγνή κοίτη μου γέμισε με γελαστό νερό
Και μαύρα γυαλιστερά βότσαλα
Αναντιστοιχίες.....με μομφή θα μου τονίσεις
Στις χαράδρες που ζουν
Τ' αδέσποτα κοτσύφια κι οι έφιπποι πολεμιστές
Υπάρχει ένα κρυφό πέρασμα
Ένα φιδωτό μονοπάτι
Που βγάζει ίσα σ' ένα παρθένο δάσος
Δάσος του αιώνιου σφένδαμου
Της πικρής κουμαριάς και της ταπεινής νύμφης
Με φύλλα ζωηρόχρωμα
Ρίζες παλλόμενες
Άγραφους κορμούς
Και με άγνωστα φτερωτά ζωύφια
Που κυριαρχούν ολούθε
Σαν αέρινοι παλμοί ερωτικοί που τυλίγουν το βήμα
Εκεί μου είπαν πως μένεις
Σ' ένα βραχώδες λημέρι
Παρέα με ένα λαβωμένο ελάφι
Κι ένα ζευγάρι σκίουρων
Με ξεδιπλωμένα τα όνειρα
Ίδιος ιερουργός πριν τη μεγάλη πορεία στο άκαμπτο "φεύγω"
Έψαξα σε χάρτες
Σοφούς συμβουλεύτηκα
Έδεσα μαντήλι τη θλίψη
Κοντά σου να σταθώ
Κρυφά να μηρυκάζω της μνήμης σου το απόστημα
Καθρέφτες να σου φέρνω
Να μην ξεχνάς τα φεγγάρια
Να μην απαρνιέσαι τα μικρά εδώλια των θεών
Κι ένα αραχνοΰφαντο κιλίμι
Από τα υψίπεδα της πατρίδας σου
Σαν αποσταίνεις εκεί να ακουμπάς τα γόνατα
Τις ακίδες σου και τα παράπονά σου
Άγουροι να μη μείνουν καρποί σε δέντρο ξερό
Για μένα να ζεις
Τη θάλασσα να εμπιστεύεσαι
Στο κύμα να στέλνεις μηνύματα
Κι εκείνο το ακριβό "σ' αγαπώ"
Στους χιτώνες των μαινάδων
Σαν πέπλο να το κρεμάς
Κι εγώ θα σε θωρώ κατάματα
Κι εγώ θα σε θέλω λατρευτικά
Κι εγώ θα σε καλώ συστολικά
Κι αν κάποτε αργοπορήσω
Θα είναι γιατί θα σου ετοιμάζω
Τα πέτρινα πιθάρια που τόσο αγαπούσες
Της μούσας τα μιλήματα που σε άγγιζαν
Τις άναστρες νύχτες εκεί να κλείνεις
Γιατί μόνα σαν τα άφησες τα νερά μου
Λίμνασαν και ξεχνούν
Κόπηκαν οι ιστοί και τα ρεύματα σίγησαν
Θα βρω το μονοπάτι που σε πήρε
Στο αδράχτι μου θα δέσω κορδέλες
Μια κόκκινη του αίματος να σε φωνάζει
Μια κίτρινη της ομίχλης να σε ξακρίνει
Και μια γαλάζια να ψηλαφίζει τα ίχνη σου
Που άγνωρα μείναν
Για μένα μόνο να ζεις
Σε μένα να κλείνεσαι
Ωραίο όστρακο που στη σχισμή του βράχου
Μοναχικά θα μου γράφει ποιήματα
Μαζί να πλέουμε στο γαλάζιο
Στου ύπνου το αβαθές στερέωμα
Ένας κρυφός ανασασμός δικός μας ζωή να πάλλει
Στο ακριβό "σ' αγαπώ" σου που τόσο μου λείπει
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης
Απόψε κατέκλυσες του ύπνου μου τις θύρες
Ναυαγός έμοιαζες
Ουράνιο τόξο περιπλανημένο στις εποχές
Μετρούσα τα χρώματά σου τις ανάσες σου
Χέρι δεν είχες να σε κρατήσω
Ωραίος να βγεις ψηλά στην επιφάνεια
Ρούχο δεν είχα να σε ζεστάνω
Μικρός να γίνεις μύστης του ποθητού
Ή έστω ένα μικρό μπεγλέρι να μετράς τις αποστάσεις
Να μην ξεχνάς τις στιγμές μας
Μεγάλες κι όμορφες στιγμές σαν παιώνιες ορεινές
(Εκείνες τις απάτητες που αγαπούσες)
Εδώ να ζεις ανάμεσα στα υγρά σεντόνια του ύπνου
Χαριτωμένα να κυλιέσαι σαν αστέρας
Ψυχρός να μην προσπερνάς τα θαύματα
Εκείνα που παρέλειψα κάποτε να σου δείξω
Μικρές γυαλιστερές κι αχιβάδες πράσινες
Μεγάλα βότσαλα και γκρεμνοί βατοί
Πειρατικά καπέλα κι ακτές απρόσιτες
Δικά σου να γενούν
Δικά σου να μιλούν
Θαρραλέα να έρχεσαι
Στα γαλανά μου νερά και σαν καραβοκύρης ν' ανοίγεσαι
Εσύ εδώ θα ζεις
Με καψαλισμένες τις φτερούγες
Κι άδεια τα γόνατα
Με ανασηκωμένα τα μανίκια
Και σφαλιστά τα χέρια
Χωρίς λόγια να μου εξηγείς τα ανείπωτα
Μην πλανηθείς στα αστροφέγγαρα
Σου έχω μια φωλιά χρυσαφένια
Μιαν γήινη στέγη
Κι έναν κήπο με αναρριχητικά φυτά
Εδώ να ζεις
Μαζί να ονειρευόμαστε το αχανές
Μαζί να περπατάμε στα ακροκύματα
Να σου μελώνω τη θλίψη με φιλιά
Μικρά να σου κόβω χαρτάκια
Στον αέρα να στροβιλίζεσαι να τα πιάσεις
Στο νερό να πέφτουν
Στον αφρό να σκιρτούν
Σαν μικρό παιδί να χαμογελάς
Στ' ανθάκια της υγρής μοναξιάς μας
Σφιχτοδεμένος με το υγρό στοιχείο
Όπως γυρίνος στη μήτρα της λίμνης
Στην παλάμη μου να επιπλέεις
Μακριά να μη φύγεις και τ' άστρο σου βασιλέψει
Στην αιθάλη του ήλιου αταξίδευτο
Εσύ εδώ θα ζεις
Με αναστατωμένες τις αισθήσεις
Και χαμηλωμένα τα μάτια
Με προτεταμένα τα χέρια
Και κλειστή την αγκαλιά
Χωρίς χρώματα να μου φανερώνεις το λυκαυγές
Με αγάπη να μου επιστρέφεις του κόσμου το μερίδιο
Γυμνή να μη χάνομαι στα αφανή όρια του
Εγώ τα ταξίδια μου τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Σχεδίαζα στο χαρτί
Με την τέχνη του σκιτσογράφου
Πέδιλα εκστρατείας φωτιές της άμμου
Σκάλιζα στον πηλό με κοπίδι
Άγκυρες γλάρους σωσίβιες λέμβους
Συρματοπλέγματα κομμένα
Κι εκείνους τους ήλιους του θέρους
Που ως και μες στη νύχτα έλαμπαν
Να φωτίζεται ο κόσμος
Με δροσερά όνειρα να ξαγρυπνάει
Ο τρελός με τις τρεις σκούνες
Που με φεγγαριού αχτίδες ζητά να γητεύσει
Τις μικρές μου αδερφές
Σκυφτός να χαθεί στο έρεβος για πάντα
Ένα ταξίδι η ζωή
Με τα κουρελάκια της γιαγιάς
Για άλμπουρα και πανιά
Να χαμογελούν
Στο απόρθητο μέσα ελπιδοφόρα
Να στοιχίζονται οι στιγμές
Με τα φτερά
Της αέρινης πεταλούδας
Και να ελαφροπατούν στραμμένες προς το γαλάζιο φως
Υγρό κι αέρας Θάλασσα κι όστρια Σε κύκλους τεμνόμενους απ' το εγγύς θέλω Να λάμνουν αέναα στους αστρικούς βυθούς
Μύθος το άγνωστο
Μου μαρτυρούσαν οι μούσες
Μύθος το ταξίδι
Μου κέλευαν οι ιεροφάντες
Όλα κοντά
Όλα τα σύνορα προσιτά και στα χέρια σου
Μια μικρή αυλή κι ένα σοκάκι γνώριμο
Να παίζουν μπάλα οι αγύρτες εραστές
Δεν με έπειθαν
Αναχωρούσα διαμέσου των πορθμείων
Καραβοκύρισσα του ονείρου
Ξεχορτάριαζα τις λίμνες της σκέψης
Κυματισμούς σχημάτιζα στις γούβες των πόντων
Έτσι που το ταξίδι αέναα να επαναλαμβάνεται
Επιφάνεια και βυθός Ουρανός και υπέδαφος Στεφανωμένα με κισσούς Πλεγμένα με νήματα γονικά Στα άβατα της ψυχής να εισχωρούν και να κρούουν τα σήμαντρα
Εγώ τα ταξίδια τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Αποδράσεις στης καρδιάς τους κολπίσκους
Βάφονταν τα δάκτυλα κόκκινα
Επαναστατούσε η χαίτη του θυμού
Ράμφιζε το κοτσύφι κι έφευγε
Κελαρύσματα παντού
Νερά πουλιά ηλιοβασιλέματα λυγαριές
Και γλυκά λυκαυγή
Άνοιγα φτερούγες λευκές
Χρυσά φορούσα σανδάλια
Κι ας έλειπε το ψωμί και το μαχαίρι
Απ' το τραπέζι
Φτάνει που περίσσευε το αλάτι στα δάκτυλα των όρμων
Το νέκταρ στου Απρίλη την μπόλια
Εκεί ξεδιψούσα και δείπνιζα
Εκεί μεγάλωνα και μοιραζόμουν
Ψήλωνε ο κόσμος
Έτσι που ψήλωνε το λευκό μαντήλι
Στους αποχωρισμούς μιας άλλης εποχής
Ξένη και γνώριμη Μακρινή και οικεία Φίλιωνα με τα χνάρια των ελαφιών Και σε δάση απάτητα έφερνα το όνομα μου Ερατώ Ελένη Ελπινίκη Ευτυχία Στο μέγιστο Έψιλον συναντούσα Της Ελλάδας την απεραντοσύνη Τα υπογάστρια της μικρής μου κόγχης με πάθος ερευνούσα
Μεθούσαν οι οπλές των αλόγων
Σαν που μεθάει ο κυματισμός της σημαίας
Στη γαλάζια επιδερμίδα του ουρανού
Μεθούσα κι εγώ σαν μέδουσα
Πάνω σε αρχαϊκά αγγεία σκαλισμένη
Λατρείας γινόμουν συνοδός
Και σ' έπαιρνα μαζί μου
Αθάνατος να ζεις στα γόνατα της αμφιλύκης
Συγγένεψε με την ανάσα της πλώρης Κι έλα να πάμε μαζί στο άγνωστο ταξιδευτές της ουτοπίας Σε εσένα που θα αγαπώ για πάντα.....
Έλαβε μέρος στο12ο Συμπόσιο Ποίησηςπου επιτυχώς
κι ακούραστα διοργάνωσε η αγαπημένη φίλη Αριστέα
Πόσες φτερούγες αγγέλων κάηκαν
Σαν έφτασες σιμά τους;
Αναρωτιέμαι αν καμπύλωσαν
Τα σγουρά φρύδια των σύννεφων
Σαν είδαν την χαρακιά που είχες στο στέρνο
Βαθιά χαρακιά
Εκεί χωρούσε η αγάπη όλη
Τα μωρουδιακά χαμόγελα των τρελών
Οι κρίνοι που πρώτοι νοιώσαν το προμάντεμα
Κι αυτός ο κρίκος ο χρυσός του φεγγαριού
Μια χαρακιά ακριβή
Που τα ουράνια τόξα ζήλεψαν
Κι έσβησαν τις καμπύλες των προσευχών τους
Μετά τη βροχή
Κοντά σου τέμνονταν οι ράγες των τρένων
Φύσαγε ο μαΐστρος κι έπαιρνε τα ψαθάκια της θημωνιάς
Γέμιζε καλοκαίρι ο αγρός κι ο κήπος φιλιά
Μικρά χεράκια έσφιγγαν τα σαντάλια του Ερμή
Μην και θυμώσει η πλάση
Κι ανοίξει προσώρας η μαύρη πύλη του βοριά
Σαν καταπακτή
Κοντά σου μαγικά ηχούσαν οι χείμαρροι
Τα ηφαίστεια έστελναν πεντάγραμμα νέα
Στα παραθύρια μου
Κι εκείνος ο στυφός χυμός της ρώγας
Γλύκαινε χορταστικά
Στο στόμα του ήλιου
Πόσα χαμομήλια τ' ουρανού μάδησαν
Σαν είδαν τις ρίζες σου στην πυρά να λυγίζουν
Άρμα πύρινο που οι θρησκείες ύμνησαν
Κι ο ήλιος ανταποδοτικά του έδωσε χάδια
Πυρά και φόβος γερμένο στάχυ κι άνυδρη πλαγιά
Πόσες στέρνες των σύννεφων λάγγεψαν
Σαν είδαν το χαμόγελο σου να κείτεται νεκρό στον αέρα
Ωραίο χαμόγελο συγκρατημένο
Που πάνω του οι παλιάτσοι έγραφαν στίχους
Ωραίο χαμόγελο αισθαντικό
Αχνογελούσαν τα πελάγη της καλής Παναγίας
Τα βρύα έκρυβαν προστατευτικά τις πυγολαμπίδες
Όλος ο κόσμος μεθούσε κι έπαιρνε τ' αλέτρι
Να σκάψει εξαρχής τους ανθώνες της ψυχής
Της δικής σου ψυχής
Που ανεμόσκονη έγινε μια νύχτα γλυκιά
Και διαρκώς από τότε σκορπιέται
Στους πυλώνες της Άνοιξης
Να ομορφαίνει ο κόσμος
Σαν όπως ομόρφαινες κι εσύ την ώρα της αγάπης
Κι αναχωρούσες για τους νέους τόπους αλαφρωμένος
Είναι κάτι χωριά απομονωμένα
Που δίπλα στ' αγριεμένα κύματα
Αιώνες στέκουν βουβά
Σαν κύλικες
Θαμμένοι στη γη
Χωρίς εκκλησίες και καμπαναριά
Μόνο με σκούρους τσίγκους
Ασπρόμαυρα βότσαλα
Και πετρόχτιστα μνημεία
Στ' αμπέλια θάβουν τους νεκρούς τους
Στις ασημοελιές προσφέρουν τα τάματα
Και στα μικρά ρυάκια βαφτίζουν
Τα παιδιά τους μ' ονόματα κρίνων και πουλιών
Οι άνδρες είναι ταξιδευτές
Και κάποιοι άλλοι πολεμιστές γενναίοι
Φορούν πανοπλίες
Αμπέχονα από τρίχα ζαρκαδιών
Και μαύρα τσόχινα παπούτσια
Που δένουν ως το γόνατο
Αγαπούν τις γυναίκες
Τα κόκκινα κεράσια
Τις κληματαριές
Τον ίσκιο των κυπαρισσιών
Εκεί τα μυστικά τους εκεί οι βλέψεις τους
Και οι μεγάλες τους προσδοκίες
Οι γυναίκες είναι άξιες κεντήστρες
Κι ακούραστες υφάντρες
Λινό χασέδες και βαμβάκι η ζωή τους
Πολύχρωμα νήματα και κλωστές οι πλευρές τους
Έχουν αυλές ολάνθιστες με ζουμπούλια
Που ανθούν ολοχρονίς σε χρώματα λιλά
Με κατσικίσια δέρματα φτιάχνουν
Τα στολίδια τους
Μενταγιόν βραχιόλια δακτυλίδια
Με αχάτη των βουνών τα καλύπτουν
Τα σχέδια των ινδιάνων αγαπούν
Τα προγονικά κειμήλια αντιγράφουν
Τις συμβουλές των μάγων ακολουθούν
Στις θυσίες και στα τελετουργικά τους
Τα παιδιά αν και λιγοστά
Κατακλύζουν σαν σμήνη τις ρηχές όχθες
Ορχήστρες φτιάχνουν με ασκούς
Πετραδάκια και ξυλόφωνα
Καλαμένια πλέκουν καλάθια
Υφασμάτινα φτιάχνουν παιχνίδια
Και κάθε λιόγερμα
Γεμίζουν με άμμο μικρά αγγεία
Σαν να θέλουν αμέτρητες να γίνουν οι χαρές
Πλούσια τα αποτυπώματα της ζωής
Ρευστά να κυλούν οι μύθοι των νερών
Στις τρύπιες ράχες των λειμώνων
Άγκυρες και κοχύλια σκαλίζουν στα μπράτσα
Έτσι που οι μικρές αχιβάδες των βυθών
Αβίαστα να σκεπάζουν τον ύπνο τους
Και συνωμοτικά να απιθώνουν στιχάκια
Στα νοτερά προσκεφάλια των βράχων
Είναι κάτι μέρη που ο χάρτης τα ξέχασε
Οι δρόμοι δεν τα βρίσκουν
Κι οι καβαλάρηδες περιπαιχτικά τα αγνοούν
Μέρη δικά μας αβεβήλωτα
Που κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Περιφέρουν στα στενά τους
Αντί για επιτάφιους
Ολάνθιστα άρματα και ξόανα γιορτής
Εκστατικά οι γέροντες τα ραίνουν
Με οίνους και ύμνους διονυσιακούς
Να μεθά η μέρα
Κι η νύχτα να γιορτάζει
Με κρόταλα κι αχτίδες πυγολαμπίδων
Είναι της ποίησης χωριά
Που καλά τα φυλάει ο Θεός
Ξένο μάτι να μην τα δει
Κακόβουλο χέρι να μην τ' αγγίξει
Απρόσιτοι να μείνουν παράδεισοι
Κοιτίδες να γίνουν αγάπης
Στωικά να μας επιστρέφουν το ανέφικτο
Που μες στα όνειρα σαν ζύμη φουσκώνει
Τον κόσμο όλον να θρέψει
Με φως και τραγούδι
Μελωδικός να γίνει ο σκοπός
Κι ο λόγος κροτίδα λευκή
Βροντερά να λάμψει στα στήθη....
Της ποίησης τα δικά μας ασκητήρια!
Ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως κι ένας εκκωφαντικός κρότος έκρυψε
το σπίτι Χάθηκαν ολότελα οι μαργαρίτες οι τριανταφυλλιές και τα
μοσχομπίζελα Η ογδοντάχρονη μάνα με τα κλαμένα μάτια και τα
αχνογέλαστα χείλη Κι η ασβεστωμένη μάντρα που ποτέ δεν της
πήραν του έρωτα μυστικό χάθηκε κι αυτή στην κραυγή της πόλης
Έτριψε τα μάτια με το παιδικό της μαντήλι Το φύλαγε πάντα στην
τσέπη της Αποκούμπι του φόβου της
Σαν να της φάνηκε πως ακόμα κρατούσε πάνω του τη μυρωδιά
απ' το λουλάκι την αψάδα από την αλισίβα το κάμα απ' τον ιδρώτα
-Μάνα! τι άνεμοι πέρασαν απ' τα μικροσκοπικά σου χέρια;
Παλάμες αργασμένες Ρόζοι σκληροί που μόνο στο μαύρο σου τσεμπέρι
μιλούσαν Πως να τρυφερέψουν κλειστοί οι ουρανοί
-Αχ μάνα πόσο εύκολα συμμάχησες με την αξίνα και με την οργή
της ασπαλαθιάς και πόσο ο καιρός ασυμπόνεστα ξέχασε να σου δώσει
το μερτικό σου...μια κιμωλία να χρωματίσεις τα μαύρα σκίνα του κήπου!
Σ' έσκαψε ο χρόνος μετά το θάνατο του πατέρα Έσκυψε το κορμί σου
σαν όπως σκύβει παραπατώντας ο μεθυσμένος στα σκαλοπάτια του
καπηλειού
Δεν τον ημπόρεσε αυτόν το θάνατο Μεγάλος έρωτας Μακρινά ξαδέρφια
οι δυο τους Στέγνωσε η μάνα Τραβήχτηκε απ' τη ζωή Έκλεισε την πόρτα
στους γειτόνους και μόνο στο μεροκάματο έστρεψε τη σκέψη της στο
αγώι και στα δυο της ορφανά
Μεγαλώσαμε μες την καταφρόνια και την ορφάνια με τη μάνα να
γδέρνει τα μνήματα και κάθε απόγευμα στο σπίτι να ανάβει εμπρός
στη νυφική φωτογραφία το καντήλι αποθέτωντας ευλαβικά ένα
ματσάκι άνθη κατά το πλείστον μαργαρίτες στη μνήμη του
Που τις έβρισκες βρε μάνα μες το καταχείμωνο τις μαργαρίτες
όταν όλα γύρω χείμαζαν νεκρά;
Αχ μάνα! Ποτέ δεν μας πήγες στα εαρινά σου περβόλια εκείνα
που μες στην καρδιά καλά κρυμμένα τα φύλαγες κακές γλώσσες
μη τα μολύνουν
Τι να ήταν αυτή η σκοτεινιά; Ο καιρός στου Απρίλη το ευωδιαστό
μίσχο δεν προμήνυε καταιγίδα Έλαμπε ο ήλιος μέχρι πριν λίγο στο
κάδρο τ' ουρανού όπως έλαμπε το χρυσό σου χαμόγελο ανακουφισμένο
μετά την πάστρα στην αυλή του παλατιού σου
Όταν συνήλθε μετά το πρώτο σοκ είδε τις φλόγες να καταπίνουν το σπίτι
Είδε τον ουρανό να μεριάζει να διαβούν δυο ψυχές σφιχταγκαλιασμένες
με κίτρινα στεφάνια στα μαλλιά Άγγελοι έμοιαζαν αληθινοί
Όταν τελείωσε το κακό κι οι φλόγες απόστασαν πια να καίνε το πρώτο
που αντίκρισε σαν μπήκε στο σπίτι ήταν ένα μάτσο ολόφρεσκες
μαργαρίτες δίπλα στα άψυχα χέρια της μάνας της κι έπειτα εκείνη τη
νυφική φωτογραφία θάνατο να καπνίζει
Στο γκάζι ένα μπρίκι Ετοίμαζε φαίνεται το βραδινό της γεύμα Μια
κούπα τσάι του βουνού και μια φρυγανιά όπως συνήθιζε Οκτώ η ώρα
το βράδυ Την ώρα εκείνη ακριβώς που άναβε επί πενήντα συναπτά
έτη το καντήλι
-Αχ μάνα έφυγες αναπαμένη κι αβαρής σαν φτερό
Έφταιξε το αίμα είπε το χωριό κι αυτό ήταν που την εκδικήθηκε!
Στο ξόδι της όλοι κρατούσαν κίτρινες μαργαρίτες από εκείνες τις
ολόφρεσκες της καρδιάς που ανθούν ολοχρονίς και ποτέ δεν χειμάζουν
Οι μαργαρίτες σου μάνα που κρυφά με μύησαν σ' ένα αδιάψευστο
μέχρι τέλους σ'αγαπώ!
Μέθυσα απ' το φεγγάρι απόψε
Κι ήρθα κοντά σου
Όμορφα λημέρια
Χαλικόστρωτα
Να αναπνέει το σώμα ελευθερία
Να χαρίζεται το φιτίλι στο άσβεστο φως
Φως των ματιών σου δειλινό
Φως της αγάπης λυτρωτικό
Φως της αγκαλιάς καρποφόρο
Κι εγώ θηλιά να περιστρέφομαι
Χαρούμενη να με βλέπεις
Ανέσπερο φως σε κόντρα καθρέφτη πουλιά να χρυσίζει
Σε αγγίζω κι ο ουρανός υποχωρεί τρομαγμένος
Μέθυσα απ' την πούλια απόψε
Κι έριξα ανεμόσκαλα
Σεντόνια του έρωτα
Μειδιούν τα έμβρυα
Στα ετοιμόγεννα άστρα
Μειδιάς κι εσύ
Στα πορφυρά ντυμένος
Πορφύρες στέλνεις στα χαμοπούλια
Πορφύρες σκορπάς στα γεράνια
Ζωντανεύουν οι κήποι τ' ουρανού
Κι εγώ αργοσαλεύω με σφιγμένα τα σφυρά
Πορφυρά ν' αντικρίζω τα χρόνια
Κι αυτά τ' αξόδευτα φιλιά να κλειδώνω στα χείλη προσφορά
Σε κοιτάζω και λοξοδρομούν οι αχτίδες τρελαμένες
Μέθυσα απ' τα δάκρυα απόψε
Κι ήρθαν οι νεφέλες να με ζητήσουν
Εκεί ψηλά στ' αέρινα μονοπάτια
Να στροβιλιστώ
Άγγελοι - νεφέλες
Να σε αποκοιμίζουν γλυκά
Άγγελοι - νεφέλες
Να σε πηγαίνουν ταξίδια σ' άγνωρα μέρη
Κι εγώ σε ελαιογραφίες μαγικές μυθικά να στήνω παιχνίδια
Να αμαρτάνει το φέγγος απ' τα τόσα χρώματα
Κι απέθαντες να μένουν οι φτελιές στους κήπους σου
Σε αναζητώ και κλείνουν τα στόμια των ηφαιστείων ερμητικά
Μικρός γίνομαι χάρτης μεμιάς να εξερευνάς τις κοίτες μου
Μόνος ποτέ μη διψάσεις
Μόνος ποτέ μη ξεχαστείς
Στάζουν νάμα τα ακροδάκτυλά μου
Νάμα κι αίμα
Στο πλάι σου μνήσκω
Διπλά να σε φρουρώ ως να πλαγιάσεις
Γαλήνιος στα φύλλα
Με στρώσεις πολλές μη πληγωθεί σε χώμα ξερό τ' όνειρό σου!
Εγώ θα σε κοιτώ
απ' του ουρανού
το άνοιγμά
Σεπτή μορφή
Μελάνι θα στάζω
στους δρόμους σου
Εκείνο να συγγράψεις
το βιβλίο
της αγάπης
Αιώνια να σε θέλω
Παιδί μικρό
Ποθούσα ν' ανοίξουν
οι ουρανοί
μαγικά να μου φέρουν
στολίδια
Τώρα κλειστά περάσματα
μανταλωμένα
απ' τους αγγέλους
της βροχής
Έγκλειστος ο βρόγχος
αργά μερεύει
Πένθιμος τόπος
όμοιο κρανίο ανοιχτό
στη σκιά του μάρμαρου
Ο δρόμος
στην κατωφέρεια
του θανάτου
Εξ ου κι οι ουρανοί
που ανοιχτοί δακρύζουν
φως μεταλλικό
Στην ομορφιά της ψυχής σου
Το πρώτο κατά σειρά έλαβε μέρος στο δρώμενο 25 λέξεις
που διοργάνωσε επιτυχώς η φίλη Μαρία Νικολάου
Στην πανσέληνο του Αυγούστου
Δεν θα είσαι εδώ
Να μου δείξεις τα μονοπάτια
Που οδηγούν στο Θεό
Αρματωμένος με φιλιά
Δεν θα σταθείς μπροστά
Στη θύρα μου να κοιταχτείς
Αγάπη του μακρινού ορίζοντα
Πως τα φτερά μου κλειστά να σε βρουν;
Στην θημωνιά ένα λεπτό μαντήλι
Στην καταιγίδα ένα σβησμένο κερί
Στην καρδιά του νερού ένα αγκαθάκι
Έτσι κι η ψυχή μου ατέρμονα πάλλεται
Σε τόπους σκιερούς
Μακριά σου μαζί σου
Στην καρδιά του νερού ένα αγκαθάκι
Να θυμίζει τη δροσιά του χεριού σου
Πριν σε πάρουν οι ηλιαχτίδες ταξίδι
Μαγεμένα τα φύλλα ξεκολλούν
Απ' τα δέντρα
Μαγεμένοι οι αυλοί σιγούν
Μπροστά στην κρούστα της γης
Γήτεμα λες...
Οι στιγμές μαζί σου
Μια πορεία στις δαντέλες των κυμάτων
Έρχεσαι - φεύγεις
Μικραίνει ο κόσμος
Σαν πως μικραίνει η ανάσα
Των περιστεριών στην πρώτη αχτίδα
Αγάπη των απογευματινών ρεμβασμών
Πως το βλέμμα γυμνό να σε φτάσει;
Στο λίκνο σου αποκοιμιέμαι
Ζεσταίνω το κορμί μου στο χνώτο σου
Σ' ακολουθώ κι άθελα μου ξεφεύγει
Ο ιστός
Σε ξαναβρίσκω
Στο λίκνο σου αποκοιμιέμαι
Συντροφιά με το τελευταίο σου όνειρο
Μακριά σου μαζί σου!
Εσύ όπου κι αν πας
Εδώ θα είσαι...
Φύλλα χαλκού γανιασμένα
Στο κάδρο σκιές
Μια "καλημέρα" απ' τα παλιά
Στον τοίχο
Διαβάζω τα ίχνη σου
Και εισβάλλει στο δωμάτιο
Η πολυμορφία του ουρανού
Ο καταρράκτης όλων των διαλέκτων
Χαράζει τα υψίπεδα
Και παγερά μέμφεται
Τις σπάταλες σιωπές σου
Κι έτσι στα ξαφνικά
Σπάει ο καθρέφτης
Παραμελώ τα είδωλα
Χτενίζω τα μαλλιά μου
Στην αυλαία των λογισμών
Επαίρομαι την απουσίασου
Τα αγάλματα συναινούν
Τείνουν τα χέρια τους
Ένα αγκάλιασμα στιγμιαίο
Ένα δάκρυ που μετεωρίζεται
Χαράμι μη γίνει στο χτες
Κι εσύ να ξεγελάς τις ώρες
Στα ουράνια πάρκα πλάι στους κύκνους
Δεν έχω συμμαχήσει
Με το κρύο
Τα φεγγερά αγαπώ απογεύματα
Τη βροχή που έρχεται
Ταξιδιώτισσα
Μια πρόσκλησηστέλνω
Στους τρελούς εραστές
Να παραστούν στη γιορτή
Γιατί εγώ γιορτάζω
Κάθε που το δάκρυ μετεωρίζεται
Άθυρμα μη γίνει στο χιόνι
Καλώ τους γενναίους
Απαράβατος όρος
Να λούζονται κάθε χάραμα
Στων δροσοσταλίδων την πόρπη
Εσύ όπου κι αν πας εδώ θα είσαι...
Μικρός Θεός που επιστρέφει στο βωμό
Χάρη να δώσει!
Σαν αστέρι που στο γλυκοχάραμα
Θαμπώνει
Έφυγες
Από χρόνια ταγμένος στον ουρανό
Τις γήινες φλόγες επιζητούσες
Να σβήσεις με μια αναπνοή
Αγάπη πόνος στεναγμός τριγμός
Και η ζαριά στα σημεία παιγμένη
Χωρίς συμπαίχτη και κανόνες
Να σου ανοιγοκλείνει το μάτι συνωμοτικά
Στο λεπτό χέρι τρεμόπαιζε
Μια τελευταία αχτίδα
Μην ήταν που στα μάτια σου ανέβαινε
Πλαγιαστά το φεγγάρι σαν τρελό ξωτικό;
Στο χέρι σου τρέμιζε
Το δάκρυ του παγετώνα
Μην ήταν που στα χρόνια σου
Στριφογύριζαν οι πολύγωνες νιφάδες της απώλειας;
Εκείνες του τόπου σου οι τακτικές
Που από μικρο παιδί στοργικά τις τάιζες φιλιά
Αγάπη που στο γέμισμα του φεγγαριού
Γέμιζε ρίζες βαθιές κι απλώνονταν
Στης χλόης τη χλαμύδα διακλαδωτά
Αγάπη γήινη δική σου μοναδική
Μάνας πατέρα κι αδερφού καύχημα
Έφυγες
Στης Άνοιξης την ώρα
Στις παπαρούνες στέγνωσες τα φιλιά σου
Μην τις βλέπεις έτσι ντροπαλές
Είναι περήφανα εύθραυστες σαν πονούν
Περήφανες
Σαν το παγωμένο σου πηγούνι
Σαν το χέρι σου που αποχαιρετούσε την αυγή
Διπλωμένο σε διπλό αντίο
Στερνό
Είχα πολλά να σου δώσω κλώνια
Είχα πολλά να σου πω τραγούδια ακόμα
Νερό δροσερό να ανεβάσω από πηγαδιού καρδιά
Μόνος να μην νιώθεις
Αθανασία να κρυφομιλάς
Δίψα να μην σε βρει στο σεργιάνι
Πλούσια να διαβείς το πέρα σύνορο
Με χρυσάφι στις φούχτες σου αρχαϊκό
Να σε ζηλεύουν τ' άστρα τ' Απρίλη και να γέρνουν
Κι αν έφυγες
Νοερά θα σε θωρώ καβαλάρη σε άσπρο άλογο
Να τινάζεις σεντεφένιες μπάλες στον κόσμο μου
Κι εγώ εκστασιασμένη να σου χορεύω
Δεν σου πρέπουν καημοί μοιρολόγια
Κλαυθμοί και θυσίες
Σου πρέπει ένας ολόασπρος κρίνος
Της αυλής μου στολίδι
Στο μάρμαρο σεμνά να καλλιγραφεί τ' όνομά σου
Μαζί με το μήνυμά μου
Σ' αγαπώ
Θέριεψαν τα κλαδιά
Ακίδες του ουρανού
κεντούν το Άγιο σώμα
του Απρίλη
Πληγωμένο ξύλο
Πόσα ακάνθινα στεφάνια
δικά σου
θα σκηνοθετήσουν
τη σταύρωση του!
Ποιος σου είπε
πως δεν ματώνει ο ουρανός
τα κλωνιά της γης
σαν τον αγγίξουν;
Μια θυσία κι ένας έρωτας
κι απότοκος τους
μια γραφή σιβυλλικη
να τοξεύει
το άπειρο!
Εφορμούν οι μάγοι κλώνοι
Σκυτάλη παίρνοντας
απ' τον αγέρα
Εφορμά κι η ψυχή
να σε φτάσει
στα προπύργια που ζεις
του ουρανού
Με μια δέντρινη σκάλα
που τα ύψη
αγκυλώνει!
Το πρώτο κατά σειρά έλαβε μέρος στις "25 λέξεις "
που διοργάνωσε επιτυχώς η Μαρία Νικολάου
Τα παιδικά χαμόγελα Είναι η παντιέρα που κρατάει Η Άνοιξη Σε μια πλαγιά με παπαρούνες
Χαμογέλα σήμερα
Χαμογέλα στη στροφή της μέρας
Παιδί μονάχο με τη μάσκα
Του πόνου στην όρθια ψυχή
Με τη μάνα συντρόφισσα του ερέβους
Ανέτειλε ήλιε
Τα σμιχτά χείλη να ροδίσουν ξανά
Πως θα θελα με μια κίνηση μόνο
Όμορφα να σου λαμπρύνω τον κόσμο
Στα μάγουλα σου να στάξω
Της χαρμολύπης το δάκρυ
Ν΄ανθίσουν οι κλώνοι του στήθους
Σαν τη μυγδαλίτσα του τόπου σου
Αυτήν που ξεδιάκρινες απ' όλες τις μνήμες
Αδερφικά να σου ράψω την ποδίτσα
Να έρχεται ο χειμώνας να σκοντάφτει
Κι αμήχανα να απομακρύνεται σε καμίνι σβηστό
Μην χιονιστούν τα όνειρα και καούν τα φτερά
Τα παιδικά δάκρυα Είναι οι δροσοσταλίδες Που λυπήθηκαν να γίνουν προσευχές
Μην δακρύζεις σήμερα
Άφοβα να ψηλώνεις το χέρι στο βοριά
Εσύ που είδες το σώμα της γης ν'αδειάζει
Απέλπιδα τώρα ζητάς μια φωλιά καθαρή
Ένα σημάδι στοργής
Τη μορφή της μάνας για στήριγμα
Έχω μικρά να σου φέρω σποράκια στη γη να σκορπάς
Ένα φανάρι φεγγαρίσιο
Μια ψηφίδα να αναστρέψεις τις γραφές
Προσφυγάκι της φαύλας ιστορίας
Που τ' αρκουδάκι σου
Πάνινο έγινε τείχος στο συρματόπλεγμα
Κράτα μιαν ανάσα για εσένα μια γραφή καθαρή
Σαν μεγαλώσεις άγρυπνο να έχεις το βλέμμα
Σπαθί φονικό στο μαύρο φίδι που τρέμοντας θα σε πλευρίσει
Οι παιδικές καρδιές Είναι οι απόχες που μέσα τους Πιάνονται των αγγέλων τα πρώτα σκιρτήματα
Την πρώτη πρόφερε σήμερα συλλαβή
Στην πέτρα σμίλεψε μια μορφή αγαπημένη
Της μάνας της αυλής της αγάπης
Κι ύστερα πρόσταξε τον ήλιο να ζεστάνει
Το ψυχρό μέτωπο του Κρόνου
Τις στεριές που παρέκκλιναν να ενώσει
Κι αν εισακουστεί η φωνή σου
Κι αν στην πόρτα γυρίσει το κλειδί
Κι αν σε βάθος τραβήξουν οι ρίζες
Ψηλόκορμο θα βγει το καράβι στα πλάτη
Με μεσίστια να πλεύσει σημαία
Τη σημαία που ύφαναν τα δυο σου τα χέρια
Σύμβολο ακριβό στις βροντές και στους φόβους
Στις απαρχές της ζωής ξεφτισμένο παιχνίδι
Που κοιμάται παγωμένο στα σύνορα
Μάρτυρας σου ένα πάνινο αρκουδάκι
Με λασπωμένο το κρύο του πέλμα
Στη μνήμη του....ήταν μόλις 55 ετών
Έλαβε μέρος στο 11ο συμπόσιο ποίησης της
αγαπημένης μας πυργοδέσποινας
Κύριο σκοπό δεν είχε το ποίημα
Μονάχα κάποιες επισημάνσεις
Παράταιρες κρατούσε στις επωδούς
Σαν το διακεκομμένο κελαηδισμό
Των πουλιών που βρέθηκαν
Χωρίς ταίρι μετά το κυνήγι
Ή μάλλον σαν την προσευχή
Που την έκοψε στη μέση ξαφνικά
Ο πιο δυνατός τριγμός της έωλης γης
Διάτρητο έμεινε το Άγιο βήμα
Να χορταριάζει κάτω από την πορφύρα
Φτέρες και πυκνόφυλλα πολυρίζια
Παλαιική πορφύρα
Εκεί που το μικρό παιδί του αλιέα
Εκστατικό στέκονταν
Να καταμετρά των προγόνων του
Τα χρυσά αναθήματα
Με δάκτυλα μαυρισμένα απ' το κοντύλι
Μ' ένα σπασμένο πινακάκι στο στήθος
Να συντονίζεται με τους παλμούς
Του ματωμένου χώματος
Βραχιόλια περίτεχνα χρυσές καδένες
Κι εκείνο το επάργυρο ρολόι
Της γερόντισσας θείας του
Με τους δείκτες κολλημένους
Από χρόνια στη δεκάτη νυχτερινή
Δέκα και τα δάκτυλα της ψυχής
Αδύνατον να καταμετρηθούν οι ώρες
Οι ώρες που στο ανοιχτό πιθάρι του λαδιού
Επέπλεαν σαν τις αναρίθμητες σταγόνες
Της καλοκαιρινής βροχής
Πάνω στο πάγκο του επαρχιακού σφαγείου
Μιας βροχής ξαφνικής
Που ούτε καν κι αυτοί οι ιεροσκόποι
Προέβλεψαν τον ερχομό της
Αγαπούν τα ποιήματα
Τα ξεκούρδιστα ρολόγια;
Ρώτησα θαρρετά τα ψαροπούλια
Που απάγκιαζαν στα λαξευτά βράχια των ακτών
Κρωγμοί αινιγματικοί η απάντηση τους
Επιπόλαια τιτιβίσματα πριν την τελική πτήση
Στα υπέρθυρα της φυλακής
Αγαπούν τα παιδιά τα ατελή ποιήματα
Αυτά που αφιερώθηκαν
Σε κλειστά ερημοκλήσια κι ορφάνεψαν;
Τα ποιήματα με τη γαλάζια χάντρα στο λαιμό
Που μόνασαν ευτυχή σε αρχαίους βίβλους
Ματαιόδοξα σαν τα χέρια των τσιγγάνων
Μπροστά στη λαμπράδα της εστίας
Να γυρίζουν της φυγής τη σελίδα
Αδημονώντας ο φεγγίτης να ανοίξει
Κι η στέγη να διαβάσει
Τα αρχέτυπα μυστικά τους μονοπάτια
Λίγο πριν τη γιορτή πληροφορήθηκα
Πως ο αλιέας έχασε τον μοναχογιό του
Στο παζάρι με τις πλωτούς δρόμους
Έκτοτε βυθισμένοι απόμειναν
Κάτω από τα πολυρίζια και τις φτέρες
Οι στίχοι που συνέθεσαν οι τελευταίοι μελωδοί
Και τα μικρά επίχρυσα καντήλια
Απουσία ξεψυχούσαν μαυρισμένα
Πάνω σε τοίχους τραχείς
(Με τις φλόγες ασκημένες στα μικρά θαύματα)
Τα καντήλια της άσβεστης μνήμης
Που ακούραστα οι ποιητές τα διαπότιζαν
Τις ασέληνες νύχτες του Γενάρη
Με θάλλουσες βυζαντινές νότες
Και χωρία άγνωστων γραφών
Τρεμόπαιζε χαίνουσα η ζωή Στη σκιά της φλόγας μετουσιωμένη σε θάνατο!
Ξετυλίχτηκε το κουβάρι
Δέσε το σκοινί
Έτσι που να ακουμπάει
Σε σταθερές το όνειρο
Στων βυθών σου
Τα κατηφορικά μονοπάτια
Φλισκούνι να φυτρώσει
Να πλένονται οι μνήμες
Κι ολόδροσες να βγαίνουν
Το πρωί σαν δροσοπέταλα
Κλωνάρι στο πέτο να τις περνάς
Μικρός περιβολάρης να διαβείς το σύνορο
Στην ώρα σου να είσαι ξέχωρα ενδοτικός
Πέρασε ο χρόνος
Που συμμαχούσες με τις σκιές
Τότε
Που τις πληγές σου γιάτρευες
Μέσα σε στίχους δανεικούς
Έπεφτε αργοσάλευτη η αυλαία της μέρας
Στη ψυχή σαν απουσία
Έστρεφες το βλέμμα στα παλιά
Ξεκινούσες τις αναπολήσεις
Τα πράσινα σμαράγδια που αγαπούσες σε χρόνια εφηβικά
Κάτω απ' το μαξιλάρι ακόμα τα φυλάς
Καρδιόσχημα φιλιά
Παράθυρο θαμπωμένο απ' την αχλύ του εφήμερου η εικόνα σου
Η εποχή των βροχών
Που γέμιζε τις στέρνες
Με υποσχέσεις δημητριακές
Πέρασε
Ξεράθηκε το δεντράκι των οχυρών
Εκεί που έδενε την κούνια
Η αστραπή του γέλιου
Άσε το αστέρι να σου δείξει την πορεία του βέλους
Τώρα πλαγιοκοπούν
Το σώμα σου ριπές της άμμου
Δέσε το σκοινί
Στείλε την πρόσκληση
Διπλό να γίνει
Το στεφάνι του ήλιου στο ψήλωμα
Τη φιλαυτία του να παρακάμψει
Ο αγγελιοφόρος και να φανεί
Παρασημοφορημένος
Τι πιο ακριβό απ' τη στεφάνη της κούπας που τα χείλη σου άγγιξες
Στους ναούς των ακρωτηριών
Η τελευταία σου μάχη
Μιας ημέρας όνειρα
Που έγιναν ικεσίες...
Ο λόγος άρρητος
Στις παρυφές της αγάπης
Κι ακριβό το αντίτιμο
Που θα κομίσεις στου πάθους τη θυρίδα!
Δεν ξεχνά το αίμα ποτέ όταν σαρκώνεται την ηδονή
Έλαβε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που με αξιοσύνη
διοργάνωσε η me(maria) μαζί με άλλες υπέροχες συμμετοχές κόντρα
στους ανίερους καιρούς προσφεύγουμε στην πρό(σ)κληση της τέχνης!
Ξέφυγε τελικά Σίγουρα ξέφυγε Κοντανάσαινε Τα πόδια της έτρεμαν
Ψυχή πουθενά Τρεις η ώρα τα ξημερώματα Το γλέντι η μουσική
το πέρασμα του ποταμού ο σπασμένος τροχός Έμειναν όλα πίσω
Το χαρτάκι της πρόσκλησης τσαλακωμένο ή μάλλον μουλιασμένο
στον ιδρώτα του πανικού
Ένα άστρο ξαφνικά ξέφυγε από του ουρανού την αυλαία Που καιρός
για ξόρκια κι ευχές Σκιά έγινε Ένα μπεγλέρι σκορπισμένο στα σκαλοπάτια
Θυμήθηκε την προγιαγιά της Αγαπούσε πολύ τα μπεγλέρια και τους
χαρταετούς Είχε κίτρινα απ' τον καπνό δάχτυλα κι ασβέστωνε κάθε
Πάσχα τη μάντρα του κοιμητηρίου κι ας μην προσδοκούσε ποτέ
ανάσταση στη ζωή της Φτώχεια και Προσφυγιά κι η Πατρίδα
χαραγμένη στη χρυσή καδένα να δακρύζει
Ξέφυγε τελικά Όσο έφτανε το μάτι -παρά το σκότος- καμιά φιγούρα
κανένας ίσκιος δεν την ακολουθούσε
Χάιδεψε το αριστερό της πόδι στο ύψος του γόνατου Με τις βροχές
πονούσε Σταμάτησε να τρέχει Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια με τους
εσωτερικούς κήπους
Ίσως αν χτυπούσε μια πόρτα να της άνοιγαν Ας μην της παραχωρούσαν
μια ζεστή θέση να κοιμηθεί Αυτή τους κήπους θα διάλεγε τα παγκάκια
με την αγαπημένη τους φλυαρία το χώμα που μοσχοβολά πρωτεϊκά
αρώματα!
Θα το αποτολμούσε!
Αν της έδιναν -θα το ζητούσε- ένα σκοινί θα έδενε μια κούνια Ένα
δέντρο θα υπήρχε Πως αλλιώς; Όλοι οι κήποι έχουν δέντρα Έστω μια
ταπεινή κουτσουπιά
Ωραία με μωβ - βυσσινιά λουλούδια Γιατί βυσσινιά είναι τα λουλούδια
που πενθούν
Θα το αποτολμούσε Έφτανε άλλωστε στο πρώτο σπίτι
Είχε ροζ παραθυρόφυλλα και μια εξώπορτα με σκαλιστά αραβουργήματα
Φεγγίτες κωνικούς και υπέρθυρα με δυο σειρές από ερωτιδείς
Θα πλάγιαζε στην χλόη Ένα μερμηγκάκι ένα σκαθαράκι θα την
συμπονούσαν Ο χάρτης του κόρφου της να ημερέψει Δρόμους ν' ανοίξει
Τους βημάτισε παλιά αυτούς τους δρόμους Απρόσκοπτη πορεία Χρόνια
πριν - όταν κάποιος της χρέωσε τη φιλαυτία του - έστρεψε τα μάτια στη
γαλήνη της γης στη μοναδική της ασφαλή μήτρα
Κι απόψε εκεί θα κατέφευγε σαν ορφανό μωρό που πεινάει στοργή
Να ασβεστώσει σαν την προγιαγιά της τα μικρά πετραδάκια του
σιντριβανιού
Να ανάψει ένα σέρτικο τσιγάρο να καεί το πρόσωπο του εφιάλτη που
την έβαλε στο κυνήγι αχάραγα
Θα το αποτολμούσε!
Μην ξεχάσει να συστηθεί Μην την πουν κι αγενή:
Μαρία όπως όλες οι μοιραίες Μαρίες του κόσμου τούτου
Ήδη μιλούσε με τους κήπους κι ας ξαστόχησε στα λόγια κι ας
έκλεισαν με πάταγο οι σύρτες πριν το ξημέρωμα...
Έλαβε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που με αξιοσύνη
διοργάνωσε η me(maria) μαζί με άλλες υπέροχες συμμετοχές κόντρα
στους ανίερους καιρούς προσφεύγουμε στην πρό(σ)κληση της τέχνης!
Αχ γη μου
και τι δεν βλασταίνεις
Απ' το ταπεινό
χορταράκι
ως το περήφανο έλατο
Κι οι φράκτες ακόμα
δημιούργημα σου
Μικρά ημικύκλια
να ξαμολά το χώμα
τα λουλούδια του
Έλα στην ακουαρέλα
του χώματος
να γεμίσεις χρώμα
το βλέμμα
Πάρε κόκκινο και θαλασσί
Να φτιάξεις το προικιό
της ψυχής
Κι ύστερα με μια πινελιά
κατάργησε της γης
τα συρματοπλέγματα
Ποιος χρωμάτισε
τα ημικύκλια;
Ίσως το χέρι του Θεού
που αποκαμωμένο
απ' το γκρίζο
επαναστάτησε
Μείναν οι φράχτες
Κισσούς να υψώσεις
και συρματόσκοινα
Ν' απλώνει η αγάπη
τα κεντίδια της
Το τελευταίο στην κατάταξη έλαβε μέρος στο δρώμενο "25 λέξεις"της Μαρίας Νικολάου τα δύο άλλα προηγήθηκαν
κι είπαν να το συντροφέψουν
Χιονίζει η Άνοιξη μαργαρίτες στους αμπελώνες
Έλα με του νοτιά το ιδρωμένο σύννεφο
Κρυφά να σου μάθω τα μυστικά της γης
Τα πρώιμα φιλιά να σε αγγίξουν
Θωπείες σπουργιτιών και κελαρύσματα
Λατρεύω τις ανοιξιάτικες ώρες
Πως ανοίγει τα πέταλα ένα λουλούδι
Μια ηλιαχτίδα να κρύψει στους στήμονες
Έτσι κι εγώ
Ασημένιο απλώνω χέρι
Το τάμα μου να φτάσει στα ουράνια χελιδόνια
Γιατί της Άνοιξης χρωστώ μια γραφή ακόμα
Έναν παλμό οξύ δίπλα στην υψικάμινο
Μεθούν οι μέλισσες κι απειλούν
Κεντρί να στείλουν στα θυμάρια
Μεθώ κι εγώ σιμά στις ρίζες της αμπέλου
Χαλίκια αρπάζω
Σφιχτή η παλάμη κουδουνίστρα
Τα βρέφη της Άνοιξης να νανουρίσω
Τι έχουν από τη σάρκα μου ξεφύγει
Και στην πολύ ομορφιά χαρίζουν γέλια
Της ψυχής πεταρίσματα και φθόγγους
Φθόγγους που το αίμα
Στο πέρασμα των χρόνων σωστά τους ταίριαξε
Πλάι στο γιασεμί στο πελαργόνι και στο ρόδο
Δίπλα στο δάκρυ της μυρτιάς να κρεμαστούν
Διάφανο να στήσουν κτίσμα
Της αγάπης την εύθραυστη κιβωτό
Αρματωμένη φέτος η φύση θα φανεί
Ν' αποσύρει τη λάσπη απ' τον κόσμο
Πληγωμένος μη περπατήσει
Πλάι στα κλειστά σπίτια του βοριά ο Θεός
Απελπισμένος μη νυχτωθεί
Στο χτιστό πεζούλι χωρίς ψωμί ο άγγελος
Γαργαριστό ν' ακουστεί το γέλιο των παιδιών
Πλάι στα επταπύργια
Παιδιά που την ιστορία έμαθαν σε δυο συλλαβές
Κι είπαν μες στην υφήλιο
Τη μαρτυρία της φυγής καλά να κρύψουν
Χλωρός κορμός
Κι απάνω σκαλισμένος ένας όρκος
Κόμπο τον κόμπο το δάκρυ φυλακτό να πλέξεις
Μόνη μη φοβηθεί η Άνοιξη στην τόση νύχτα και χαθεί
Πόντο τον πόντο το γέλιο στωικά να υφάνεις
Μαξιλαράκι παιδικό να καρφιτσώνει η Άνοιξη
Ολοφώτιστα τα όνειρα της νέας εποχής!
Συμμετέχει στο δρώμενο της αγαπημένης μας και ανήσυχης
φίλης Αριστέας με θέμα:"Μέρες Άνοιξης"
Μάτια όλο φως
Από εκείνο το αστέρι που έβλεπες
Στους παιδικούς σου ουρανούς
Κάψα το καλοκαίρι και λίβας
Απειλητικός νοτιάς στα σιταροχώραφα
Κι οι δρόμοι χωματένιοι
"Αν σκοντάψεις βάλε λίγο χώμα στην πληγή
Σταματάει το αίμα, θα δεις"
Σήμερα κρατάς την ανάσα μπρος στα ποτάμια
Ανακουφιστικά σκέφτεσαι ιάματα
Τρέμεις μην τρυπήσει το σακουλάκι
Που της πατρίδας κλείνει τον καημό
Ψηλαφίζεις
Εκείνο το δακτυλίδι το χρυσό που η μάνα
Βρήκε στη δέση
Και τώρα στον αντίχειρα σου φυραίνει σιωπηλά
Χέρια όλο γρατζουνιές
Από εκείνα τα ακριβά σπάρτα που συνόδευαν
Τους δρόμους σου
Χωράφια της μαργαρίτας που κυλιόσουν
Παρέα με τους αγγέλους
Ευωδιές διάσπαρτες αγνές σαν Παναγίες
Βιολέτα γιασεμί γαρύφαλλο πικραλίθρα χαμομήλι
"Αν δεις σκιές μην φοβηθείς είναι οι καλές
Νεράιδες που φυλάνε το βήμα σου"
Και τώρα τι;
Μιλάς με την καρδιά σου ανυπόκριτα
Στρίβεις το νόμισμα κι η τύχη σε διαψεύδει
Στο αυτί σου ζουζουνίζει μια μέλισσα
Οπισθοχωρείς
Τρέχεις με ταχύτητα να ξεπλύνεις
Την πληγή των δακρύων
Στις αυλακώσεις των βιβλίων ξαγρυπνάς
Και στα υγρά μαντηλάκια των προθέσεων ξενιτεύεσαι
Πόδια όλο νεύρο
Από εκείνα τα βουνά που σταυραδέρφια
Τα ένιωθες στα όνειρα σου, παρέα στον κουτσονήλιο σου
Πότε σου δεν απόσταινες
Πείσμωνε η καρδιά
Σαν το αλέτρι του πατέρα που χάραζε την πέτρα
Μήλα κι αμπάριζα
Και μια μηλίτσα στον γκρεμό ξεμυαλισμένη
"Αν πέσεις σου δίνω το χέρι μου, πονάς παιδί μου;"
Σήμερα ο πόνος παγκόσμιος
Ζιπουνάκια παιδικά που έγιναν στρωσίδια
Βούρκοι που στεγάζουν τη βάσανο της επιβίωσης
Κι αν βουρκώνεις
Κι αν προχωράς
Πώς αλλιώς;
Εκεί θα γυρνάς, στέγη θα βρίσκεις στο άτοπο
Τα βήματα θα ικετεύεις να αντέξουν
Και σαν μικρό παιδί που λέει
Δυνατά το ποίημα του στα σχολικά πεζούλια
Με δυο γραμμές θα καταγγέλεις το άδικο του κόσμου!
Γλυκαίνει το φως
Στα μάτια σου
Στο λιμάνι
Ταραχοποιός ήλιος
Λάβαρα αχτίδων
Περιβολές χαράς
Κι εκείνο το πλεούμενο
Με τ' αυστηρά χρώματα
Στάσου για λίγο
Με παρρησία η Άνοιξη
Φυλλομετρά τις στιγμές
Στιγμές πλάνες
Που οικειοποιήθηκες
Μικρά χαρτάκια
Στροβιλίζονται
Σε σταυροδρόμια κρύα
Κι οι αλήθειες μου
Ξαφνιάσματα εφιάλτη
Φυγοδικούν ηττημένες
Λαβωματιές της παπαρούνας
Μελανόχρωμες ρίζες
Κολλημένες στα υπερώα
Άγγιγμα δροσερό
Στον ήχο του σήμαντρου
Οι υδρίες στεγνώνουν
Αν σε λαβώσει άνθος
Τράβηξε μια τεθλασμένη
Στο σκούρο χώμα
Εκεί η σπορά σου
Το βιος του ηγήτορα
Αντίστροφο μέτρημα
Στοιβάζονται λάφυρα
Σε πύλες κλειστές
Στα καλντερίμια
Ιστορίες της πέτρας
Ξεχασμένες
Δίστιχα ακατάληπτα
Μορφές ιπποτών
Ο δρόμος προς το υποστατικό
Χορταριασμένος
Γυάλισε το σπαθί
Πέρνα στον άνεμο
Πετράδια δίχρωμα
Αύριο στη μάχη
Θα νικήσει ο κίβδηλος
Ο γαλαξίας ανασαίνει
Βαριά σκουριά
Προκαθορισμένα τα σημεία
Εγώ θα υπάρχω
Όσο περισσεύει ο θυμός
Στα κλήματα
Κοντά πολύ κοντά
Το προμάντεμα της θάλασσας
Κι ο Θεός της λήθης νεκρός
Πενθούν οι ουρανοί μου σκοτεινιά
Ο Άδης διπλοκλείδωσε
Του έρωτα τ' αστέρι σε τάφρο στενή
Είπες πως μια μέρα θα 'ρθεις
Κι άφησα το κλειδί κάτω απ' τη γλάστρα
Απροσδιόριστα μίλησες
Χωρίς σημάδια καθαρά
Πάντα έλειπε το χάδι απ' τις λέξεις σου
Χάδι
Χνάρι
Χαμόγελο
Χρώμα....
Είχες στα χέρια σκισμένη μιαν επιστολή
Έπρεπε να φύγεις
Τα όνειρα σε καλούσαν
Στο μπαλκόνι σου είχαν στήσει φωλιά
Δυο μικροί κορυδαλλοί
Οι αγγελιοφόροι σου έλεγες
Σπαταλούσες στιγμές να τους μάθεις να πετάνε
Μελαγχολικά τους ξεναγούσες στους κρύους βωμούς
Στο μπαλκόνι με το πένθιμα νυχτολούλουδα
Και τη δίχρωμη μπιγκόνια
Σπαταλούσες τέχνη για να προσαρμόσεις
Στις πληγές σου τις γνώριμες ρωγμές των διαδρομών
Τώρα σε αποβάθρες κρύες παραπαίεις
Δίπλα σε κατεστραμμένα παγκάκια περιφέρεσαι
Σφαλνώντας τα βλέφαρα ξεχνιέσαι
Στο χέρι
Διπλός καφές
Στο μάγουλο διπλή ξυραφιά
Σε προσπερνούν τα πλήθη βιαστικά
Ψάχνεις την τσέπη σου
Την αδειάζεις μπροστά στα βρώμικα σκαλοπάτια
Ούτε ένα κέρμα
Εξαργυρώνεις φτηνά τα πάθη σου
Για μια θέση στο βαγόνι
Ο εφιάλτης σου δυο γνώριμα μάτια που επίμονα σε ερευνούν
Στο σπίτι έμεινε η σκιά σου
Ένα χαρτί διαγραμμάτων
Μια χτένα χωρίς δόντια
Και το κυρτό κυπαρίσσι
Όλη σου η περιουσία μια σελίδα λευκή
Όλη σου η μνήμη μια νύχτα έρωτα
Κι ο στόχος πάνω στον τοίχο όλος καλυμμένος με βέλη
Εξαφανισμένο το κέντρο
Εξαφανισμένος κι εσύ
Στα λόγια σου περίσσευαν οι επαναλήψεις
Χάνομαι πνίγομαι χάνομαι επιστρέφω
Στα νοήματά σου υπερίσχυαν τα περίπου
Περίπου σε θέλω
Περίπου πεθαίνω
Περίπου σε γνωρίζω
Η ενθύμηση η απόσταση το αδιαχώρητο των ωρών
Τρεμίζουν στο σώμα
Κι εσύ μια απουσία παγερά ανοιχτή
Μου είπαν πως σ' ένα συρμό
Κάποιοι σε είδαν φωναχτά να απαγγέλεις
Στίχους στους μικρούς επαίτες
Κι αυτοί με δάκρυα χαράς δυνατά
Σε επευφημούσαν
Σίγουρα εκεί θα μείνεις
Χωρίς άλλο εκεί θα ξεχνάς
Ο κόσμος σου δυο αράδες ανέξοδες
Χωρίς ούτε ένα ψηφίο αγάπης πάνω στο αβέβαιο σου βήμα!