Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Η άνυδρη γη

Ρόδισε η ανατολή αγάπη. 
Καθαρότατος προμηνύεται
να βγει σε λίγο ο ήλιος πίσω 
από τις λεύκες. 
Πάρε μαζί σου μια λάμα 
κοφτερή να σφάξουμε ένα 
σύννεφο την πορεία 
προς το φως να μην μας ανακόψει. 
Είναι τόσο όμορφες οι ώρες
οι πρωινές και φορούν
κατάσαρκα νέες ελπίδες. 
Ήσυχα και παράξενα είναι 
όλα γύρω. 
Το νυχτολούλουδο δες αφήνει
το νυχτοκάματο και πάει
να κοιμηθεί στο στενό ντιβάνι. 
Το σαλιγκάρι που σεργιάνιζε
στις χλωρασιές κρύφτηκε
στο καβούκι του εξαντλημένο. 
Η αργυρή σελήνη μάζεψε μια
φούχτα αχτίδες και σαν μωρά
τις αποκοιμίζει. 

Στο πέτρινο σπίτι κανείς
δεν ξύπνησε και κοίτα τους
πως στα όνειρα πηγαίνουν 
βουβοί στάζοντας δάκρυ 
κι ιδρώτα. 
Ακόμα κι η γάτα στο χαλί
χουζουρεύει ανυποψίαστη. 
Έλα εδώ με το πρώτο χάραμα. 
Είναι χρόνια που κοιμάμαι
ελάχιστα και διακαώς σε 
περιμένω φορώντας ένα
διάφανο ρούχο την ψυχή μου
να διαβάζεις. 

Σου έχω ετοιμάσει διπλό
καφέ όπως κάθε μέρα άλλωστε. 
Χρόνια γυρίζω το φλιτζάνι
σου και πάντα μια κερκόπορτα
βρίσκω στο δεξί χείλος. 
Πώς να την ανοίξω;
Τα κλειδιά μόνο εσύ τα κρατάς 
μέσα στο διπλωμένο μαντήλι
της οικοδομής μαζί με τα
μουσκεμένα μου φιλιά. 
Φρουρός του έρωτα γίνομαι. 
Την πόρτα ποτέ δεν σφαλίζω. 
Τα παράθυρα μισάνοιχτα τα
αφήνω. 
Και στην μάντρα που εσύ έχτισες 
τρεις μεγάλες πέτρες αφαίρεσα 
πέρασμα να βρίσκεις
να έρχεσαι εδώ μόνο για μένα. 

Έλα πριν ο ήλιος ανατείλει
και μας σκάψει τα μάγουλα βαθιά 
και το πηγούνι μας στραβώσει. 
Σε θέλω όμορφο. 
Σε θέλω αδάκρυστο κι ευθυτενή. 
Σε θέλω λουσμένο και καθαρό
με την πρωινή δροσιά στο λινό
σου σακάκι να μπαίνει. 
Να σε ακουμπήσω, να σε πιω
για μια στιγμή. 
Κοίτα το σώμα μου πόση
ξηρασία έχει μαζέψει. 

Τίποτα δεν φυτρώνει πάνω
του κι εγώ που αγαπούσα 
τόσο τα γιασεμιά και τις τουλίπες 
άλλο δεν έχω τώρα παρά 
μόνο μία άνυδρη γη. 
Εσύ ο γάργαρος καταρράκτης. 
Εσύ το νάμα κι ανοιχτή αρτηρία. 
Το πρώτο τρένο εσύ που χωρίς
αποσκευές θα μας πάει
στα μέρη εκείνα που κάθε μέρα
σχόλη έχουν. 
Σε περιμένω με δυο φιλιά στα
χείλη μοναδικό για σένα δώρο 
κι ύστατη απαντοχή. 

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Χαϊκού των εποχών

Μια πεταλούδα-
βγήκε απ' το κουκούλι της
φτερά τινάζει. 

*
Λάμψη του θέρους-
βόλους παίζουν τα παιδιά
αλάνα παλιά. 

*
Καλούν τζιτζίκια-
ο άνεμος κοπάζει
θάλασσα λάδι. 

*
Γεύμα θερινό-
ώριμο το καρπούζι
κουκούδες μαύρες. 

*
Βαρύ πεπόνι-
ψευτόμαγκας με ύφος
σφάζει η ματιά. 

*
Πέφτουν αστέρια-
αδειανό στερέωμα
οι γρύλοι άδουν. 

*
Φωλιά ελαφιού
πυκνώματα του δάσους
αηδόνια λαλούν. 

*
Φωνές προσκόπων-
στοιχισμένη ομάδα
λαφρά τα ρόδα. 

*
Το κρύο δριμύ-
μπουκωμένη η μύτη
μάτια ζεματούν. 

*
Θέρους πάθημα-
βελόνες των αχινών
πονά το πόδι. 

*
Ανεμότρατα
συνοδοί τα δελφίνια
χορός υδάτων. 

*
Βαριές πιατέλες
λουκούλλειο το γεύμα
το ρόδι σπάει. 

*
Άσπρη η σκάλα-
μυρωδιά βασιλικού
λεπτά ανθάκια. 

*
Άμμος με κρίνα
ήχος της τραμουντάνας 
ασημί βότσαλα. 

*
Ξηρός ο λαιμός
μπαινοβγαίνει το κρύο
κουβέρτα ζεστή. 

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Senryu

Χιουμοριστικό ποίημα με 17 συλλαβές και με απαιτούμενη λέξη τη σκόνη. 

Κυνηγός περνά
μυρίζει το μπαρούτι
σκόνη ο λαγός.

*
Άμαξα φτάνει
ματοτσίνορα κλείνουν
τουλούμια σκόνης.

*
Αθλητής περνά
γοργά τα βήματα του
μυγάκια σκόνης

*
Γάμος γίνεται
φτερνίστηκε η νύφη
σκόνη ο γαμπρός. 

*
Μια μαργαρίτα
πανδαισία χρωμάτων
τόπια η σκόνη. 

*
Μια πεταλούδα
στριφογυρνά στη λάμπα
τερμίτες σκόνης. 

*
Παλιά ντουλάπα
κατοικία του σκώρου 
σκόνη τα ρούχα. 

*
Μυρμηγκιών φωλιά
κρισαρισμένη σκόνη
ο τόπος σαθρός. 

*
Στράτευμα περνά
παραλλαγής οι στολές
σκόνη ο εχθρός. 

*
Γεροντοκόρη
χρυσή βέρα στο χέρι
σκόνη τ' όνειρο. 

*
Τρανός ο γλύπτης
βραχίονας με σκόνη
κεφάλι γουλί. 

*
Φθινοπώριασε
χορεύουνε τα φύλλα 
θρύψαλα σκόνης. 

*
Κουστούμι μαύρο
σκόνη η πιτυρίδα
μαλλί λιπαρό. 

*
Βαθιά λακκούβα
πέφτει και τσακίζεται
σκόνη το γόνα. 

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

Οι αμόλυντοι

 Πλύναμε τις αμαρτίες μας
στη θάλασσα.
Καθαρτήρια αυτή μας δέχτηκε
σαν την μάνα τον αγαπημένο 
πρωτογενή της.
Πήρε τα ανομήματα μας και
τα κατέβασε στους βυθούς.
Δίπλα σε κοράλλια ασύλητα,
σε ιππόκαμπους κολλημένους πάνω
στα βράχια και σε αστερίες με σπασμένο
το δεξί τους πόδι τα εναπόθεσε.
Νιώσαμε ξάφνου ελαφροί σαν
τις πεταλούδες που τρυγουν
νέκταρ από λουλούδια αθάνατα
μέσα σε περιβόλια που ποτέ
δεν πλησίασαν πολεμοχαρή
στίφη.

Πολλά τα ανομήματα μας δεν
μας αφήνανε να κοιμηθούμε.
Με πλοιάρια φτάσαμε ως εκεί.
Σε καλοτάξιδα σκαριά με πανιά
από κάμποτο πλέαμε.
Δώρα κάποιων θεών που
οι πρόγονοι μας απαρνήθηκαν
και τους ναούς είχαν
κάψει με την καύσιμη ύλη
των χειλιών τους.
Στα κρουστά των κυμάτων
νερά είχε φτάσει η στάχτη
από τους συνεχείς βανδαλισμούς τους.

Κάναμε πως δεν γνωρίζαμε.
Χτυπούσαμε τα κύματα
με παλαμάρια τετράκλωνα
και με τις χρυσές αλυσίδες
των χεριών μας που μια νύχτα
είχαμε υφαρπασει από
την εικόνα του Άη Νικόλα
στο παρεκκλήσι με τα
χειροποίητα τέμπλα, τα
καπνισμένα από τις φλόγες
των κεριών και των λιβανιων
τις αναθυμιάσεις.

Στις ακτές αράξαμε τα σκαριά
μας κι αμόλυντοι ξεχύθηκαμε
στους αμμόλοφους.
Εκεί η κατοικία των προσφιλών
μας νεκρών.
Μας περίμεναν εναγωνίως
καπνίζοντας μακριά τσιγάρα
που ποτέ δεν έσβηναν.
Μύριζαν μπαρούτι, θειάφι
και καψαλισμενο θυμάρι.
Μας δέχτηκαν πρόσχαροι.
Μας πρόσφεραν πολλά
ζευγάρια από ξύλινα κουπιά.
Μας κοίμισαν πάνω στην υγρή
άμμο και στον ύπνο μας μπήκαν
και με όνειρα δαιδαλώδη
τον στόλισαν.

Ποτέ δεν απιστήσαμε.
Ποτέ δεν απαρνηθήκαμε
τα δυνατά τους μπράτσα.
Τουναντίον τις νέες μας
κατοικίες δίπλα σε
υψικάμινους τις χτίσαμε,
να έχουν κοντά τους
περίσσια τη φωτιά
για να ανάβουν τα μακριά
τους τσιγάρα.
Εμείς εξαγνισμένοι, ντροπαλοί
και αεικίνητοι άρτους ετοιμάζουμε
να μην πεινάσουν
τα παιδιά μας που ακόμα
δεν γεννήθηκαν και δάκρυ
δικό τους στάξει αλμυρό
και τους επί γης νεκρούς
μας αφανίσει. 

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Το αέναο κάλεσμα

Κρέμασα το μαύρο πουκάμισο σου
σε μια κληματόβεργα για
να στεγνώσει.
Φυσούσε δυνατό μελτέμι
και το έκανε να μοιάζει σαν μια
πειρατική σημαία που τρεις
γλάροι με τα ράμφη τους σε
πελάγη ανοιχτά τη σεργιανούν.
Στράγγιζε το πουκάμισο σου έρωτα,
αρχέγονο πάθος, πρωτόγνωρη ηδονή
και άρωμα πορτοκαλιάς από τους
τόπους που αγάπαγες.

Δεν σε χόρταινα, κοντά μου
σε έφερνα με της μνημοσύνης
το μίτο.
Στην κληματόβεργα δίπλα
στις ζαμπέλες το έβαλα.
Είναι καιρός τώρα που έχω
απομακρύνει όλα τα σκοινιά.
Τα φοβόμουν, τα τρόμαζα
τα απωθούσα σαν το παιδί
που δεν ανασκιρτά από αγάπη
όταν το πλησιάζει το ψυχρό
χέρι της μητριάς.

Από κάτω του στοιβαγμένα
στη σειρά τα καυσόξυλα της
οξιάς, της δρυός και της μαύρης
ελάτης.
Πήρα λίγα από αυτά κι άναψα
μια σιγανή φωτιά.
Τα χέρια μου κρύα και τα ζέστανα.
Τα πόδια μου παγωμένα
σαν φτερούγες αποδημητικού
ήρθαν και έδιωξαν το χειμώνα
από τις κλειδώσεις τους.

Σειόταν το άδειο πουκάμισο
κάτω από τους καπνούς όπως
σείεται το ταχύπλοο καράβι
των ποιητών στους όρμους
της φαντασίας.
Μύριζε δάσος κατά τις αναταράξεις του.
Σε οσφραινόμουν.
Σε ζήλευα.
Έκλεινα τις ευωδιές στην
ανοιχτή μου παλάμη σαν όπως
σφραγίζει το γράμμα της
ερωμένης του ο εραστής με φιλιά.

Έμπλεη το κοιτούσα και ταξίδι
με πήγαινε σε ποταμούς
πνιγμένους στα καλάμια και στις
άγριες μέντες.
Ύστερα σε ξέφωτα με έβγαζε,
σε γκρεμούς και σε σπηλιές που
οι λήσταρχοι για κονάκι τις έχουν.
Εκεί στρώνω τώρα τα λευκά μου
σεντόνια, κρεβάτι μου
έχω του βουνού τις πεζούλες
και για προσκέφαλο μου βάζω
παχυλά μούσκλια.

Χάραξα δρόμους, έλα.
Με ρείκια έπλεξα στεφάνια,
όμορφη να με δεις όπως παλιά.
Η κληματαριά γερασμένη λίγους
κάνει καρπούς και οίνο δεν θα
έχεις να μεθάς, ποιήματα να μου
γράφεις αχειροποίητα.
Μαζί μου θα κρατάω το πυρπολημένο
από την πυρκαγιά του έρωτα πουκάμισο.
Σημαία μου κι αίμα μου να γίνεται
σε ένα αέναο κι άσβεστο κάλεσμα:
"Σε ποθώ, γύρισε πίσω."

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

dodoitsu

Ο ίλιγγος

Κομμένη η ανάσα
τρέχουν τα ποδαράκια
τρακάρει στην ντουλάπα
η σβούρα γυρνά.

*
Πανδαιμόνιο

Ήρθαν οι διακοπές
τρέχει νερό στη βρύση
γελούν τα πιτσιρίκια
χοντρό μπουγέλο.

*
Γενέθλια

Διώροφη η τούρτα
δέκα τα κερασάκια
ακούγεται τραγούδι
τα σάλια τρέχουν.

*
Ο αφηρημένος

Βοσκός με τη φλογέρα
βουνά γύρω βουίζουν
ο λύκος καταφτάνει
τρέχουν πρόβατα.

*
Ο αγύμναστος

Ήρθε το καλοκαίρι
ακρογιαλιές γεμίζουν
ασουλούπωτος γυρνά
πατσάς η κοιλιά.

*
Συννεφιά

Χλωμός βγήκε ο ήλιος
τα συννεφάκια τρέχουν
βροχή χτυπά τους τσίγκους
έλευση στρατών.

*
Το γράμμα

Περνά ο ταχυδρόμος
γράμμα κρατά για σένα
τρέχει σβαρνά στην πόρτα
σπάει τα μούτρα

*
Ο ατζαμής

Παίζει με την κιθάρα
ερωτικό τραγούδι
τρέχουν τα δάκτυλα του
σπάει η χορδή.

*
Καύσωνας

Φωτιά πήρε ο νέος
τρέχει καυτός ιδρώτας
με θερμοφόρα μοιάζει
τρώει παγάκια.

*
Διάλειμμα

Δουλεύει όλη μέρα
στοίβες χαρτιά μπροστά του
τρέχει μακριά η σκέψη
φαλάκρα λάμπει.

*
Ψητοπωλείο

Εργάτης σε ψησταριά
μπριζόλες ξεροψήνει
τρέχει κρουνός ιδρώτας
σβήνει κάρβουνα.

*
Νανούρισμα

Παιδί αποκοιμίζει
ελαφρό το τραγούδι
τρέχει πίσω η μνήμη
βλέφαρα βαριά.

*
Εξοχή

Αμάξι σταματάει
δίπλα τρέχει ποτάμι
καμαρωτός πηγαίνει
σούμπιτος γλιστρά.

*
Φθινόπωρο

Φύσηξε ο αέρας
τα φύλλα παρασέρνει
τρέχουν μες τη πλατεία
τρίζει το χαλί. 

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

haibun

Η κούκλα

Βάδιζε κατά μήκος της προβλήτας. Ώρα δειλινού κι ο ήλιος είχε βάψει ροζ και χρυσά τα σύννεφα. Έκατσε σε ένα παγκάκι και απόλαυσε. Ένα μελτέμι έρχονταν από την θάλασσα και ανασήκωνε την κλαρωτή της φούστα. Την δίπλωσε γύρω από τα πόδια. Φορούσε καπέλο με σατέν λευκή κορδέλα και με μια σειρά ψεύτικες ορχιδέες. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, οι σελίδες του πλατάγιζαν ξέφρενα.

Θάλασσα πλατιά-
χορεύουν τα δελφίνια
η άμμος καίει.

Γύρω της ο κόσμος πολύς. Ζευγαράκια, καροτσάκια και μανάδες, μικρά παιδιά με το μαλλί της γριάς στα χέρια. Ένας άντρας μεσήλικας διαλαλούσε την πραμάτεια του. Μια ουρά από δέκα άτομα είχε σχηματιστεί μπροστά του. Η περιοχή μύριζε έντονα ψημένο καλαμπόκι. Ένα σμήνος από γλάρους πέρασε κρώζοντας δυνατά και προσγειώθηκε στο κατάρτι ενός καραβιού.

Τζιτζίκια καλούν-
γαλάζιος ορίζοντας
το κύμα σκάει.

Σηκώθηκε και βάδισε προς το κοντινό καφέ. Τα τραπεζάκια ακουμπούσαν τη θάλασσα. Γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με γεμάτους δίσκους. Παρήγγειλε υποβρύχιο κι άνοιξε το βιβλίο. Ξαφνικά άκουσε κλάματα. Ένα κοριτσάκι σφάδαζε. Η κούκλα του είχε πέσει στα νερά. Με μια βουτιά ο μπαμπάς του την ανέβασε πάνω. Το λινό του κουστούμι έσταζε θάλασσα. Δάκρυσε μόλις είδε το χαρούμενο χαμόγελο του παιδιού.

Τρίζει η άμμος-
σαλεύουν αρμυρίκια
ψαριά στην ακτή. 

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Η γλώσσα των πραγμάτων (παραμυθία)

Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι.
Μόνη άφησε με να οδοιπορώ 
στο απάτητο του πόνου μονοπάτι
και στο ανοιχτό πεδίο των σκοτεινών
ποιητών να πηγαίνω, εκεί που από τον
χαρτοπόλεμο της γιορτής αυτοί φλέγονται
και σονέτα εμπνέονται και στίχους θεϊκούς
που θα μείνουν χαραγμένοι στα σπλάχνα
των βουνών για αιώνες.

Περιπλανιέμαι που λες καιρό τώρα
σε άγνωρα καφέ που μάταια αναζητούν πελάτες
για το τάβλι και τη κολιτσίνα των ξέμπαρκων.
Δίπλα σε λαστιχένιες μπάλες
ξεφούσκωτες αναζητώ επίμονα συντροφιά,
δίπλα σε έντομα ζουλισμένα από το χέρι
της λήθης χαιρετίζω ξεπεσμένους γραφιάδες 
και σε υποστατικά απόμερα που κανείς
δεν πρόσεξε ποτέ, στήνω οδοφράγματα
και χρήσιμες παίρνω συμβουλές από
τις εκατόχρονες ελιές της πατρίδας μου.

Μόνο με αυτούς τους τόπους
κι με αυτό το χώμα ξέρω να συνδιαλέγομαι
κι εκεί να κινούμαι επιδέξια σαν χαμαιλέοντας
πάνω στο παχύ χορτάρι.
Εκεί θέλω να πηγαίνω, παιχνίδι
να αρχίζω με τα ανυποψίαστα παιδιά,
σε κουτάκια σπίρτων
να κλείνω έντομα, το τραγούδι
να μη μου λείψει
και με ιδρώτα να βγάζω το κρίθινο της νηστείας
ψωμί μήπως και ξυπνήσει κάποια φορά
η κοιμωμένη Ευρυδίκη -του ραφτάκου
η κόρη- στη συνοικία με τις φλύαρες λεύκες.

Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι κρατώντας
τα διάπυρα βέλη σου, τραχύς σαν ερημίτης,
στόχο να βάζεις
τις οκνηρές πάπιες,
τα τυφλά ελάφια
και τις τρελές μπαλαρίνες που αποκλειστικό
έχουν χορογράφο το κύμα.
Απομακρύνσου κι έλα μόνο με το φως,
τότε που εγώ θα ξαπλώνω στα βαμβακένια
στρώματα έχοντας σιμά μου τις θεραπαινίδες
με τις τριμμένες βεντάλιες.

Εκεί θα με βρεις, μια ξένη πια για σένα,
με χωλό το πόδι και με εγκαύματα στα χέρια.
Καίω μην πλησιάσεις.
Παραπαίω μην στηριχτείς.
Άλλον αγαπώ εδώ και καιρό.
Τα λυχνάρια μπροστά μου, μάθε το,
θα μου φανερώσουν τα θαύματα κάποια στιγμή.

Δεν ανησυχώ.
Στη φωνή των λυχναριών προσφεύγω
Μόνο που τώρα οι πληγές μου,
βαθιές καθώς είναι, με εμποδίζουν
να τα τρίψω καλά τη μυστική λαλιά τους
να ακούσω μπροστά μου να βγαίνει.
Κι οι θεραπαινίδες δεν βοηθούν,
γιατί τη γλώσσα των πραγμάτων καλά δεν γνωρίζουν
και μια αλλόκοτη μιλάνε διάλεκτο
που το αδύνατο περιφρονεί επιδεικτικά όπως κι εσύ.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

haibun

Το μακροβούτι 

Στον ουρανό έλαμπε το φεγγάρι. Το κοιτούσε πίσω από τα κλωνάρια του αρμυρικιού. Ολοστρόγγυλο καθρεφτίζονταν στα νερά της θάλασσας. Η ακτή έρημη. Μόνο αυτή κι ο σκύλος της. Ο τετράποδος φίλος της έκανε χαρές μεγάλες. Έμπαινε στη θάλασσα και κολυμπούσε και ξανά έβγαινε στην ακτή τινάζοντας το τρίχωμα του δυνατά.

Η νύχτα φτάνει
πεπόνι στην πιατέλα-
σπόροι κίτρινοι.

Κυλίστηκε στην άμμο ρουθουνίζοντας από χαρά. Έσκυψε και τον χάιδεψε. Κόλλησε η άμμος στα χέρια της. Αυτός κούνησε την ουρά του φιλικά και με ένα σάλτο βρέθηκε πάλι στα νερά. Κάποια στιγμή κι ενώ είχε φτάσει στα βαθιά αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζει το φεγγάρι. Τον κάλεσε πίσω μα αυτός δεν υπάκουσε. Στο τέλος το γαύγισμα έγινε διαπεραστικό ουρλιαχτό.

Χρυσή η άμμος-
γλυκιά σάρκα καρπουζιού
ήχος τζιτζικιών.

Αφού ηρέμησε ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια της. Τώρα δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά μονάχα ο παφλασμός των κυμάτων. Ετοιμάστηκε για ένα μακροβούτι. Τα νερά ήταν ζεστά. Ψαράκια της τσιμπούσαν τα πόδια κι ένας νεκρός αστερίας επέπλεε στα νερά. Δίπλα της προσγειώθηκε ένας γλάρος που επιτέθηκε σε ένα σμήνος από αφρόψαρα. Τσιμπολόγησε κι έφυγε γρήγορα αφήνοντας πίσω του έναν κρωγμό.

Ώριμα σύκα-
διχαλωτός ο κορμός
γλέντι μελισσών.

Πριν βγει έξω είδε μία παρέα να πλησιάζει. Ήταν μία θορυβώδης ομάδα παραθεριστών. Άκουσε νιαουρίσματα. Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Του πέρασε το λουρί. Αγριεμένος είχε σηκωθεί στα πισινά του πόδια κι αλυχτούσε. Έφυγαν με τον σκύλο να έχει ανασηκωμένες για τα καλά τις τρίχες του.

Φυσά ο λίβας-
συγκομιδή των σταχυών
λάμπουν σώματα.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Η κλεψύδρα

 Πάντα αγόραζες ακριβά μοκασίνια
σε χρώμα ταμπά.
Πως σου πήγαιναν αγάπη.
Με αυτά να τριγυρνάς ελεύθερος
στις ρούγες μαζί με τα ανήλικα
κορίτσια που υφαίνανε σε αυτοσχέδιους
αργαλειούς την προίκα των εφτά αστεριών.

Ποτέ δεν σε έκοβαν,
μαλακά ήταν σαν πατουσίτσα γάτου.
Ποτέ δεν σε στένευαν,
ανάλαφρα κι ευρύχωρα ήταν
σαν φτερό κύκνου που το χαϊδεύει
ο άνεμος.
Πληγές δεν σου άνοιγαν γιατί
με τους θεούς είχες από παλιά
συμμαχήσει και πριν ακόμα
γεννηθείς αυτοί νέκταρ σου έδιναν
από της Διοτίμας τα μέρη.

Μονοφόρι τα είχες και πολύ
τα περιποιόσουν.
Ολημερίς τα φορούσες και
σε όλες τις εποχές με αυτά
βάδιζες πρόθυμος όπως πάντα
(μιας κι εγώ εσένα είχα διαλέξει)
να φέρεις τις εντολές πάνω στη γη.
Νοιαζόσουν και πολύ το επιθυμούσες
μην και δεν καρπίσει το σιτάρι
και η βρόμη και πεινάσει ο κόσμος
απαντοχή και χαμογέλιο μικρού παιδιού.

Μόνο τις νύχτες του έρωτα
τα έβγαζες.
Ήμουν τότε πολύ τυχερή γιατί
έβλεπα το τρυφερό σου πέλμα
και τους στρογγυλούς σου
αστραγάλους ψηλάφιζα
Αποκοιμιόσουν γλυκά κι εγώ
έμενα ξάγρυπνη να σε κοιτάζω.
Φοβόμουν αγάπη κι έτρεμα.
Έβγαζα τα κορδόνια μην και
μας βρει το κακό.
Από τα μικράτα μου βλέπεις
είχα μάθει πως ο έρωτας
κι ο θάνατος αντάμα πάνε
σαν σταυραδέρφια αγαπημένα.

Μια νύχτα μόνο ξεχάστηκα
και δεν τα αφαίρεσα, είχα
επωμιστεί βλέπεις να προσέχω
τους γενειοφόρους νεκρούς.
Σάββατο ήταν και μέρα σχόλης
τότε που από τα γήινα ξέφυγες
με δυο κορδόνια στο λαιμό να σε πνίγουν.
Θυμάμαι ακόμα την πληγή
στο λαιμό σαν χαρακιά στιλέτου
σε στιλπνό μάρμαρο.

Εφεξής.
Δεν με συγχώρεσα.
Δεν με αγάπησα.
Τώρα εναγωνίως μπροστά
στους δικαστές καμιά δεν βρίσκω
δικαιολογία ή ελαφρυντικό.
Τα ακριβά σου μοκασίνια
τα φυλάω μα κορδόνια
άλλα δεν βρίσκω να τους ταιριάξω
απέναντι να περάσω τις ουλές
σου να ψαύσω να μην πονούν.
Δεν σε ξεχνώ.
Ο έρωτας σου δυνατός σαν
θάνατος σοβεί στα γυμνά μου
πόδια και την κλεψύδρα μου
διαρκώς γυρίζει εκεί να ακουμπάω
της νύχτας το φιλί. 

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

haibun

Κάστρα στην άμμο

Το αυτοκίνητο πήγαινε αργά. Ύστερα από μια μικρή διαδρομή πάνω σε λακκούβες και χαλίκια έφτασε σκονισμένο στην ακτή. Μεσημεριανή ώρα κι η θάλασσα ήταν γαλήνια. Μια αύρα φυσούσε ελαφρά που εμπόδιζε τη ζέστη. Κρωξίματα γλάρων εδώ κι εκεί και η μηχανή ενός ψαροκάικου διατάραζαν τη γύρω ηρεμία.

Ξέπλεκα μαλλιά
ξερά χόρτα του θέρους-
κρίνα ταπεινά.

Η ακτή ήταν στρωμένη από σπυρωτή άμμο σαν τους κόκκους του ρυζιού χοντρή. Τα τζιτζίκια ακούγονταν έντονα. Βρήκε ένα σκίνο κι έστρωσε την πετσέτα της. Η θάλασσα γαλήνια στα τρία μέτρα απόσταση από το σακίδιο της. Βούτηξε μέσα της με γερές απλωτές. Κολύμπησε ώρα, έκανε βουτιές κι έβγαλε δύο μεγάλα κοχύλια.

Ζεστή η άμμος
φέτα από καρπούζι-
διάτρητη η σκιά.

Βγήκε από τη θάλασσα. Μπροστά της δυο πιτσιρίκια έπαιζαν με την άμμο. Είχαν στήσει ένα τεράστιο κάστρο με πολλές οχυρώσεις. Δούλευαν με τα κουβαδάκια και τα φτυάρια τους για ώρα πολλή. Δεν άκουγες φωνές μόνο κάποια γέλια ανακούφισης. Από μακριά φάνηκε το πλοίο της άγονης γραμμής. Η θάλασσα αγρίεψε κι άρχισε να σηκώνει ξάφνου κύματα.

Καυτός ιδρώτας-
θαλάσσια η χελώνα
φωλιές στην άμμο.

Κύματα πλησίασαν την ακτή. Τα παιδιά ταράχτηκαν. Το κάστρο τους γκρεμίστηκε, δυο μόνο οχυρώσεις έμειναν. Έκλαιγαν δυνατά. Πήγε κοντά τους και τα καθησύχασε. Τρέμοντας αυτά την κοιτούσαν. Αφού τα παρηγόρησε τα βοήθησε να χτίσουν ένα καινούργιο κάστρο δίπλα στο σκίνο για ασφάλεια. Δούλευαν πυρετώδες. Τα φτυάρια τους είχαν πάρει φωτιά.

Φυσά μαΐστρος
κοιμήθηκαν οι γρύλοι-
οπάλιο χρώμα.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Η ερημία του Ιούλιου

Έκανε πολλή ζέστη.
Η τηλεόραση έπαιζε
ένα προπολεμικό γουέστερν.
Η κανελιά γάτα είχε
πέσει σε λήθαργο,
ξαπλωμένη σε μια μαξιλάρα
ασπρόμαυρη.
Το καναρίνι βαρύθυμο
δεν έλεγε δυο μέρες
τώρα να φάει
το κανναβούρι του.
Η γυναίκα με τα τριχωτά
πόδια και τις βούλες στο
μάγουλα περιφέρονταν
στη κάμαρα που έμοιαζε
με στενό κλωβό.
Που και που στέκονταν
μπροστά στο πιάνο
δοκιμάζοντας τις υψηλές
νότες του λα και του ντο.

Ο Ιούλιος καραδοκούσε
έξω από το παράθυρο.
Έπαιζε με πυρακτωμένα
κουκουνάρια και τα έστελνε
πολλά μέτρα μακριά,
μέχρι το περιαστικό δασάκι
με τις απανθρακωμένες
χελώνες.
Θύμιζε το αμούστακο παιδί,
το μικρό αλάνι της πλατείας
που καρφώνει απανωτά
στα δίχτυα,
χωρίς να έχει αντίπαλο,
μία πάνινη μπάλα.
Άνευ αντιπάλου κι ο Ιούλιος
με την συνοδεία του λίβα
συνηθίζει να παίζει σε ένα
αδειανό γήπεδο
και πετυχαίνει πάντα
θριαμβολογώντας ένα
διψήφιο σκορ.

Δεν τον νοιάζει που κανείς
δεν τον επευφημεί
τουναντίον μάλιστα πάντα
αυτός ο μήνας θέλγεται
και κινείται
στην μοναξιά ενός
καυτού πεδίου που το
κατακλύζει η στάχτη και
ο ιδρώτας των δασοφυλάκων.
Κάποιοι τον λένε τρελό
και μανιακό μα αυτός αγέρωχος
προχωρά πάνω στην
άδεια λεωφόρο τσουλώντας
το πατίνι του και σφυρίζοντας
μία πένθιμη σονάτα.

Η γυναίκα με τις χαριτωμένες
βούλες στα μάγουλα
ανύμφευτη είναι και τον
έχει καθίσει βασιλιά
στο ανάκλιντρο της κάνοντας
του όλα τα χατίρια.
Μαζί του πηδάει τις φωτιές
του Άη Γιαννιού κι έπειτα
μεθυσμένη από τον ίλιγγο
της πυράς ξεσφίγγει το
φουστάνι της και του
δίνεται ολοκληρωτικά
χωρίς να ντρέπεται
ούτε στιγμή για
τις τριχωτές της γάμπες.

Ο Ιούλιος την αγαπά
και την φροντίζει εξόχως.
Της πλένει τα εσώρουχα
με αποσταγμένο νερό κι
αλισίβα.
Κανείς άλλος δεν την θέλει
γιατί απλά είναι μάγισσα
ξακουστή κι ο κόσμος την
εχθρεύεται και την φοβάται.
Μόνο αυτός, μονήρης
καθώς είναι, την αποζητά
απεγνωσμένα και χρεία
την έχει μεγάλη.

Στις καμένες ράχες που
διαβαίνει και στους
πυροστρόβιλους που τριγυρνά
πολλά εγκαύματα
φέρει στο σώμα κι αυτή
με τα μαγικά της βοτάνια και
φίλτρα τον γιατρεύει.
Ερωτομανής αυτός την διεκδικεί σφόδρα.
Είναι η πιστή του θεραπαινίδα,
η αγέραστη του ερωμένη.
Στο κάμα του ιδρώτα
του την αφήνει να λούζεται
έχοντας στο πλάι την
κανελιά της γάτα
και το νεκρό από ώρα
καναρίνι της.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Τάνκα

Το τρένο περνά
ίλιγγος ταχύτητας
πλήθος στο σταθμό
ανοίχτηκαν μαντήλια
αλμυρά τα δάκρυα.

*
Βαρύ κεφάλι
βουίζουν τα τύμπανα
στροφές ιλίγγου
χάνω τα βήματα μου
πέφτω και τσακίζομαι.

*
Πολλές οι σκέψεις
αναστάτωση μυαλού
τρομερό συμβάν
επιδρομή του ιλίγγου
χάνω τον βηματισμό.

*
Λεπτό το σκοινί
βήματα ακροβάτη
σιγή στο πλήθος
ανοιχτά τα στόματα
φονικός ο ίλιγγος.

*
Μηχανή περνά
ανεμίζουν τα μπουφάν
μέθη ιλίγγου
ξέφρενες οι κινήσεις
πατημένο το γκάζι.

*
Σφύριγμα μπουρού
το καράβι ξεκινά
χάπια ίλιγγου
έρμαιο των κυμάτων
τρέμουν θολές εικόνες.

*
Ίλιγγος χτυπά
περιστροφή εικόνων
ξύπνημα βαρύ
το ταβάνι γυρίζει
ανεξέλεγκτοι βόμβοι. 

*
Σώματα σμίγουν
ίλιγγος της ηδονής
τρίζουν στρώματα
κραταιός ο έρωτας
ιδρώτας στα σεντόνια. 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Imayo με σπάσιμο

Πράσινα τα βατράχια-
ζέστη στη λίμνη
υποχωρούν τα νερά
βόμβος κουνουπιών
οι καλαμιές θροΐζουν
τζίτζικες ηχούν 
της φύσης ξυπνήματα 
η πλάση πάλλει.

*
Βορινή η βεράντα-
ζέστη στην αυλή
γλάστρες με βασιλικά
το χώμα διψά
λαμπρός προβάλει ήλιος 
ο λίβας καίει
ζεματούν οι αχτίδες
φονικός καιρός.

*
Επελαύνει η ζέστη-
ώρα του καφέ
πυκνό το καϊμάκι
η πόλη ξυπνά
υποχωρεί η νύστα
πρώτη ρουφηξιά
υγραίνονται τα χείλη
ώρα αυγινή.

*
Διαβαίνει καβαλάρης-
ήχος πετάλων
κλειστά τα παράθυρα
ζέστη στα κορμιά
το φως περνά τις γρίλιες
ρίγες κίτρινες
πέτρινο καλντερίμι
ο ύπνος βαθύς 

*
Ζέστη χτυπά την πόλη-
δρόμοι αδειανοί
σπάνε τα θερμόμετρα
κλείνουν τα πάρκα
ταξιδευτής ο ήλιος
βράζει το μπετόν
κοφτές βγαίνουν ανάσες
το στήθος καίει

*
Μελανός ο ουρανός-
έπιασε βροχή
δέσμες από αστραπές
ομπρέλα βγάλε
ανασαίνει το σώμα
λάμνει η ζέστη
ευωδιάζει το χώμα
φύλλα σήπονται

*
Θεριστική μηχανή-
λυγίζουν στάχυα
αγκυλώνουν τ' άγανα
καλπασμός ζέστης
τρέχει καυτός ιδρώτας
οργασμός δουλειάς
λάμπει ψηλά ο ήλιος
αργεί η δύση.

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Ουράνια κτίσματα

Μεσούσης της Άνοιξης
σε άρπαξαν οι άνεμοι.
Πήρες το μυστρί του
μαΐστρου και της όστριας
τον κασμά κι έφυγες.
Βιαστικός ήσουν σαν τον
πελαργό που κουβαλά
στην πλάτη του ανήμπορα
πουλιά και σπαθίζει
τον αέρα με φτερά δίμετρα.

Δεν θυμάμαι καλά αλλά
νομίζω πως γελούσες
κι ήχους έβγαζες γάργαρου
ποταμού.
Νέος ήσουν κι ωραίος
και στο στήθος σου, του
Απρίλη κήπος, ανθίζαν
οι νάρκισσοι, οι πασχαλιές
κι οι μυρωδάτες βιολέτες.
Μοσχοβολούσε ο αέρας
κι οι κόρες έβγαζαν
από τα σεντούκια υφαντά
μαντήλια.
Σε χαιρετούσαν.
Εκλιπαρούσαν ένα σου βλέμμα.
Ποντάραν στο χαμόγελο σου.
Δεν τις έβλεπες, καμωνόσουν
τον αόρατο καβαλάρη
που σε γάμο πηγαίνει
με ρούχα πριγκιπικά ντυμένος.

Τώρα στους ουρανούς
τις νέες πετρόχτιστες
χτίζεις πολιτείες και
τις επαύλεις φτιάχνεις
των αερικών.
Τα υλικά στα προμηθεύουν
οι άγγελοι και τις ώρες
της σχόλης τάβλι παίζεις
με τον Θεό.
Στη μαστορική δεν σε
ξεπερνά κανένας.
Τεχνίτης καλός είσαι με
εφτά παραγιούς για βοηθούς.
Με το μυστρί του μαΐστρου
σοβατίζεις τα όνειρα των παιδιών
και στις βεράντες τους
αποθέτεις νυχτολούλουδα
και σγουρές αρμπαρόριζες.
Με τον κασμά της όστριας
ακούραστος ανοίγεις
νέα θεμέλια να έρθουν
οι ξενιστές να κατοικήσουν
κι οι απένταροι ακροβάτες.

Είσαι απασχολημένος
κι σε εμένα ξεχνάς ένα
πετρόχτιστο να μου χτίσεις
φρούριο.
Τις νύχτες που σε θέλω
πολύ εκεί να έρχομαι με
λυτά τα μαλλιά και ξεδεμένα
τα σανδάλια.
Τους ανέμους γνώρισε μου
για να σε φτάσω.
Φοβάμαι την απανεμιά
και τους σταματημένους
ανεμοδείχτες.

Εδώ υγράνθηκαν τα προσκέφαλα
και η μούχλα απειλεί
τα σώματα των ποιημάτων
και τα βρωμίζει.
Οι παραγιοί σου, κοίτα,
με ζητούν ζυμωτό να τους
φέρω ψωμί και τους νέους
που έγραψα στίχους.
Σπλαχνίσου αυτούς τουλάχιστον
πιότερο από εμένα και
στην δούλεψη σου έλα
να με πάρεις με τα απονέρια
μου να ξεδιψάς και με
τα χρυσά μου αποχτενίδια 
τα ουράνια να στεριώνεις
κτίσματα. 

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Το άγγελμα των Θεών

Περνούσα ανάμεσα από τις
φωτιές εκείνο το σούρουπο.
Καίγονταν το λευκό φόρεμα μου.
Τσουρουφλίζονταν τα μαλλιά μου.
Λαπάδιαζαν τα χέρια μου.
Τεράστιες φωτιές του Ιούλη
καβαλίκευα.
Μαγιάτικα στεφάνια τις έτρεφαν
κι αρώματα πολλά
αναδύονταν μέσα από την
πυκνή κάπνα.
Εδώ το φλισκούνι, η άγρια
μέντα, οι μαργαρίτες, τα ρόδα,
οι βιολέτες κι ο σκληρός σκίνος
έφερναν λεπτές μοσχοβολιές
και μας μεθούσαν.

Η ατμόσφαιρα θύμιζε
μαγιάτικο περβόλι
φρεσκοποτισμένο.
Πολλά τα κορίτσια ανάμεσα μου
που ρίχνονταν στη φωτιά.
Κανένα όμως αγόρι ή έστω
ένας άντρας νεαρός δεν
συμμετείχε.
Πόσο μας έλειπαν!
Κάποια ψιθύρισε πως είχαν
πάει προς άγραν τζιτζικιών.
Μια μικρή ήταν που
ποτέ δεν ξέχασα το όνομα
της καθώς και το λαμπρό
της παράστημα.

Μυρτώ την έλεγαν κι ήταν
αυτή που ανάδευε τη φωτιά
και μάζευε πολλά αστέρια
μέσα από τις στάχτες.
Είχε έναν αρραβωνιαστικό.
Φοίβο τον έλεγαν, ήταν όμορφος
σαν τον Θεό Ερμή και φορούσε
πάντα ένα ναυτικό μπλουζάκι
με οριζόντιες ρίγες.
Τώρα στα χωράφια θα
τριγυρνούσε με ένα ψάθινο
καπέλο στο χέρι καθισμένος
πάνω στο σαραβαλιασμένο
του ποδήλατο.
Ώρα δειλινού κι οι παρειές
του βάφονταν κόκκινες σαν
το αίμα της παπαρούνας.

Χαράματα σαν έσβησε η φωτιά
κι οι καπνοί σκόρπισαν
ήρθε ο καλός της και την βρήκε.
Χαμογελούσε η Μυρτώ των
αστεριών και των κέδρων.
Έπειτα πήρε το καπέλο του
και το γέμισε με δέκα φούχτες
στάχτης.
Την πέταξε ψηλά έτσι που
τα σώματα μας καλύφθηκαν
εντελώς.
Δεν υπήρχαμε.
Δάκρυ δεν έβγαινε από τα
μάτια μας.
Τα στεφάνια είχαν ξεψυχήσει
μαζί μας.
Χανόμασταν.

Μόνο η Μυρτώ με το
δαντελένιο φόρεμα συνέχιζε
να παίζει με τις στάχτες.
Ο Φοίβος δίπλα της
διάβαζε τα χαρτιά και τις
ανοιχτές παλάμες μας.
Η γραμμή της ζωής διακεκομμένη.
Τεράστια ανομάτιστα πουλιά
πετούσαν τριγύρω, μην ήταν
οι άγγελοι που είχαν έρθει
να μας χαρίσουν φτερά;
Είχε σταματήσει ο χρόνος
και το άγγελμα των Θεών
δεν έλεγε να φτάσει στη γη
να μας εξιτάρει κι άλλο το νου. 

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Χαϊκού

Χάδια του νερού
το σώμα αρμυρισμένο-
κάψα του θέρους.

*
Πίδακας νερού-
λιώνει γοργά το χιόνι
τοξότης ήλιος.

*
Τρέχει το νερό
χρυσάνθεμα ανθίζουν-
λεύκες λυγερές.

*
Βρόχινο νερό
Χειμώνιασε στην πόλη
σκουντούφλης καιρός.

*
Του θέρους νότες
γιορτάζουν τα τζιτζίκια
παφλασμοί νερού.

*
Ατμοί του νερού-
ξερές μείναν οι λίμνες
νεκρά βατράχια.

*
Λακκούβες νερού-
περνά αμαξηλάτης
γιασεμιά κόβει.

*
Παιχνίδια νερού-
γεμάτο το αυλάκι
στάρια ποτίζει.

*
Βουητό νερού-
λαμπρός ο καταρράκτης
καρδιά του θέρους.

*
Καρπουζιού φλούδα
έτοιμο το γλυκάκι-
νερό δροσερό.

*
Πεύκου θρόισμα
λασπωμένο το νερό.
φωλιές αηδονιών. 

*
Στολίδια νερού-
υγρές οι πεταλίδες
κρίνοι αλατιού.

*
Χιόνι στις κορφές-
βουβάθηκε το νερό
τοπία σιωπής.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

senryu

Τρίζει η άμμος
μεγάλη η πατούσα
ογκώδες σώμα.

*
Σγουρά τα μαλλιά
φωλιές η άμμος βρίσκει
σπάει η χτένα.

*
Τόνοι με άμμο
θαμπές οι σιλουέτες
θέατρο σκιών.

*
Τόποι της άμμου
κλαψούρισμα της γάτας
κόκκοι στα δόντια.

*
Καυτή η σούπα
η άμμος στρώσεις φτιάχνει
τραγανός μεζές.

*
Ψαροκόκαλα
τα βράγχια άμμο έχουν
βραχνάς του ψαρά.

*
Φιγούρες άμμου
η τελετή ξεκινά
βήχει ο ψάλτης

*
Χώρες της άμμου
βαριά η κελεμπία
ύπνου φάντασμα.

*
Τρίζει η άμμος
η νύφη το έσκασε
γαμπρός μπουκάλα.

*
Κρίνα της άμμου
φέρε το ποτιστήρι
ατμός το νερό. 

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

ko- uta

Αγαπώ το φεγγάρι
οι γρίλιες κλειστές
σπάνια με αναζητάς
τα φιλιά ξεχνάς.

*
Γελούν οι ακροβάτες
το τσίρκο περνά
σπάνια τα νούμερα τους
οι κλόουν κλαίνε.

*
Μελαμψό το πρόσωπο
σπάνια τα φιλιά
χέρι κρατάς τον ήλιο
τον έρωτα ζεις.

*
Ελαφρύ το πέλμα σου
η άμμος καίει
σπάνια μαζεύεις άνθη
κρίνα του γιαλού.

*
Αμυδρό το γέλιο σου
σπάνια ή μιλιά
τα μυστικά σου κρύβεις
βαριά η καρδιά.

*
Ανθισμένες κερασιές
η κόμη ξανθιά
στεφάνι ετοιμάζεις
σπάνιο κόσμημα.

*
Ανατολή ηλίου
σπάνια ζωγραφιά
η πούλια τρεμοπαίζει
σβήνει το σκότος.

*
Χρυσά κοσμήματα
χυτός ο λαιμός
σπάνια φέρνω δώρα
τάφων θησαυρούς. 

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Εγκλεισμός

Ήρθε ο θάνατος και
με πλεύρισε σήμερα.
Την σκληρή μορφή των
Κενταύρων είχε πάρει και
σε βουνοσειρές κατάσπαρτες
με αχλαδιές και μηλιές
με οδηγούσε.
Πεινασμένη ήμουν και
χέρια δεν είχα να κόψω
φρούτα παρά μονάχα
ιστοί αράχνης φυλάκιζαν
το σώμα μου και καταργούσαν
την συνέχεια μου.

Προσπάθησα να του ξεφύγω
μα τα πόδια μου ισχνά σαν
μωρού παιδιού απερπάτητου
ήταν και δεν με βοηθούσαν
να ξεστρατίσω από το
αχερούσιο πρόσταγμα.
Στεφάνια ακανθών έβαζε
στα μαλλιά μου.
Μάτωνα, πόναγα και
τα λευκά μου ρούχα
με μεγάλες κηλίδες αίματος
βάφονταν.
Πηγές δεν υπήρχαν
να τα πλύνω.
Έμεινα ανήμπορη να
παρακολουθώ την θυσία μου.
Μόνο μάτια ορθάνοιχτα
είχα την σκηνή της πορείας
μου να αντικρίζω αποσβολωμένη.

Στο πλάι μου μωρά
βυζανιάρικα είχα και
τρελές από τον πόνο μανάδες
τα ρούχα τους έσκιζαν.
Έβγαζα ζωγραφιές και
τους έδειχνα μα καλυμμένες
από τους ιστούς καθώς ήταν
δεν επέτρεπαν να τις δουν.
Χανόμουν μαζί τους.
Στο σκοτάδι βυθιζόμουν.
Στα τάρταρα έπεφτα.
Οι κηλίδες σφράγιζαν
την διαδρομή μου ανάμεσα
στα δέντρα και τους ποταμούς.

Έλα να με βρεις από εκεί
που αγκιστρώθηκα να με βγάλεις.
Κι αν εγώ δεν σου κάνω
χέρι για να μου απλώσεις
σκέψου λίγο των μανάδων
τη μοναξιά και των βρεφών
το σπάραγμα.
Έχει η ζωή κι άλλες να
τους δώσει μέρες κι άνθια
να αποθέσει στα πλευρά τους
με αμυγδαλιές να μοιάζουν
που δαμάζουν το κρύο και
την αποκοτιά των δειλών
αχθοφόρων αποκρούουν. 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Χαϊκου

Μια μαργαρίτα-
κατάσπαρτος ο λόφος
ορχήστρα πουλιών.

*
Λόφοι τριγύρω-
άλικες παπαρούνες
γιορτινά χαλιά.

*
Στιβαρά βουνά-
σειρές πολλές με λόφους
τρελές μυγδαλιές.

*
Πρόποδες βουνών-
κατοικία των λόφων
κρώζουν βάτραχοι.

"
Σιγανή βροχή-
ποτίζονται οι λόφοι
γη των αμπελιών.

*
Τραγανό σώμα-
μαύρα σπόρια καρπουζιού
λόφου μποστάνι.

*
Άγουρα σύκα
οι μέλισσες βουίζουν-
σπίτι στον λόφο.

*
Ακτής βιολέτες
μανιασμένο το κύμα-
λόφοι αλατιού.

*
Κίτρινα φύλλα-
ξεγυμνωμένοι λόφοι
σιγούν τζιτζίκια

*
Τρέμουν σπουργίτια-
κάπες φορούν οι λόφοι
χιονιού φορεσιές.

*
Στρόβιλοι νερού
απόληξη των λόφων-
κρύα η λίμνη,

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Τάνκα

Ήχος της βροχής
καλάμια φουρφουρίζουν
λίμνη στο βάθος
Μαχαίρι παίρνω κόβω
εύηχη η φλογέρα.

*
Ήχος κιθάρας
σκιρτούν οι μελωδίες
τα χέρια παίζουν
ζευγάρι θα γένουμε
σφιχτό μας δένει νήμα.

*
Σκληρό το στρώμα
ήχοι από σουμιέδες
γυμνά σώματα
γλυκά τα θρέφει ύπνος
απέδρασε ο έρως.

*
Όνειρα γλυκά
κλείσαν οι μεντεσέδες
ήχοι της νύχτας
βγήκε λαμπρή σελήνη
ουρλιάζουν τα τσακάλια.

*
Ήρεμη ακτή
σαλεύουν οι βαρκούλες
ήχος κύματος
ψαράς τραβάει δίχτυα
θα πέσει παραδάκι.

*
Περνούν δελφίνια
πλώρη χτυπά το κύμα
σιωπά η μπουρού
ταξίδι ξεκινάει
ήχοι λυγμων στ' αμπάρια.

*
Βατράχια πηδούν
κοάσματα και ήχοι
λίμνη αργυρή
τρέχω βουτώ τα πιάνω
νόστιμα ποδαράκια.

*
Κίτρινο ράμφος
γλυκόλαλοι οι ήχοι
φωλιά των σπίνων
κόβω χλωρό χορτάρι
ψηλά στο δέντρο στέκω.

*
Μαύρο μελάνι
κοντυλοφόρος στάζει
λεπτό το χαρτί
έρωτα σβήνει λόγια
μονόγραμμα αγάπης. 

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Επικείμενος θάνατος

Πετάχτηκα με μια τρομερή βοή
πολυβόλου απ' τον ύπνο μου.
Φαίνεται πως στη γη των
ονείρων μου αιματηρές
μαίνονται μάχες με
αναρίθμητους νεκρούς.
Ήμουν ιδρωμένη κι η καρδιά
κάλπαζε σαν ατίθασο άτι
που χάθηκε φοβισμένο
στο δάσος.
Έψαυσα το σώμα μου,
πουθενά δεν βρήκα πληγές
παρότι ένας πόνος γλυκός
σαν μαχαιριά διαπερνούσε
το στήθος μου.

Τράβηξα την κουρτίνα,
η νύχτα ξετύλίγε ακόμα
τα κουβάρια της με την
μαεστρία ενός ποιητή
που σκαλίζει στίχους
πάνω στο μάρμαρο.
Ένας τεράστιος μαύρος
όγκος στην αυλή
μού τράβηξε το βλέμμα.
Απόρησα.
Σάστισα.
Στην αυλή μου μόνο
βασιλικά, γιασεμιά,
κατιφέδες και νυχτολούλουδα
μέσα σε πήλινες γλάστρες
υπάρχουν.
Πώς εισέβαλε στον κόσμο
τους ένα παρείσακτοι μαύρο
σώμα;

Ντύθηκα πρόχειρα
και βγήκα στην αυλή.
Ένα στρατιωτικό ελικόπτερο
είχε προσεδαφιστεί εκεί.
Ο έλικας του γυρνούσε ακόμα
και μια σημαία άγνωστη
είχε ζωγραφισμένη
στην δεξιά πόρτα.
Ένας νεαρός πιλότος
μου ένευσε να πάω κοντά του.
Δίστασα.
Πισωπάτησα.
Εγώ ποτέ δεν αγάπησα
τις μάχες και τις συρράξεις.
Μπήκα στο σπίτι.
Αδύναμη ήμουν.
Άοπλη χωρίς μπαρούτι
κι εξαρτήσεις συνήθιζα
να βαδίζω
ως τα τώρα στη ζωή.
Τις μάχες μου άλλωστε
τις έδωσα σώμα με σώμα.

Σκέφτηκα το τουφέκι
του πατέρα από χρόνια
χαμένο στη στέγη κάτω
απ' τις βαριές γκρίζες
πλάκες.
Πώς να το φτάσω;
Πώς να το ξετρυπώσω;
Άσε που φοβάμαι και
τους σκορπιούς και τα
φίδια που κυκλοφορούν εκεί.
Ανακάθισα στο κρεβάτι
κι άκουσα ένα βραχνό
ήχο μηχανής.
Το ελικόπτερο έφευγε
χωρίς εμένα.
Μάλιστα ο πιλότος
μου φώναξε πως θα
επέστρεφε πάλι αύριο.
Η απειλή του με άδειασε.

Το απόγευμα βρέθηκα
στη στέγη.
Πλήθος οι σκορπιοί
και τα φίδια γύρω μου.
Με τα χέρια τα παραμέριζα.
Βρήκα το τουφέκι
μαζί με δυο σειρές
από φυσίγγια σε μια κρύπτη.
Ανάπνευσα λυτρωμένη.
Από εδώ και στο εξής
μαχήτρια θα βγαίνω
στων ονείρων την
καμένη ράχη.
Μόνο που θα πρέπει
να εξασκηθώ λίγο
στο σημάδι πρόωρα
να μην πέσω νεκρή και
παραγκωνισμένο της ζωής
θύμα γενώ.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Οι εκδορείς

Ήρθες όταν διακορεύονταν
ο έρωτας πάνω στη γη.
Τρεις άντρες με μακριούς χιτώνες
είχαν αναλάβει το
ιταμό αυτό έργο.
Σε ένα τάγμα εφόδου ανήκαν.
Κρατούσαν βαρύ οπλισμό στα χέρια
κι άχαρα είχαν πρόσωπα μαυριδερά.
Μύριζε η ανάσα τους μπαρούτι,
αψέντι και κρυσταλλική κόλλα.

Ήρθες την πέμπτη πρωινή ώρα.
Τότε που στις εμπασιές βγαίνει
το ύστερο αστέρι κι αποχαιρετά
τον κόσμο.
Δεν είχε χαράξει ακόμα και
το μαύρο σκυλί του ουρανού
οσμίζονταν τα βήματα σου.
Σε ακολουθούσε, σέρνοντας
το λαβωμένο του πόδι.
Στα χέρια σου κρατούσες
την επιστολή που σου είχα
στείλει από τις μέρες εκείνες
που στο σώμα μου σβιούσε 
η τελευταία ικμάδα του αίματος μου.

Περίμενες καρτερικά πίσω από
την μυρτιά για να χαράξει.
Σε έβλεπα κι έτριβα τα χέρια μου
από χαρά κάτω από τα μάλλινα
μου γάντια.
Οι άντρες κοιμούνταν βαριά.
Οι μανάδες δρόσιζαν τα εμπύρετα
μέτωπα των παιδιών.
Οι γιαγιάδες χασομερούσαν
δίπλα στο πλεκτό φανελάκι
της άνοιξης, δεν ήθελαν να
πεθάνουν και πόντους έριχναν
στο ζιπούνι της ζωής.

Σαν χάραξε ατρόμητος βγήκες
στη γη.
Η απλίκα στο δωμάτιο μου
είχε σβήσει κι εγώ στο ενύπνιο
επέτρεπα στα όνειρα να με
σκουντάνε με το αριστερό τους
μπράτσο.
Στο μπάνιο οι νεράιδες πλένονταν
με το σαπούνι σου.
Δεν θρηνούσες.
Δεν έκλαιγες.
Δεν έγραφες στίχους.
Μόνο με μάτια υγρά φυγάδευες
τον έρωτα στην καλαμωτή
του κήπου.

Οι τρεις άντρες δεν σε πήραν
χαμπάρι.
Τους πλησίασες και τους
έκλεψες τα κομπολόγια
τι κι ήθελες πολύ να μετράς
τα πάθη των νέων εραστών.
Έφυγες έπειτα αθόρυβα, μόνο
τα παιδιά σε είδαν να ανεβαίνεις
την σκάλα του ουρανού
κρατώντας ένα αιματοβαμμένο φορείο.
Πάνω του η σορός του έρωτα
μοσχοβολούσε σαν παιώνια
ορεινή.
Εγώ σε πίστευα.
Ήξερα ότι δεν χάνεις καμιά μάχη
και με μια λαβή του σπαθιού σου
θα κατατρόπωνες τους σφαγείς 
στην επόμενη κάθοδο σου έστω.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Οι καθαρές κουβέντες

Ετοίμασε τον καφέ της,
άναψε τσιγάρο.
Απ' το παράθυρό της έβλεπε
ένα πανύψηλο φουγάρο
μιας άλλης εποχής.
Τίναξε τη στάχτη
στον νεροχύτη.
Το τασάκι πλυμένο
στράγγιζε.

Στον κάδο των σκουπιδιών
τα αποτσίγαρά του.
Ένα δεν είχε σβήσει.
Μύριζε νάιλον
και μουχλιασμένη αποθήκη.
Απ' όταν έφυγε
σταμάτησαν να χαμογελούν
τα τριαντάφυλλα.

Σκέφτηκε τον κόκορα
με τον κομμένο λαιμό.
Ίδιο χρώμα με τα τριαντάφυλλα
το αποτύπωμα του.
Καθαρές οι κουβέντες
στον κήπο  
σαν τις λάμες των μαχαιριών
που λειαίνεις κάθε πρωί
πριν βάλεις το καπέλο
και χαθείς στων αστεριών το πλήθος. 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Haibun Το πρώτο μπάνιο

Ξεκίνησε πριν ακόμα σκάσουν οι αχτίδες του ήλιου στο βουνό. Χάζεψε λίγο την πορφύρα του ξημερώματος και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Η λυγερόκορμη φοράδα την περίμενε αναχαράζοντας την τροφή της. Ένας κόκορας έφερνε βόλτες
γύρω της κορδωτός πριν αποφασίσει να σημάνει το πρωινό εγερτήριο.

Λεπτό φόρεμα
ανοιξιάτικη μπόρα-
τρέμει το κορμί.

Βγήκε στον δρόμο, ανέβηκε στο άλογο κι άρχισε να ιππεύει. Ξέσφιξε τα χαλινάρια, κλώτσησε με τα πόδια και το ζωντανό επιτάχυνε τον καλπασμό του. Κρύος ακόμη ο πρωινός αέρας της χάιδευε το τσιτωμένο της δέρμα. Έσφιξε λίγο το λουλουδάτο φουλάρι της γύρω από το λαιμό.

Χνουδωτά φύλλα
άνθη της καλεντούλας-
βρόχινο νερό.

Έφτασε στο ακροθαλάσσι. Ανεμπόδιστος ο ήλιος χωρίς καθόλου σύννεφα την ζέσταινε απαλά. Έβγαλε το ανάλαφρο της φόρεμα και βούτηξε στα ήσυχα νερά. Κολύμπησε γρήγορα για να ζεστάνει το ανατριχιασμένο της κορμί. Το άλογο φρούμαζε κάτω από τις καλαμιές. Τα μπαμπού μεγαλώνουν πολύ γρήγορα προσφέροντας την αδιαπέραστη σκιά τους.

Φύσηξε βοριάς
οι κερασιές λυγίζουν-
τράνταγμα ζωής.

Βγήκε από το νερό. Ένα σπασμένο κοχύλι της τρύπησε λίγο το πέλμα. Άρχισε να μαζεύει αγριοβιολέτες που κάλυπταν το πάνω μέρος της ακτής. Τους έδωσε το σχήμα του στεφανιού και με αυτές στόλισε την χαίτη του αλόγου. Μακριά ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. Καβαλίκευσε την φοράδα κι έφυγε. Οι μωβ αγριοβιολέτες έπεσαν στη γη. Στάθηκε τις μάζεψε και τις πέρασε γύρω από το λαιμό της σαν δεύτερο φουλάρι.

Κρύα τα νερά
κοάζουν οι βάτραχοι-
πυκνή βλάστηση. 

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Haibun Μια βόλτα στο ποτάμι

 

Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στην αυλή. Το τελευταίο σκαλοπάτι κινούνταν ήταν σαρακοφαγωμένο και έτριζε. Έκανε να πέσει προς στιγμή μα κατάφερε τελικά να ισορροπήσει. Στην αυλή είχαν ανθίσει τα κόκκινα βελούδινα ρόδα. Έσκυψε τα μύρισε κι έκοψε ένα λουλούδι. Το καρφίτσωσε στο πέτο κι άνοιξε την αυλόπορτα. Μια μέλισσα ζουζούνισε δίπλα της. Τίναξε το χέρι της για να φύγει.

Μακρύς ο δρόμος
έδεσαν οι κερασιές-
πυκνή φυλλωσιά.

Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Δεξιά κι αριστερά της συστάδες από λεύκες, κυπαρίσσια και λυγαριές θρόιζαν με την βοήθεια του αέρα. Περπατούσε γρήγορα και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Ξεσφίχτηκε η κορδέλα της έπεσε κάτω κι έσκυψε να την πάρει. Την στέριωσε. Ένα μυρμηγκάκι έκοβε τώρα βόλτες στα μαλλιά της.

Κάτασπρο κρίνο
πετούν τα χελιδόνια-
διψά το χώμα.

Πλησίασε στο ποτάμι. Ο χωματόδρομος έγινε όλο και πιο πολύ ανώμαλος. Ακουγόταν το νερό να τρέχει. Τάχυνε κι άλλο το βήμα της. Έφτασε στην όχθη. Πολλές οι λυγαριές και οι μυρτιές γύρω της. Θαύμασε. Τα μπαμπού μεγαλώνουν γρήγορα και ξεπερνούν τους θάμνους σχηματίζοντας αψίδες. Στάθηκε στο ένα πόδι και μάζεψε πέντε κλαδιά λυγαριάς. Τα έδεσε σε στεφάνι και το απίθωσε στο κεφάλι της. Στο σπίτι θα το στόλιζε με τα κόκκινα ρόδα.

Πράσινο φύλλο
παγκάκι ξεχασμένο-
ρόδα κόκκινα.

Διάλεξε έξι λεία βότσαλα για να τα ζωγραφίσει. Με γεμάτο το καλάθι από μπαμπού πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ένα βατραχάκι πέταξε μπροστά της κοάζοντας. Πιο πέρα είδε δυο βατράχια καθισμένα πάνω σε ένα πεσμένο φλοιό δέντρου. Τα κοίταξε προσεκτικά, σμίγοντας τα μάτια καθώς γυάλιζαν κάτω από τις αχτίδες του ήλιου σαν σμαράγδια.

Ήχοι του νερού
ανθισμένες κυδωνιές-
σιμά η πηγή.

Τα γάντια του ουρανού

Ήρθε η νύχτα στα όνειρά μου και μου
χάρισε ένα ζευγάρι μακριά μαύρα γάντια.
Έφταναν πάνω από τον αγκώνα κι είχαν
μια μαλακή μεταξένια υφή.
Πάνω τους ήταν καρφιτσωμένα μια σειρά
από άστρα και μια χαριτωμένη ημισέληνος
που γελούσε έχοντας στην καμπύλη της
ένα βρέφος που το ταχτάριζε γλυκά.

Φόρεσα χαρούμενη τα γάντια και φωταψίες
ισχυρές διαπέρασαν σχεδόν όλη την ύπαρξή μου.
Να η πούλια πρώτη με τα εφτά παιδιά της
πανηγυρίστρα ξεπουλούσε το χρυσάφι της.
Κόσμος πολύς πλούτιζε ξαφνικά κι είχε
στο τάσι του μικρούς ράβδους χρυσού και μαλάματα.
Γέμιζε το πιάτο στο σπίτι τους αχνιστό κρέας
και πλιγούρι θρεπτικό σταριού.

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν τα παιδιά
πετώντας στον αέρα αερόστατα και πυροτεχνήματα.
Η νύχτα σαν καλόβολη μάγισσα μου χάρισε
κι άλλα πολλά δώρα αφειδώς.
Να ο κρόνος με τους δακτύλιούς του που ήρθε
κι απόθεσε στα χέρια μου πλατινένια βραχιόλια
και στο λαιμό μου περίσσια όλο πέτρες ακριβές
στολίδια.
Πλάταινε το στέρνο και ζωηρές εξέπεμπε λάμψεις.
Έρχονταν κι ο αγαπημένος με τον τριμμένο μανδύα
και με θαύμαζε λες και ήμουν Θεά.
Χαιρετούσε την πούλια, τον κρόνο, την σελήνη
κι έμπαινε στον κήπο μου με τα φιλιά του έρωτα,
τα τρυφερά χάδια και τα αιμάτινα καλέσματα για
να με συναρπάσει.

Ζούσαμε μαγικά και σε λεωφόρους αστραφτερές
βαδίζαμε χέρι χέρι πιασμένοι.
Ένας στρατός από χρυσά ανθρωπάκια μας ακολουθούσε
και μας ανέβαζε σε ένα μπρούτζινο βάθρο βασιλείς
να μας ορίσει και χορηγούς της αγάπης.
Έρχονταν και δυο περήφανοι αετοί κι ανέβαιναν
στο βάθρο καθάριο αίμα σταλάζοντας στις φλέβες μας.
Δυνατοί κι ωραίοι γινόμασταν και για έγγραφα είχαμε
συλλογές ποιημάτων και παραμυθιών.
Τα απαγγέλαμε κι οι άνθρωποι εκστασιασμένοι μας
έραιναν με ροδοπέταλα κι αγριοβιολέτες.

Σαν ξύπνησα το πρωί ρινίσματα χρυσού είχα στο σώμα
και ένα χρυσόδετο βιβλίο ποιημάτων με περίμενε.
Ο αγαπημένος παρότι είχε φύγει, ήταν παρών.
Ασημένιο μανδύα φορούσε στους ώμους.
Χιλιάδες φιλιά κρατούσε στο δισάκι του.
Θερμές αγκαλιές μου χάριζε να ζεσταίνομαι απ' την αύρα του
Αυτά τα φιλιά με κρατούν στη ζωή και με αυτά πορεύομαι
μέσα στα όνειρα της νύχτας.
Πάντα ένα ζευγάρι γάντια άφθαρτα κρατώ
τον πλούτο να μοιράζω στον κόσμο ολάκερο και
ένα βαθύ πιάτο με ζεστή σούπα για τις φαμίλιες που
ζουν στα παραπήγματα του κόσμου να φέρνω.
 

Ο βίος των σπιτιών

Τα υπερυψωμένα σπίτια
ατένιζαν την θάλασσα.
Τρίπατα ήταν με πρόχειρη
περίφραξη από σκουριασμένο
κοτετσόσυρμα και με λουλούδια
πολλά στις αυλές.
Στο φρυδιού του γκρεμού
στέκονταν αγέρωχα.
Από κάτω τους βυσσοδομούσε
το χάος σαν τεράστιο
μηδενικό από μια δύσκολη
εξίσωση, άλυτη από τους
πιο πολλούς μαθητές
του εξατάξιου σχολείου.

Συστατικό τους στοιχείο
ο ίλιγγος, το στεφάνι
των νεφών κι η απόρθητη
μοναξιά των σπηλαίων.
Γιατί στα μπαμπακένια
πουκάμισα των σύννεφων
ακουμπούσαν τα σπίτια.
Οι στέγες τους έξυναν
τον πίνακα του ουρανού
καλλιγραφώντας
γεωμετρικά σχήματα.
Τις νύχτες έπαιρναν
αλαμπρατσέτα το φεγγάρι
για μια βόλτα στις γειτονιές
του γαλαξία.
Τις μέρες εξορύγνυαν από
τον ήλιο μεταλλεύματα χρυσού.
Στα πουγκιά τα έβαζαν
οι ένοικοι τους.
Γίνονταν ξάφνου πλούσιοι,
δεν ήξεραν όμως που
και πως να τα ξοδέψουν.

Απρόσιτα τα σπίτια κι οι
αγορές μακριά, δεν τις
έφταναν κομπολόγια να
αγοράσουν, φίλντισι,
βραχιόλια με ρουμπίνια
και περιδέραια από σεντέφι.
Έμεναν φτωχά από
κοσμήματα τα κορίτσια
κι έκλαιγαν με λυγμούς
μπροστά στους μπρούτζινους καθρέφτες.
Στριμώχνονταν
ανάμεσα στα βουνά
τα σπίτια
και στις κορυφογραμμές
ξανάσαιναν λυτρωμένα.
Είχαν αυλές με λουλούδια
και δυο πεζούλες με
κηπευτικά.
Αριστερά στις αυλές με
τις περιποιημένες
ορτανσίες και της παρθένου
τα κρίνα υπήρχε η βρύση
κι η τσιμεντένια λεκάνη.

Έβγαινε κρουστό το νερό
σαν ποταμού αναβλύζουσα
πηγή.
Κρύωναν τα χέρια, μπούζι
η επιδερμίδα τσιτώνονταν
σαν έτοιμη να σπάσει.
Εκεί παγιώνανε το καρπούζι,
το πεπόνι και τα
αγριοκέρασα ελλείψει
ψυγείου της οικογένειας.
Γλέντια πολλά γίνονταν
στις αυλές.
Τα σπίτια χόρευαν κρατώντας
αντί για μαντήλι τις ουρές
των σύννεφων.
Χτυπούσαν παλαμάκια
τα αστέρια κι οι άρπες
των αγγέλων συνόδευαν
το αξόδευτο τραγούδι.
Εκεί ο τσάμικος, ο συρτός,
ο καγκελάρης και το
λεβέντικοί ζεμπέκικο.
Πέφταν σωρηδόν
τα χαρτονομίσματα,
τα άνθη της λεβάντας
κι άναβαν οι φωτιές
στα νεανικά μέτωπα.

Καίγονταν τα λεφτά,
πυρπολούνταν τα άνθη
κι απανθρακώνονταν
σαν τα πρωτομαγιάτικα
στεφάνια του Άη Γιαννιού
στου θέρους το μπαλκόνι.
Κάθε Αύγουστο μήνα τα
σπίτια φιλοξενούσαν
τους ξενιτεμένους αδερφούς.
Κόβονταν το καρπούζι,
το πεπόνι κι η γλυκοκολοκύθα.
Δροσίζονταν ο ουρανίσκος
κι οι πίτες έβγαιναν
αχνιστές στο τραπέζι.
Μαζεύαμε τους σπόρους
για την νέα σπορά.
Το χάος έπαυε τότε να είναι
απειλητικό, τα μηδενικά
έμπαιναν σε μαθηματικές
πράξεις απλές που ακόμα
κι οι γέροντες τις έλυναν.

Γελούσαν οι γυναίκες με
γέλιο καρδιάς και τα κορίτσια
άφηναν τους καθρέφτες
κι έμπαιναν στο γλέντι.
Δεν ήταν πια παραπονεμένα,
τα ξενάκια τους είχαν κρεμάσει
σειρές από κοσμήματα στο
λαιμό, στα χέρια και σαν
εικονίσματα έμοιαζαν
της Παναγίας
της Χρυσοβαλαντου
προστάτιδα
της ενορίας τους.
Οι άντρες πλατάγιζαν
ικανοποιημένοι τις γλώσσες
τους και με μια λαβή
του χεριού τους έκοβαν
στα δύο την ορεσίβια μοναξιά.
Χαμογελούσαν ξαλαφρωμένοι.
Άνθρωποι τα σπίτια
ξαναμμένα πανηγύριζαν
με τριπλές δίπλες χορού
στη χώρα της ουτοπίας
ανεβάζοντας τον κονιορτό
των άστρων πάνω από
τις στέγες τους.
 

Η παιδαγωγός

Ήταν δασκάλα σε μια
ομάδα παιδιών προσχολικής
ηλικίας.
Πολύ την αγαπούσε
αυτήν την ηλικία.
Μόνο χειροτεχνίες
έκανε μαζί τους,
τραγούδια τους μάθαινε
και παιχνίδια ομαδικά
δεν χόρταινε να παίζει με αυτά.
Δεν χρειάζονταν
να τους μαθαίνει
καλλιγραφία και
κάποια λίγα κουτσογράμματα.
Η ομάδα της δεν είχε
καμιά συνοχή.
Δυο παιδιά έσπαγαν
τον συνεκτικό της ιστό.
Ένα κορίτσι αυτιστικό
κι ένα αγόρι υπερκινητικό
ήταν η κυρία αιτία
για την οχλαγωγία μες
την τάξη.
Οι εργοδότες την επέκριναν.
Σαν δαμόκλειος σπάθη
επικρέμονταν η απόλυση
πάνω από το κεφάλι της.
Ακόμα και για την ενδυμασία
της τήν κατηγορούσαν.
Φορούσε την ίδια πάντα
κλαρωτή και παλιομοδίτικη
φούστα που διέγραφε καθαρά
την πρησμένη κοιλιά της.

Η συνάδελφος της αντίθετα
είχε μια αρκετά δεμένη
ομάδα.
Σαν τακτικό τάγμα στρατιωτών
έμοιαζαν τα δικά της παιδιά.
Οι γονείς σαν ανταμοιβή
για το έργο της τής χάριζαν
χρυσά δαχτυλίδια.
Αυτή περιφρονημένη από
γονείς κι αφεντικά
ταπεινά έπαιρνε πάντα δώρα.
Όπως μικρά μαγνητάκια,
μπιμπελό του κιλού
και που και που
ανθοδέσμες με πολύχρωμα
χρυσάνθεμα.
Τα μαγνητάκια τα έφερνε
το ζωηρό υπερκινητικό αγόρι.
Τις ανθοδέσμες τις έφερνε
το αυτιστικό κορίτσι.
Η συνάδελφος
της κορδώνονταν για τα
δώρα της.
Αυτή συνεχώς
σαν τον μυθικό Σίσυφο
προσπαθούσε
να δέσει την ομάδα της
χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα.
Έκανε έναν καθημερινό
αέναο αγώνα να οδηγήσει
σε γραμμές τα παιδιά
στο σχολικό.

Ο οδηγός δεν της μιλούσε,
κακιωμένος ήταν μαζί της.
Μόνο με την συνάδελφο
της έπιανε κουβέντα
και μάλιστα την είχε
φιλοξενήσει στο εξοχικό
του στην Εύβοια.
Ήταν το δεύτερο αφεντικό
και το πιο στρυφνό
κι απαιτητικό συνάμα.
Αυτή τον φοβούνταν κι η
γλώσσα της δένονταν κατά
όλη την διαδρομή.
Λέξη δεν έβγαζε.
Τα παιδιά τραγουδούσαν.
Αυτή σώπαινε.
Στα χέρια της η ανθοδέσμη
να κρύβει λίγο την
παλιομοδίτικη φούστα.
Κάποια στιγμή μετά
την απαίτηση των γονιών
τα αφεντικά την απέλυσαν.
Απόμεινε με τα μαγνητάκια
του ψυγείου, με τα κιτς
μπιμπελό και με τις
ανθοδέσμες με τους
μακριούς μίσχους.

Έως σήμερα κρατά αυτά
τα δώρα στην άνεργη ζωή της.
Τις ανθοδέσμες μάλιστα
τις αποξήρανε για να μην
τις χάσει.
Το σπίτι της μοιάζει κάπως
με την παλιά της τάξη.
Παρηγοριέται.
Στα όνειρα της έρχονται
συχνά τα δυο ατίθασα παιδιά.
Της φέρνουν πάντοτε
τα ίδια δώρα.
Είναι εκνευρισμένα και
κατακρίνουν τα αφεντικά
που την στέρησαν από αυτά.
Το αυτιστικό κορίτσι
την αναπολεί και
φορά μια κλαρωτή κορδέλα
στα χρώματα της
παλιομοδίτικης φούστα της.
Το αεικίνητο αγόρι
μεγάλωσε και της γράφει
ποιήματα μακροσκελή.
Τα διασώζει αυτά τα
ποιήματα στο συρτάρι της.
Ίσως κάποτε τα εκδώσει
κι όλοι τότε θα μιλούν
για μια υποδειγματική δασκάλα,
ακόμα κι αυτά τα αφεντικά
σαν κόλακες θα την θαυμάζουν. 

Η προσάρτηση

Συρρίκνωσα τις μέρες μου
για να προφταίνω της ζωής
το έλκηθρο.
Κοράσι ανυπόμονο η μέρα
ποτέ δεν καταφέρνω
να τη φτάσω.
Βηματίζει γοργά
ανεμίζοντας τα χρυσά
μαλλιά της και πίσω της
λαχανιασμένη με αφήνει.
Ριγμένη εγώ στο αμαξίδιο μου
την βλέπω λυγερόκορμη
να απομακρύνεται.
Από μακριά την θωρώ
με αναμμένα τα μάγουλα της
με νεανική την κορμοστασιά
και με άνθη στα χέρια
να συνομιλεί με ένα ασκέρι
παιδιών που παίζουν
κουτσονήλιο στα πεζοδρόμια
με τα σπασμένα πλακάκια.
Αυτή ο μαρμαρόκτιστος ναός
κι εγώ μια εκκλησιά συλημένη
με έπαρση μεγάλη
να με κοιτούν οι ιερόσυλοι της.
Μου παίρνουν τις εικόνες μου,
τα τάματα μου, τις κανδήλες μου
κι εκείνο το ζεστό στασίδι
που κάθονταν περίλαμπρος
ο ήλιος της χαραυγής.

Στον ύπνο δίνομαι από νωρίς,
πριν έρθει αφηνιασμένο
το ηλιοβασίλεμα με τις
πορφυρές του γάζες και
με πληγώσει.
Αιμάτινα σάβανα ζητά να με ντύσει,
φωτιές ψηλές
διαλέγει για να με κάψει
και σαν έρωτας καβαλάρης
στη σέλα του δεν με βάζει
να ανέβω.
Σκληρή η ώρα του δειλινού
για τους μονήρεις της αμαρτίας.
Τα ζευγάρια δεν μπορώ
να αντικρίζω που φωτογραφίζονται
περιπαθώς μπροστά στην αίγλη του.
Μόνη εγώ χωρίς εσένα
με πρεσβύωπας κότσυφας
μοιάζω που ξεχνά τις νότες
και το αναλόγιο των δέντρων
δεν βλέπει καθαρά.

Απ' όταν έφυγες μισώ
αυτές τις στιγμές κι από
το κοφίνι της νύχτας διαλέγω
μαύρο νήμα για να σου πλέξω
ένα ακόμα ζεστό πουλόβερ.
Μεγάλη γκάμα έχω από αυτά
να μην κρυώνεις μες τη
νότια των ανθρώπων.
Στην καστροπολιτεία της
νύχτας μονάζω,
τις θωπείες της δέχομαι,
μακρυμάνικα έχω
ρούχα στολισμένα με τις
καρφίτσες των άστρων και
για οδηγό έχω τη σελήνη
που με το φτιασιδωμένο
πρόσωπο της λήθης ερωτοτροπεί.

Σύμπραξη κάνω με τη νύχτα
και τα χαμένα μου υπάρχοντα
πίσω μου γυρίζει.
Τις γκρεμισμένες εκκλησιές
ξαναχτίζω με τέχνη περισσή.
Αυτή μου έμαθε πως να
λειαίνω την οργή της πέτρας,
πως να χτίζω τα παρεκκλήσια
και τα δώματα των ξέμπαρκων εραστών
πως να οικοδομώ.
Καλή και καταδεκτική είναι
μαζί μου.
Μου επιστρέφει τις εικόνες,
τα τάματα, τις κανδήλες
και του λυκαυγές το στασίδι
μου παραχωρεί ύστερα
από τις σκληρές ναυμαχίες
που δίνει με τον ήλιο όταν αυτός
ξεστρατίζει αποκαμωμένος
να κοιμηθεί
στις κλίνες της θάλασσας.

Πολλά εδάφη κατακτώ με
τη φιλότιμη συνέργεια της.
Μεγεθύνεται ο κόσμος μου.
Μεγαλώνει το ύψος μου.
Αυξάνεται ο πλούτος μου.
Δεν μπορεί κάποτε θα
προσαρτήσω και την δική
σου χώρα, ένδοξος να στεφθώ
στρατηλάτης μπροστά στους
βωμούς των ματιών σου.
Χρόνια σε πολιορκώ με
το μπαρούτι του γαλαξία
και των πεφταστεριών
τα κοφτερά ξίφη.
Νομίζω πως έφτασε η ώρα
την ωραία πύλη σου
να περάσω, τους κορμοράνους
που έχεις βάλει για φύλακες
να μεθύσω έτσι που το πόστο τους
να εγκαταλείψουν
ίσα για μια στιγμή.
Μου φτάνει.
Ωραία σαν νεράιδα να πλαγιάσω
μαζί σου και στο περιπαθές
ηλιοβασίλεμα ιέρεια
ξανά να σταθώ
να με φωτογραφίζουν
οι μαργαρίτες του Απρίλη
που μόνο στο "σ' αγαπώ" όλα
τα πέταλα τους ξοδεύουν.

Καλημέρα απανταχού. 

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Παρακαταθήκη

Ήταν διακόσια παλικάρια.
Κάτω από τις ντρίλινες 
πουκαμίσες τους στα φαρδιά
τους στήθη
είχαν με το αίμα τους
γράψει το σύνθημα.
Οι εχθροί κι οι εθνοπατέρες 
που ένα πεζούλι γης είχαν
στο χωριό
σκιάζονταν δεν το έβλεπαν.
Μεθυσμένα τα παλικάρια
σφίγγανε τις γροθιές.
Όταν οι σφαίρες τα
χτυπήσαν κι έγειραν
πάνω στο χώμα
η γη εξανέστη.
Αόρατα πινέλα ήρθαν
κι άρπαξαν το σύνθημα.
Όλες οι ρούγες της
πόλης τώρα μαρτυρούσαν
τη θυσία τους.
Ανεξίτηλο το σύνθημα
έβαψε βουνά, τοίχους,
πελάη, λαμαρίνες
και τις καρδιές των εργατών.

Το είδαν οι δεσμώτες
κι εξαγριώθηκαν.
Το σύνθημα δεν έβγαινε
με τίποτα από πουθενά
είχε τελειώσει κι ο ασβέστης.
Η πολιτεία γελούσε
με τα μαργαριταρένια
της δόντια.
Στις φασκιές τα βρέφη
κλωτσούσαν τα κουβάρια
του αέρα.
Στο σκαφίδι η μανάδες
ζύμωναν τον άρτο των φτωχών
με νερό πηγαδίσιο.
Στα μαλλιά των κορασίδων
κάθονταν πεταλούδες
με κόκκινα φτερά.
Στους γκαζοτενεκές
οι βασιλικοί αγίαζαν
τους άγουρους ήρωες

Ρουμπίνια κρατούσαν
τα παιδιά στα χέρια.
Έλαμψε η πολιτεία
οι νεκροί με τα
τσιγκελωτά μουστάκια 
έδιναν όρκους,
οι μαντήλες των γραιών 
λάβαρα γενήκαν,
γιόρταζαν τα μάτια,
ξαγρυπνούσαν 
κανείς δεν κοιμήθηκε.
Την επομένη με το χάραμα
σχεδόν, όλοι βγήκαν στους
δρόμους για να φωνάξουν
το σύνθημα των παλικαριών
"Το αίμα μας θα τους πνίξει
συνεχίζουμε τον αγώνα."

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Το εκτόπισμα του ποιήματος

Στη χαρούλα

Στεγνός ο ουρανίσκος μου
από καιρό δεν με αφήνει
να μιλήσω, ούτε να απαγγείλω
το ποίημα που κυοφορήθηκε
εντός μου.
Είναι που νήστεψα τα φιλιά σου
πολλά χρόνια και μόνη έμεινα
με μαύρο ρούχο και με
πεταλίδες στα χέρια
να μετράω των κυμάτων
το ρυθμικό πήγαινε έλα.
Σε ένα βράχο κατοικώ
έξω από του κόσμου
τη συνεχώς μεταβαλλόμενη
συνάφεια.

Γλάροι με συντροφεύουν
κι ένας μικρός φαροφύλακας
μου ιστορεί τα θαύματα
της θάλασσας.
Φορά το ναυτικό κασκέτο 
του παππού του
κι ένα παράσημο φέρει
στο στήθος από απερχόμενες
ήττες.
Είναι σοβαρός σαν δάσκαλος
πρωτοετής κι όταν
δεν περνάει καράβι
ψιλοκουβέντα μου πιάνει.
Μου μιλάει αργά
για γοργόνες, για θαλάσσια
τέρατα, για ναυαγούς και
για βυθισμένα καράβια
που τάφος έγιναν με
πάμπολους νεκρούς στα σπλάχνα τους.
Ωραίοι νεκροί που καρτερούν
στα θαμπά φινιστρίνια πιασμένοι
να έρθει το ναυαγοσωστικό να τους σώσει.

Έρμαιο των φιλιών κύμα 
και πάναγνη τον παρακολουθώ
εκστασιασμένη.
Με την φωνή μου χαμένη
νεύματα πολλά του κάνω.
Με καταλαβαίνει καθώς
γνώστης είναι των σωμάτων
ιδίως των αγιασμένων
από της αγάπης τον
ιερό βασιλικό.
Κάποιες φορές μάλιστα
του ανοίγω την καρδιά μου
διάπλατα για να με διαβάσει.
Αναστατώνεται, βλέπει
τις πληγές μου, διαβάζει
τους κρυφούς κώδικες μου,
τα ποιήματα εξετάζει
κι από τα βάθη της σκάβοντας
παίρνει αίμα για να γράψει
ένα εξόριστο πρελούδιο
της λήθης δοσμένο.

Στα τόσα χρόνια που ζούμε κοντά
πολλά μου έχει κλέψει ποιήματα.
Μάλιστα χτες με πληροφόρησε
πως επιτέλους την πρώτη του
θα βγάλει συλλογή.
Δεν τον κακιώνω, άφωνη μένω
και τον αφήνω καρτερικά
μέσα μου να έρχεται.
Άλλωστε ξέρω πως για εμένα
όλα τα ποιήματα της καρδιάς
άκλαυτα πήγαν από
τη μακρινή εκείνη στιγμή
που με μεθούσε η ηδονή
των ονειρικών ενυπνίων.

Του τα παραχωρώ λοιπόν εύκολα
χωρίς τύψεις ή υστεροβουλία.
Όλα δικά του είναι μόνο
ένα κρατώ για εμένα.
Αυτό το δικό σου που
για χρόνια δέκα το κρύβω
πάνω στον ουρανίσκο μου
Αυτό δεν τον αφήνω
να μου το πειράξει.
Τη γλώσσα μου βάζω
για φρουρά, δεν το βλέπει,
δεν το ακούει μιας
και οι στίχοι του έρωτα
στη σελήνη είναι δοσμένοι
και μόνο άναρθρες βγάζουν
κραυγές.

Δεν σου τελείωσα....
Επινοώ συνεχώς πονηρά 
τεχνάσματα, το στόμα κλείνω ερμητικά,
μάσκα φορώ και βέλο
χαραμάδα να μην βρει
και του αποκαλυφθεί ο λόγος.
Εσύ ο αποκλειστικός αποδέκτης του.
Εσύ η μούσα μου.
Εσύ τα παχιά μούσκλια
που με αυτά σπιτάκια
στήναμε μικροί στα ξέφωτα.
Σε προσμένω, μπούκωσε
το στόμα μου, αναπνοή δεν βγαίνει
και το σάλιο μου πύκνωσε και με
σταλαγμίτη μοιάζει.
Έλα εδώ φιλιά για να φέρεις.
Κρυώνω πλάι στη θάλασσα
και το σπήλαιο που έχω διαλέξει
δεν με χωράει.
Βαρέθηκα να ακούω και τις ιστορίες
των καταποντισμένων.
Με σφίγγει ο γιακάς,
με πνίγει και το ποίημα,
βαρύ το εκτόπισμα του.
Το τελευταίο έλα να ανοίξεις
κουμπάκι από το ριχτό μου
πουκάμισο αναπνοή για να πάρω. 

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Ο πρόωρος θάνατος

Το μπαλκόνι έβγαζε
στο δάσος.
Οι Αμαρυλλίδες ξεδιάντροπα
είχαν πετάξει μπουμπούκια.
Τα άνθη τους δεν θα αργούσαν
να φανούν.
Με μεστωμένες γυναίκες
όμορφες τα άνθη τους έμοιαζαν.
Λίγες ρυτίδες, βαθύ βλέμμα,
πανάδες στα χέρια και μαλλιά
πιασμένα σε κότσο.
Ω, η ωραιότης δεν χάνεται ποτέ
μα τουναντίον πηγαίνει και κρύβεται
πίσω από το παλιό ντιβάνι
με τα ξεχαρβαλωμένα ρολόγια.

Η γύρη των λουλουδιών
δεν είναι τίποτα άλλο παρά
η πούδρα που βάζουν οι
κυράδες πριν κοιμηθούν
στα μάγουλα για να καμφτεί λίγο
το πουλάρι του χρόνου.
Κάθε απόβραδο οι γυναίκες
ξεστρατίζουν και ντύνονται
μάγισσες με όλα τους τα σύνεργα.
Κανείς δεν τις βλέπει
καθώς ιχνηλατούν μονοπάτια
στο γαλαξία.
Φορούν βαριές μπέρτες,
λεπτές κάλτσες και μπότες
ως το γόνατο.
Αιφνιδιάζονται μόνο μαζί
τους τα σύννεφα κι αλλόκοτες
παίρνουν μορφές.
Τα παραμύθια επιμένουν
να ζουν εκεί κοντά γιατί
την απαλότητα των γοφών
τους ασπάζονται.
Τα σύννεφα είναι οι παλαιές
ξεχασμένες ταινίες σε κάποια
βεβιασμένα στούντιο.

Το μπαλκόνι έβγαζε στον
ουρανό.
Οι ωραίες γυναίκες επιταχυντή
έχουν στα χέρια.
Αρέσκονται να ακούν
το ασίγαστο χτυποκάρδι τους.
Γελούν από μέσα τους όταν
Ψηλαφίζουν το σφυγμό τους.
Κάθονται σε τεράστια
τραπέζια γεμάτα με φρούτα
και ζυμωτό ψωμί.
Τις κόρες του ψωμιού τις πετούν
στα πουλιά για να βλέπουν
με τις ώρες
το επίμονο ράμφισμα τους.
Οι γυναίκες αυτές καλλιεργούν
τετράφυλλο τριφύλλι για
για να τους χαρίζονται
οι ουρανοί όταν ανοίγουν
Αλωνάρη μήνα.

Είναι φίλαυτες   
κι έχουν αφέλειες για να κρύβουν
τα βλέμματα από τους
περαστικούς.
Μοιάζουν με την άνοιξη
και ποτέ δεν έμαθαν
να ισορροπούν στο ένα πόδι.
Αν τους βγάλεις το σκούρο
βέλο δεν θα σου μιλήσουν
μόνο που εκεί στο μέτωπο
τους θα δεις γραμμένο
ένα ποίημα που συντάσσεται
με τον πρόωρο θάνατο τους. 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Οι πασχαλιές

Αφιερωμένο στη μητέρα μου

Μάζευα πασχαλιές
στον ύπνο μου.
Στα χέρια μου τις κρατούσα
και συμπύκνωνα το άρωμα τους
το πρωί με το ξύπνημα
να το έχω πλέριο στο σώμα μου.
Ψηλές ήταν
και μόνο στην κορυφή
είχαν τα άνθη.
Δύσκολα τα έφτανα
κι η ήρθε η μάνα μου
να με βοηθήσει.
Με ξυλοπόδαρα εφοδιασμένη
πολλά μπουκέτα
μου έκοψε.
Την ευχαρίστησα με ένα φιλί.

Στο καταράχι
ήταν φυτρωμένες.
Στο κομμάτι της γης
που πουλήθηκε
για τη χρεία της οικογένειας.
Θυμάμαι ακόμα
τη μάνα να πετά
πέτρες και βρισιές
στην καταχράστρια της γης.
Η μάνα μετανιωμένη
τώρα μάζευε τα άνθη.
Λες και στον κόσμο
των ονείρων είχε
σβήσει απ' τη ζωή της
τη μεγάλη απώλεια.

Σαν ξύπνησα
της τηλεφώνησα
Να προσέχεις
τα αρώματα της πασχαλιάς
μου είπε μισοτρελαμένη
Έρχονται οι μέλισσες
και σου στερούν
τους εύοσμους χυμούς.
Την άκουσα
και απαρνήθηκα τις
πασχαλιές των ονείρων.
Άσε που με τα
ξυλοπόδαρα μπορεί
να τσακιστεί και να
χτυπήσει τα γόνατα σκέφτηκα.
Κι η μάνα μου είναι μεγάλη
και πονά υπέρμετρα
τα παιδιά της,
περισσότερο από
το κομμάτι γης που έχασε.
Μόνο που μέχρι
σήμερα στις τσέπες της
κρύβει πέτρες και
φοβάμαι πολύ μήπως
μου λαβώσει τα όνειρα
και τα πανάκριβα που έχω
αρώματα μου πάρει
και τα πάει στο
καλντερίμι του θανάτου. 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Τα νυχτοπούλια

Ήρθαν τα νυχτοπούλια
και μου έγνεψαν κοντά τους
να μείνω.
Δυνατές οι φτερούγες τους
να κουρνιάζω εκεί τον πόνο
μου μπόρεσα.
Ήρθες κι εσύ με ένα
παιχνίδι βατραχάκι
στο χέρι
να μου υπενθυμίσεις
την παιδική μου ηλικία.
Τότε που οι οβολοί
περίσσιοι ήταν
κι ο μικρός αδερφός
κρατούσε το σχοινί
της καμπάνας
που σήμαινε Ανάσταση.

Οι νύχτες με έβγαζαν
σε εσένα μα εγώ
με κομμένα τα χέρια
παραμέριζα τη μορφή σου
κι από ένα πούπουλο
κρατιόμουν σφιχτά.
Ήρθαν σου έλεγα
οι ώρες που φυγαδεύουν 
ένα τέταρτο στα ρολόγια τους
κι αιφνιδιάζουν τον θάνατο.

Κρύβω ανάσες
τα φτερά μαζεύω
και στα νυχτοπούλια
εμπιστεύομαι τη φωνή μου.
Ο μικρός αδερφός
με ξυπνά.
Ενδίδω.
Στην Ανάσταση θα πάω
με ένα λιανοκέρι
φτιαγμένο
απ' τα φτερά του
και με τάμα στον κόρφο
τα κομμένα χέρια
που απολησμόνησες.

Ναός μου εσύ
και εικόνα θαυματουργή
να θητεύω μέσα τους
την απογευματινή
ώρα της θυσίας.
Τότε που το αίμα
πίδακας γίνονταν
και έπνιγε ράμφη
κρυψώνες κι
εκείνα τα σταυροδρόμια
που προσπέρασε η ήττα
των εναγκαλισμών μας.
Πλάι τα βρώμικα hotel
με τα λεκιασμένα
από τις αφορμισμένες
πληγές σεντόνια. 
Στα νυχτοπούλια 
αναθέτω τη λεύκανση τους.

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Σομόνκα (ερωτικό ποίημα ανάμεσα σε δύο με την μορφή των τάνκα 5/7/5/7/7)

Τα δώρα

Άνοιξης βλέμμα
αποστατούν λουλούδια
χρυσή η κόμη
εγείρεται η καρδιά
γλυκιά μου απαντοχή.

Άνθη στον κήπο
μαργαρίτες κίτρινες
πλούσια γύρη
σφραγίδα του έρωτα
δίψασα τα χείλη σου.

*
Ραντεβού

Πρωινός ήχος
κίτρινο καναρίνι
κελαδίσματα
εγείρονται αισθήσεις
προσκυνώ τις χάρες σου.

Κρυφή η φωλιά
ερωτικός σύνδεσμος
τα χέρια τρέμουν
ακριβά τα φιλιά σου
μοσχοβολιά κερασιάς.

*
Φιλιά

Αηδόνια λαλούν
εγείρεται η φύση
πρωινός όρθρος
σπαρταρά η καρδιά μου
μαγικά τα χείλη σου.

Άνθη τριγύρω
χρυσός ο αμπελώνας
παλαιός οίνος
τρυγώ άχραντο σώμα
προστρέχω στα κάλλη σου.

*
Αναμονή

Κρύος ο σταθμός
φύγαν όλα τα τρένα
ξένο μαντήλι
κάθομαι στο παγκάκι
πνιγμός η νοσταλγία.

Φαλτσέτα πόνου
καρδιά θρυμματισμένη
ο στίχος λειψός
εγείρεται το σώμα
ξάγρυπνος σ' αναμένω.

*
Συνάντηση

Υγρό το χώμα
ευωδιάζουν κερασιές
άνοιξη λαμπρή
εγείρεται ο κόσμος
σεισμός τα δυο σου χείλη.

Κληματόβεργες
στρογγυλό το στεφάνι
ζεστό το φιλί
άπιαστος καβαλάρης
την κλίνη σου ζητάω.

*
Κάλεσμα

Γλυκά τα χείλη
αιμάτινα τα φιλιά
ζεστός ο κόρφος
εγείρω τα δυο χέρια
ψάχνω τα κύτταρα σου.

Γοργά τα πόδια
νεαρό το ελάφι
πυκνό το δάσος
ολάνοιχτοι οι δρόμοι
φλέγονται τα χείλη μου.

*
Άρνηση

Κρυφός ο γιαλός
κρινάκια καμπανούλες
χνάρια στην άμμο
εγείρω τον έρωτα
ακάνθινος μανδύας.

Πηγή άρνησης
διακλαδωτά ρυάκια
γλυφό το νερό
ξεδιψασμένα χείλη
άπατρις η καρδιά σου.

*
Το γράμμα

Κλαγγές πιστολιών
κλεισμένα τα βλέφαρα
πικρό το δάκρυ
εγείρονται ανέμοι
καρδιάς γραφή σου στέλνω.

Βουή πολέμου
πικραμένα τα χείλη
βαρούν κρόταλα
συλλαβίζω δυο λέξεις
παντοτινή αγάπη. 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Η μαθητεία των γλάρων

Ο δρόμος προς την καρδιά σου 
πολλά έχει εμπόδια, παρακαμπτήριους 
κι επικίνδυνες στροφές.
Οι πινακίδες δυσνόητες, ιερογλυφικά
να είναι;
Δεν τα αναγνωρίζω. 
Σε ποιο τώρα προσκυνάς αλφάβητο;
Ποιοι σε συμβουλεύουν προφήτες;
Εγώ που ονομάτιζα κάθε σου κύτταρο
μένω έμπλεη να παρατηρώ τις κινήσεις
των γλάρων μήπως μια πορεία μου χαράξουν
προς τα σένα.

Απιστώ των ματιών μου, σε μάγισσες
καταφεύγω την τρίλιζα για να λύσω του
μυαλού σου.
Πληρώνω αδρά, γρόσια πολλά έχασα 
κι υποθήκη έβαλα την κάμαρα που γλυκά σε κοίμιζα.
Θυμάμαι ακόμα το σκοπό του νανουρίσματος. 
Απέξω συγκρατώ της πεθυμιάς τα λόγια. 
Εκείνο το λεξιλόγιο πως μας πήγαινε!
Πώς το ξέχασες;
Κι η μουσική θεσπέσια να κλείνει τις λέξεις σαν αχιβάδα.

Ναι μια ελαφριά μπαλάντα ήταν στο ρυθμό του κύματος. 
Αύγουστο μήνα στο νησί σου.
Ανάλαφρα την άκουγα να έρχεται στο αμπέλι 
με τα καλογυμνασμένα πόδια των τρυγητών 
να την συνοδεύουν.
Τι θυμήθηκα ξαφνικά, φταίει η μοναξιά που
σωριάστηκε στα μέλη μου θα μου έλεγες.
Ας είναι.
Εγώ εξακολουθώ να ακούω να μιλάς σαν 
μέσα από ένα όστρακο μεγάλο.
Σοβαρά σε παίρνω κι ας αναγνωρίζω πλέον μιλιά σου.

Ακινητώ καράβια, γοργόνες ρωτώ 
αν σε συνάντησαν πουθενά.
Ασαφείς παίρνω απαντήσεις.
Μακριά μου στέκεις.
Σε ποιες άλλες χώρες αφήνεις το στίγμα σου;
Με ποια νανουρίσματα νεράιδων αποκοιμιέσαι;
Στο αγκυροβόλιο μου έλα να σου μάθουν οι γλάροι 
εξαρχής την γλώσσα του έρωτα και παράτησε 
επιτέλους αυτούς τους προφήτες με τα περίεργα 
ιερογλυφικά.
Γλώσσα μου γίνε πάλι ακριβή και κανόνας 
στίξης στο πολυτονικό μου καμβά.

https://princess-airis.blogspot.com/

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Τάνκα

Λευκές ίριδες
προσκεφάλι του ήλιου
κήπος ανθηρός
η ομορφιά μαγεύει
άνθη κόβω για σένα.

*
Ανθρώπων έργα
κρυφές δροσοσταλίδες
ίριδες γλαυκές
γεμάτο το περβόλι
άνθη αναστάσιμα.

*
Λεπτές ευωδιές
μέλισσες ζουζουνίζουν
ο κήπος θάλλει
άνθη κόβω ίριδας
κεντρί χτυπά το μπράτσο.

*
Χάδια του ήλιου
χορεύουν οι ίριδες
χέρια απλωτά
φτιάχνω δυο ανθοδέσμες
μοσχοβολά το βάζο.

*
Άνθη ίριδας
καμαρωτό συρτάκι
ανέμου κύμα
πάλλονται τα πέταλα
σκόρπιες δροσοσταλίδες.

*
Πένθους ίριδα
μοσχοβολά το μνήμα
μάρμαρο λευκό
ανάβω το καντήλι
ήλιου έχω τσακμάκι.

*
Πουλιά πετάνε
λευκές οι πεταλούδες
άνθη ίριδας
σκηνή ανοιξιάτικη
ο νους μου αλαργεύει.

*
Εύοσμα άνθη
λεπτότητα πετάλων
ίριδες κομψές
ολόστρωτο λιβάδι
αρχονταρίκι ήλιου.

 *
Πλισέ φόρεμα
τρυφερή κορμοστασιά
ίριδας όψη
άνεμος ξαπολιέται
λυγίζουνε τα άνθη.

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Ο έρωτας του θέρους

Έλα να σου χτενίσω την άγρια αλόη
των μαλλιών σου, γαλακτερό υγρό
να μην πέσει στα μάτια σου και τυφλωθείς.
Κουράστηκα να σου διανοίγω
μονοπάτια για τη μεγάλη επιστροφή σου.
Τα χέρια μου πνίγηκαν στα βρύα,
στις σκληρές πέτρες και στην
αλαζονική αγριάδα.
Κόπιασε με ένα εφοπλιστικό χαμόγελο
στα χείλη κι εγώ την εικόνα σου
θα περιεργαστώ και θα λατρέψω.

Ανοιξιάτικο είσαι ύψωμα με κερασιές
κι αγριοτριανταφυλλιές, αχ πόσο σε πόθησα!
Στα στήθη σου φωλιάζουν πουλιά
και για φωνή σου έχεις των κορυδαλλών
το λαμπρό τραγούδι.
Έλα σαν παιδί που φορά τα πασχαλινά του
να περιβρέξεις τον ύφαλο που κατοικώ.
Πείνασα το κόκκινο,
άδειασα από μυρωδιές,
κάηκαν τα τραγούδια
και με τι τώρα να περνώ τις ώρες;

Βουνά πέρασα, κύματα καβαλίκεψα, αγρούς
που φύεται η άγρια σπαραγγιά διάβηκα
με τα πόδια γυμνά και την καρδιά
να σε φωνάζει δυνατά.
Άντεξα χιλιόμετρα μα τώρα ούτε
ένα μικρό δεν μπορώ να κάνω βήμα.
Βάλε ένα χεράκι κι έλα.
Η αλόη των μαλλιών σου πύκνωσε πολύ
κι αν το χτένι μου σπάσει πώς θα σε αντικρίσω,
πώς θα σε ασπαστώ;
Θα ματώσω στις λόγχες σου.
Θα μπλεχτώ στις αδάμαστες ρίζες σου.
Θα ξεμείνω από φιλί και χάδι και δεν θα με γνωρίσεις.

Έλα εδώ τώρα.
Ο ύφαλος που ζω φυλακή μού έγινε,
μόνο γλάροι τον πλησιάζουν κι ένα χταπόδι
τεράστιο τον περισφίγγει .
Έλα να χαλαρώσεις τα πλοκάμια, πνίγομαι.
Στο οξυγόνο των φιλιών σου προσπέφτω
όπως ο μύστης παραδίδεται στα μάτια
της ερωμένης του στα μέρη που μόνο
Αύγουστο έχουν στο καλαντάρι τους.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Το αδιαίρετο σχήμα

Απ' όταν με εγκατέλειψες αγάπη μου
αρχηγός έγινες σε μια ξένη χώρα μακρινή.
Πολεμικός είναι ο λαός που διοικείς.
Τα σπίτια τους δεν έχουν αυλές και
με άπαρτα μοιάζουν φρούρια.
Οι άντρες μαύρες φοράνε στολές
κι ολημερίς γυαλίζουν τις μακριές
τους σπάθες.
Είναι λιγομίλητοι και λάβαρα τοποθετούν
ακούραστα στα απέραντα όρια της πατρίδας τους.

Εχθροί δεν πλησιάζουν, οι χάρτες πουθενά
δεν αναφέρουν την ύπαρξη της γης τους.
Απόμακρα έχουν βλέμματα όταν συνομιλούν
με τους θεούς τους.
Αποτρόπαιοι θεοί με μακριές γενειάδες ζητούν
συνεχώς θυσίες απ' τους πιστούς τους.
Διαλεκτά ζώα απ' την άγρια πανίδα τούς
προσφέρουν κάθε δεκάτη του μήνα.
Σε ανταμοιβή αυτοί τους δίνουν τη βροχή,
την καλή σπορά και την ισόβια γαλήνη.
Κανείς δεν πεινά.
Κανείς δεν σκοτώνεται.
Κανείς δεν αποστατεί.
Οι σπάθες τους και τα λάβαρα δεν γνωρίζουν
το αίμα παρά μόνο την δόξα.

Μελισσοκόμοι είναι και τη γη τους καλλιεργούν.
Φυτείες με στάρια και καλαμπόκια εκτείνονται
ως εκεί που βλέπει το μάτι.
Κίτρινες θάλασσες ανακατεμένες με το
κόκκινο της παπαρούνας.
Πάντα η σοδειά τους μεγάλη, ποτέ δεν
διαμαρτύρονται και το περίσσιο το δίνουν
στα πουλιά.
Γιατί αγαπάνε πολύ τα πουλιά και σιωπητήριο
ξεκινούν όταν αυτά κελαηδούν και σε στάση
προσοχής κάθονται.
Αυτά οι ορχήστρες τους.
Αυτά οι θούριοι τους.
Αυτά τα ποιήματα κι οι εωθινοί ύμνοι.

Οι γυναίκες άξιες είναι πολύ.
Ζουν στα άπαρτα φρούρια και με αμαζόνες
μοιάζουν.
Συνδράμουν με το αίμα τους, η ζήση να πάει
παραπέρα.
Πρώτες στο χωράφι, πρώτες στη συγκομιδή
και πρώτες στον έρωτα είναι.
Γεννούν σε μεγάλη ηλικία πολλά παιδιά
και τους νόμους καταργούν της φύσης.
Πάντα κάποιο μωρό θα θηλάζουν.
Ποτέ δεν αναπαύονται και στις ελεύθερες
ώρες τους ράβουν κάτι παράξενα, μεγάλα φυλακτά.
Τα φορούν οι άντρες τους και φτερά βγάζουν
στις φτέρνες.

Είναι ωραίες σαν νεράιδες παρά το
προχωρημένο της ηλικίας τους.
Μακριά έχουν μαλλιά, αβρά έχουν χέρια και
τα σαντάλια τους τα δένουν σε καλλίγραμμες
κνήμες.
Μία από αυτές είμαι κι εγώ τώρα που κοντά
σου ήρθα μέσα από δρόμους δύσβατους.
Δεν θα σου απιστήσω ποτέ, πολλούς θα
σου κάνω διαδόχους και το καντήλι του
έρωτα άσβεστο θα κρατάω.
Μετά από εφτά χρόνια στεναγμών τη γη
σου βρήκα και την κατοίκησα.
Εκλεκτή εύκολα έγινα των θεών σου.
Αλλού δεν θα πάω καθώς αδιαίρετο με
εσένα είμαι σχήμα κι οι θεοί σου με επικουρούν
κι όμορφες μου δίνουν κόρες μέσα σε ζεστές φασκιές. 

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Τάνκα της Άνοιξης

Πυκνό γρασίδι
ρίζα βαθιά του πεύκου
αφράτο χώμα
σκοντάφτω πέφτω κάτω
τη φούστα πρασινίζω.

*
Άνοιξη φτάνει
χρυσομπούρμπουνας πετά
άνθος μανόλιας
ασίγαστα βουητά
φτερά νιώθω να βγάζω.

*
Πουλιά κελαηδούν
μυστηριακό άσμα
ράμφη κίτρινα
τραγουδώ παρτιτούρες
αντάξιος συνοδός.

*
Βγήκαν τα άνθη
κατάσπαρτο λιβάδι
ήχοι φλογέρας
οι μέλισσες ενδίδουν
χαρωπό ζουζούνισμα.

*
Βόμβος εντόμων
ανθισμένες κερασιές
χορός της γύρης
λεπτά κόβω κλαράκια
οι οφθαλμοί θαυμάζουν.

*
Άνθη στο χώμα
θυσία αμυγδαλιάς
τσάγαλα μικρά
καταπράσινα φύλλα
χορός δροσοσταλίδων.

*
Βγήκε ο κούκος
τα χελιδόνια ήρθαν
άσπρες οι κοιλιές
τα σύρματα γεμάτα
εαρινοί οι ήχοι.

*
Νέα εποχή
πετά μια πασχαλίτσα
λεπτά τα πόδια
φιλόξενα τα άνθη
γλυκά ρέει το νέκταρ.

*
Λαλούν κοτσύφια
μεγάλωσαν οι μέρες
γιορτή της φύσης
πρωινό το τραγούδι
άγγελμα εαρινό.

*
Πίνακες κάλλους
δαμασκηνιάς λουλούδια
αέρας φυσά
τα πέταλα χορεύουν
μοσχοβολούν οι κήποι.

*
Χειμώνας φεύγει
μαδούν οι ανεμώνες
στερνό αντίο
νέα προβάλλουν άνθη
κάδρο με παπαρούνες.

*
Κορφές βουνών
αργά λιώνει το χιόνι
ρυάκια κυλούν
φουσκώνουν τα ποτάμια
η χλόη μπόι ρίχνει.

*
Διάσπαρτα άνθη
πετά μια πεταλούδα
η φύση ξυπνά
μαργιόλικο το έαρ
η ομορφιά τυφλώνει.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Η φωτοβολίδα

Μοναχικός σε ένα άλλο ημισφαίριο ζεις
καλέ μου.
Κάνει πολύ κρύο εκεί.
Ένα παμπάλαιο χιόνι σκεπάζει τα πάντα.
Ίσια που διακρίνονται τα καμπαναριά, οι
δρόμοι, οι πολυκατοικίες και οι σταθμοί
των λεωφορείων.
Κρατάς ένα φτυάρι και προσπαθείς να
διανοίξεις μονοπάτια και περάσματα που
θα σε φέρουν ξανά εδώ.
Μας απομένει δρόμος πολύς μπροστά και τα
σταθμαρχεία δεν άνοιξαν, τα γκισέ δεν πουλούν
εισιτήρια παρά μόνο εφημερίδες με αποτρόπαια νέα.

Τα μαγαζιά δίπλα σου κλειστά, τα ρολά
κατεβασμένα και δεν έχεις ψωμί για να
δειπνήσεις, κρασί για να ονειρευτείς.
Ταξίδι προγραμματίζω κι εγώ για να σε συναντήσω.
Ποιος θα φτάσει πρώτος;
Πολλά τα λεωφορεία στο σταθμό.
Οι επιβάτες στο δικό μου λεωφορείο ασυνήθιστοι. .
Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν αποσκευές,
μονάχα στα χέρια τους κρατούν κάτι πελώρια
κλουβιά με πολύχρωμος παπαγάλους.
Μιλούν και μόνο μια λέξη μονότονα ξέρουν
να λένε:
Ζωή, ζωή, ζωή.

Ένα σακίδιο πλάτης κρατώ με ρούχα όμως
ελαφρά, ανοιξιάτικα.
Πώς θα αντιμετωπίσω το κρύο;
Ξεχνάω το παλτό μου, τις μάλλινες κάλτσες,
τα δερμάτινα γάντια, τα πλεκτά κασκόλ.
Η μητέρα μου φωνάζει να ντυθώ ζεστά.
Ψάχνω το παλτό μου και δεν το βρίσκω.
Καμώνομαι πως δεν κρυώνω.
Φορώ στο τέλος αναρριχτά ένα μαύρο μπουφάν,
δεν είναι δικό μου.

Από τότε που έφυγες το κρύο το αψηφώ.
Το συνήθισα, ξέρεις αν έχεις μια καρδιά παγωμένη
και σκληρή τις αντέχεις όλες τις αντιξοότητες.
Με γυμνά πέλματα βαδίζω πάνω στον πάγο.
Γλιστράω και κάνω πιρουέτες στον αέρα,
δεν πέφτω, σε ένα σύννεφο προσγειώνομαι.
Από ψηλά σε αντικρίζω, συνεχίζεις να
εκχιονίζεις τους δρόμους, διάλειμμα κάνεις
μόνο για να σκουπίσεις τα δάκρυα.
Γιατί κλαις;
Φταίει το κρύο μου απαντάς κι αυτός ο ψυχρός
βοριάς, φταίει και το βαρύ σύννεφο
που σωριάστηκε στα μάτια μας και με βροχή
μας απειλεί.

Η βροχή είναι καθαρτική μου λες.
Η βροχή φουντώνει τους θάμνους και το
χιόνι λιώνει, δεν χρειάζεται να εκχιόνιζεις
και να παιδεύεσαι φτυαρίζοντας.
Με τη βροχή λοιπόν θα σε περιμένω.
Πώς δεν το βρήκα;
Ικεσίες θα κάνω κι ο Θεός θα με ακούσει.
Μακριά θα φορώ φορέματα για να με θυμηθείς.
Είναι αδιαπραγμάτευτη η επιστροφή σου
όπως είναι το σημείο που δείχνει ο ραβδοσκόπος.
Δες αναβλύζει νερό, δες το κρύο υποχωρεί.
Όλα θετικά λειτουργούν για εμάς κι ανατρέπονται.
Στο δικό σου ημισφαίριο σοκαρισμένη μπαίνει
η Άνοιξη, πλάι στις κερασιές θα σε συναντήσω.
Φωτοβολίδα η αγάπη μας θα ρίξει τα άνθη
στα μαλλιά μας, στην πορεία του φωτός
κοίτα το χέρι σου κρατώ.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Ο ανάδοχος της ποίησης

Διάπλατα άνοιξε τα χέρια της η ποίηση
και με αγκάλιασε.
Φορούσε ακριβό φόρεμα από ταφτά κι ένα
μοντέρνο καπέλο κάλυπτε το κεφάλι της.
Ομορφονιά η ποίηση είχε στα χέρια της
σειρές πολλές από βραχιόλια κι ένα διαμαντένιο
δαχτυλίδι στον παράμεσο.
Έκανε βαθιά υπόκλιση και μου συστήθηκε.
Ειρήνη την λέγανε, Αντιγόνη, Ελένη, Σαπφώ κι Αγάπη.

Μούδιασα και δείλιασα προς στιγμή, δεν
ήξερα ποιο να διαλέξω όνομα ανάμεσα στα
πέντε που μου είπε.
Αρχικά μου άρεσε το Ειρήνη γιατί αντιμάχεται
την μάνητα των χειλιών.
Αλλά και τα υπόλοιπα μια χαρά της πήγαιναν.
Δεν ήθελα να υποτιμήσω κανένα.
Έτσι αφέθηκα να της διαλέξω ένα δικό μου
όνομα, ανάδοχος της να γενώ.
Καλοκυρά θα την αποκαλούσα τις ημέρες
και μάγισσα θα την έλεγα τις νύχτες.

Όντως τις ημέρες ανασκουμπώνει τα μανίκια.
Αυτή είναι που συγυρίζει τα σπίτια μας,
μας μαγειρεύει και μας πλένει τα ασπρόρουχα.
Δεν της ξεφεύγει ούτε κόκκος από σκόνη.
Είναι μανιακή με την καθαριότητα και με
ασβέστη περνάει τις αυλές μας.
Σιδερώνει τους γιακάδες, τα μαντήλια μας
κι ίσια τραβάει τσάκιση στα παντελόνια μας.
Γυαλίζει τα ασημικά και τα μπρούντζινα ρόπτρα.
Μπαίνει στον αργαλειό κι ακούραστα
ετοιμάζει φανταχτερά υφαντά.
Δεν κουράζεται το ροδαλό της χέρι ποτέ
τουναντίον η δουλειές ομορφότερη την κάνουν θεά.

Τις νύχτες μάγισσα γίνεται και εξορμά
στα κλαμπ της πόλης.
Αυτή βάζει την μουσική στο πικ - απ, αυτή
μας κερνάει ποτό κι αυτή ακούει τις εκμυστηρεύσεις μας.
Αγαπά τους εφήβους και φιλιέται σταυρωτά μαζί τους.
Φορά κραγιόν σαμπανιζέ κι αφήνει αποτυπώματα
στις παρειές των νέων.
Ρίχνει τα χαρτιά και κολλάει λίγο στον Άσσο.
Φίλτρα ετοιμάζει και βοτάνια μας φέρνει από
χαράδρες σαν του Βίκου βαθιές.
Για γυάλινη σφαίρα έχει τις δυο κοιλίες
της καρδιάς μας.
Μας λέει την μοίρα κι απ' το μοχθηρό μας
προφυλάσσει κοράκι.

Δύο υποστάσεις της έδωσα με το μικρό μου μυαλό
και με αυτές θα υπογράφω εφεξής το ποίημα.
Αυτή η αφέντρα, άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε
νάρκισσος εφορμά στις φλέβες μας,
στα όνειρα μας και στις διενέξεις μας.
Ό,τι περισσεύει από το μελάνι της στους
εκλεκτούς της το δίνει φτάνει να μην
ξεχνούν τα ονόματα της και επιμελώς
να φροντίζουν το καμηλό της παλτό
μην και κρυώσουν οι ετερόχθονες της φίλοι.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Τα ακρόνυχα των αετών

Στη χώρα της ποίησης δεν με άφησαν να μπω.
Στον περίβολο της που φύονται σπάνια κακτοειδή,
σαρκοβόρα φυτά κι ηλίανθοι δεν μπόρεσα
να ιερουργήσω.
Με εκδίωξαν οι φρουροί με σαΐτες δηλητηριώδεις.
Τραυματίστηκα βαριά κι έμεινα με την καρδιά
αιμάσσουσα εκτός διωγμένη.
Υψωμα είχα στα χέρια από τους ναούς των δακρύων.
Ανυπόδητη έφτασα ως εδώ διασχίζοντας
τραχείς δρόμους χωρίς μελάνι και πένα
παρά μόνο με λίγο αίμα από τα γραφτά
του έρωτα και κάποια σονέτα παρελθόντων
ετών ντροπαλά ψέλλιζα σαν μάνα που πενθεί σιωπηρά.

Μπροστά στην πύλη έμεινα να εκλιπαρώ.
Ψηλά κάγκελα περιπλεγμένα με κισσούς
και γλυσίνες με εμπόδιζαν να δω προς τα μέσα.
Καστρόπορτες βαριές ερμητικά κλεισμένες
δεν με αναγνώριζαν.
Μόνη ήμουν, ήλιος καυτός με έκαιγε,
οι τρεις συκιές, που υπήρχαν έξω, τον ίσκιο τους
δεν μου παραχωρούσαν.
Ακατάδεκτες βλοσυρά με κοιτούσαν μέσα απ' τα
μάτια των νεκρών ποιητών που στους βρόγχους
των άκαμπτων κλαδιών ζυγίζονταν
έναν θάνατο απεχθή.

Ολόγυμνα είχαν κορμιά και απ' τις βαθιές
πληγές τους έσταζε υπόξινο πύον.
Έμεινα εμβρόντητη να τους θωρώ.
Άφωνη, δεν μπορούσα ούτε ένα στιχάκι τους
να απαγγείλω, εδώ μήπως τους φέρω ξανά,
ωραίους σαν τα Φαγιούμ της ταφής.
Σιχτίρισα την ένδεια των χεριών μου
και της αφής μου την ανεπάρκεια στηλίτευσα.
Δρασκελιά επιθυμούσα να ανοίξω την περιπαθούσα
κόμη τους να χαϊδέψω.

Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα είχα τέλος κι εγώ.
Σε μια συκή θηλιά θα έδεναν οι φρουροί πονηρά
να με ποδηγετήσουν.
Τυφλή σχεδόν κι άδοξη το σκαμνάκι έσπρωξα
θαρρετά πριν από αυτούς.
Με το γάλα της συκιάς το αίμα μου έσμιξα,
ρέουσα να έχει το ποίημα μορφή.
Ένα σώμα είμαι που αιωρείται.
Ένα στόμιο είμαι κλειστό και για μάτια έχω
δυο γυάλινες μπίλιες παιδικές.

Τις ταλαντώσεις άλλων μου χρέωσαν.
Εγώ που στα ακρόνυχα των αετών γράφω ποιήματα.
Έναν θάνατο μού διάλεξαν αέναο να ζω.
Τα θαύματα στα μάτια των αγαλμάτων
μου απέτρεψαν να διακρίνω.
Μόνο λίγα ρινίσματα δόξας έχω στο αριστερό
μου πλευρό, μου φτάνουν θαρρώ την σπορά
για να αρχίσω, ρίχνοντας την πάνω στα άτριχα
στέρνα των εφήβων που στον αιώνα τους με καλούν.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Βάδιζε στους αγρούς. Που και που συναντούσε κάποιες τελευταίες ανεμώνες. Ο χειμώνας είχε φύγει και είχαν οι πιο πολλές μαραθεί. Σε έναν γκρεμό αντίκρυσε μια μυγδαλιά. Λίγα λουλούδια κρατούσε πλέον στα κλαδιά της. Τα πέταλα της είχαν πέσει σε στρώσεις πάνω στη γη. Φυλλαράκια πράσινα είχαν εμφανιστεί τώρα πάνω της. Είχε αρχίσει κιόλας να δένει χλωρούς καρπούς.

Άνθη νεραντζιάς
απάτητο το χώμα-
βουή μέλισσας.

Πλάι στη μυγδαλιά οι σπαραγγιές είχαν πετάξει τρυφερούς βλαστούς. Έσκυψε και τους μάζεψε. Μάτωσε λίγο και γρατζουνίστηκε. Στα χέρια της όμως κρατούσε ένα μεγάλο μάτσο απ' τα αγαπημένα της σπαράγγια. Συνέχισε παραπέρα ακολουθώντας ένα χαραγμένο μονοπάτι. Μια πεταλούδα στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι της. Τα φτερά της είχαν ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα.

Ψηλή η χλόη
οι μαργαρίτες βγήκαν -
τρέχουν τα νερά.

Προχώρησε κάμποσο τώρα είχε φτάσει σε ένα ξέφωτο με μια σειρά ανθισμένες κερασιές. Οι ταξιανθίες από τα άνθη τους ήταν εντυπωσιακές. Μέλισσες πετούσαν εδώ και εκεί αντλώντας χυμούς. Ξαφνικά ήρθε και κάθισε πάνω στο λαιμό της μια πασχαλίτσα. Έμοιαζε σαν να φορούσε μενταγιόν. Στάθηκε για λίγο και πέταξε ανοίγοντας τα μικρά της φτερά.

Βγήκε ο ήλιος
μανόλιες ανθισμένες -
γελούν τα παιδιά.

Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγει. Ο ήλιος έδυε και ο ορίζοντας έπαιρνε πορφυρό χρώμα. Βρέθηκε μπροστά σε μια πηγή. Το νερό της ήταν πολύ δροσερό. Έσκυψε και ήπιε αχόρταγα γερές γουλιές. Στο ρυάκι που σχημάτιζε η πηγή είδε έναν σκαντζόχοιρο. Είχε πάει κι αυτός να ξεδιψάσει. Έκανε να τον αγγίξει κι ευθύς αμέσως αυτός μαζεύτηκε σε μπάλα.

Πορφυροί ανθοί
οι παπαρούνες βγήκαν-
νέα εποχή.

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Τράβηξε τις βελούδινες κουρτίνες. Ένας ήλιος πορτοκαλής είχε κάνει την εμφάνιση του. Τα βουνά είχαν ροδακινί χρώμα. Δυο σύννεφα έπλεαν και σχημάτιζαν μια τεράστια πεταλούδα. Τα πουλιά είχαν ξεκινήσει να κελαηδούν γλυκά. Οι φωνίτσες τους καλούσαν τα όντα της γης να ξυπνήσουν για να δουν την όμορφη μέρα.

Αυγινό άστρο-
ανθισμένη κερασιά
.καρπούς θα φέρει.

Το σπίτι δεν την κρατούσε. Μια όμορφη μέρα έξω από το τζάμι την καλούσε.. Φόρεσε το εμπριμέ φόρεμα της με το βαθύ ντεκολτέ, έβαλε το σάλι της στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Μία γάτα κοιμούνταν ρουθουνίζοντας. Μαζί είχε έρθει κι ο σκύλος της που έκανε χαρές κυνηγώντας την ουρά του. Δίπλα του πετούσε μια πεταλούδα που στο τέλος ήρθε και κάθισε πάνω στην υγρή του μουσούδα.

Αχτίδες ήλιου
κλαδάκια αμυγδαλιάς-
πεσμένα άνθη.

Τα φυτά του κήπου κρατούσαν πάνω τους τις πρωινές δροσοσταλίδες. Οι τριανταφυλλιές είχαν πετάξει τρυφερά βλαστάρια. Ένας κάκτος είχε βγάλει ένα λουλούδι εντυπωσιακό. Μία δροσοστάλα έτρεξε πάνω στην παλάμη της και την δρόσισε. Αφού έκανε μια μικρή επιθεώρηση στα γεράνια πήρε το ποδήλατο για μια βόλτα στα χωράφια με τις ανθισμένες κερασιές, λίγο έξω από το χωριό.

Λεπτές μυρωδιές
βγήκαν τα χαμομήλια-
το άστρο δύει.

Ο πρωινός αέρας μπάτσισε το πρόσωπο της. Άρχισε να τραγουδάει έναν σκοπό. Στα ρουθούνια της ήρθε μια λεπτή μυρωδιά, εισέπνευσε βαθιά. Μία νεραντζιά είχε πρόωρα ανθίσει. Στάθηκε κι έκοψε ένα κλαρί, θα το πήγαινε στο σπίτι για να στολίσει το ανθογυάλι. Οι μέλισσες τρυγούσαν τα άνθη. Το πέταγμα τους σήκωνε σύννεφα γύρης.

Σύννεφα αχνά
ανοιξιάτικες μέρες-
ισημερία.

Φτάνοντας έτριψε τα μάτια της. Οι εικόνες μπροστά της πανέμορφες. Οι κερασιές έμοιαζαν με νυφούλες. Άφησε το ποδήλατο και άρχισε να τρέχει σαν παιδί που του χαρίζουν ζαχαρωτά, γύρω από τα δέντρα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που έπαιρνε τα πέταλα τους και τα άφηνε πάνω στα μαλλιά της. Έκοψε μερικά κλαδιά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

Άνθη μανόλιας
τρυφερό το τριφύλλι-
λαμπρές αχτίδες.

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η δυαδική θεά

Απ' όταν έφυγες έμειναν τα παντζούρια
κλειστά καλέ μου.
Με μπερδεύει ο μηχανισμός τους και δεν
μπορώ να τα ανοίξω.
Τα χέρια μου αδύναμα, το μυαλό μου
διασκορπισμένο σε μύριες σκέψεις,
η ψυχή μου σκόνη νυχτοπεταλούδας
με σκοτεινή μορφή, έχουν εντός μου
φορέσει το ατημέλητο σκουτί της νύχτας.

Δες κιτρίνισε το πρόσωπο μου, έφυγε από
τις παρειές μου το ροδόχρωμο τριαντάφυλλο
που τόσο λάτρευες, στα πέλματα μου τα
σανδάλια σκίστηκαν.
Αδυνατώ να περπατήσω, έξω για να βγω
και στο καμάκι του ήλιου να αφεθώ σαν
πουλί στις μελωδίες της αυγής.
Εγώ η πολιορκημένη κάποτε από το φως
του έρωτα ψυχρή έγινα τώρα ζωγραφιά.
Έρχονται οι θεραπαινίδες να με δουν
κι άπραγες φεύγουν, τις πληρώνω
εντούτοις ακριβά.
Τελειώνει το κομπόδεμα μου και πώς θα
διανύσω τα χιλιόμετρα της ζωής;

Μένω να κοιτάζω τις φωτογραφίες σου
και απ' το άχραντο χαμόγελο σου να
μεταλαμβάνω κρασί και φιλί σάρκινο.
Το σπίτι υγρός τάφος, ρομφαία του επέκεινα,
καταπίνει όνειρα, αρχαίες συνθήκες, ανάγκες
διαφυγής απ' το όλβιο παρόν.
Στα ταβάνια καθιδρύει η μούχλα βασίλεια,
στα κάδρα οι αράχνες έχουν εξαφανίσει
τα λατρευτά τοπία που κάποτε με πήγες,
στα έπιπλα σκοτεινές κατοικούν φωνές,
τις ακούω, γδέρνεται η ψυχή μου, φοβάμαι.
Πουθενά η φωνή σου, μόνο άναρθρα λόγια
δίπολα καλέσματα κι εκκωφαντικά συνθήματα
μιας πορείας ανώφελης προς τον ελαιώνα των παθών.

Έλα να μπεις στο σπίτι όπως παλιά.
Θέλω να υψώσω το κορμί μου ως στις δικές
σου διαστάσεις.
Χαμήλωσα απ' όταν έφυγες, η ύπτια στάση
με κούρασε, το μισοσκόταδο με συρρικνώνει.
Ξέρω πως μια πλειάδα από άστρα έχεις
στην τσέπη καθώς και δεκάδες δέσμες
από ηλίανθους του Βαν Γκονγκ, στολίδια
πανάκριβα, των δικών σου αγρών καλλιέργειες.
Φωνάζω, άκουσε με, οι φίλοι με εγκατέλειψαν,
μόνα μου όντα τα ερπετά.
Πριονίζω τις πόρτες μήπως και βρω μια
χαραμάδα φωτός δικού σου.
Αδίκως όμως κουράζομαι, ισχνή πεταλούδα
επαμφοτερίζουσα χωρίς κήπο γίνομαι.
Έλα να αποτινάξεις το σκοτάδι, το ξέρω
πως έχεις μαζί σου την αρμαθιά των κλειδιών
που έχασα όταν σε αποχαιρετούσα έναν
σκληρό Απρίλη βουβή με το μαντήλι στο
λαιμό δεμένο όπως ικρίωμα μεσαιωνικό.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Οι προστακτικές του έρωτα

Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
ζεσταθώ.
Το ξέρω πως λείπεις τόσα χρόνια μα εγώ,
κλαράκι ψιλό, αλλού δεν έχω που να πάω.
Η αγκαλιά σου φωλιά αηδονιού, πέρδικας
καταφύγιο και κοτσυφιού καρτέρι.
Συμπαντικό κουδούνι η αγκάλη που κοντά
σου με καλεί.
Ακούω το θόρυβο του και σε εντοπίζω.
Ακούω το τραγούδισμα του και σε θέλω.
Χρόνια τώρα σε πονάω με πόνο πληγής
ξυραφιού.

Σε ένα υποβρύχιο κατοικώ, λιγοστεύει
το οξυγόνο, ο βυθός απειλητικός με συνθλίβει.
Έξι μέτρα ψηλά η επιφάνεια κι εγώ καταποντισμένη
σε ζητώ εναγώνια,
Σαν κυνόδοντα πεινασμένης τίγρης σε θέλω.
Σε ζούγκλα έρημη κι ακατοίκητη περιφέρομαι.
Τροφή δεν βρίσκω, σε πεινάω ολόκληρο.

Όλα γύρω ερημοποιήθηκαν απ' όταν έφυγες.
Σκάνε μαύρα μπαλόνια κι ο κρότος τους με
φοβίζει, κρύβομαι.
Άνθρωποί σκυφτοί με τρεμάμενα χέρια τα κρατάνε.
Κλείνω τα αυτιά, σφραγίζω τα μάτια να μην
βλέπω, σταυρώνω τα χέρια, σε όρθια στάση
κρατώ το κορμί μα ανώφελα όλα δείχνουν,
τίποτα δεν με παρηγορά.
Πολύ το μαύρο γύρω και σε κρύβει.
Όλος ο κόσμος εδώ θαρρώ απελπιστικά
κι αυτός σε ψάχνει.
Πενθεί η φύση και με μαύρη βγαίνει φούστα
κάθε που μπαίνει η άνοιξη στο σκάφος.
Εδώ οι μαύρες τουλίπες της θλίψης.
Εδώ τα εξωτικά μαύρα τριαντάφυλλα του
αποχωρισμού.
Εδώ ο ζαρωμένος πανσές με τα μαύρα
ματόκλαδα ερμητικά κλειστά.

Σφηνωμένη και δεμένη στις μαύρες
πλάκες του οψιανού ακινητοποιούμαι,
υποχωρεί το φως, σε υπόγεια υγρά τελικά
καταλήγω και χτενάκι δεν βρίσκω όμορφη
να σε συναντώ στου ονείρου μου έστω την
γκρίζα πλάνη.
Χάθηκαν τα χρώματα όλα όταν εσύ, όμοιο
ουράνιο τόξο, μετά από μια κίτρινη βροχή
μαζί σου τα τράβηξες.
Μάταια προσπαθώ φορώντας φουστάνια
πολύχρωμα στην σκούρα παλέτα της φύσης
να επέμβω.
Ίσως να φταίνε τα μαύρα γάντια που κρατώ
τα άλλα τα μενεξεδί που μου είχες χαρίσει
τα έχασα σε μια αφιλόξενη αμαξοστοιχία,
Απρίλης ήταν και χιόνιζε ένα χιόνι αμαρτωλό.

Πάνε χρόνια που έπαψες να με ταξιδεύεις
κι εγώ ποθώ να ξαναβρώ εκείνα τα
ταπεινά εικονοστάσια στις απότομες στροφές
των δρόμων, λαμπάδα ενός μέτρου να ανάψω
μην και συγκινηθείς και φανείς.
Πάντα σε λυπούσαν οι νεκροί κυρίως
οι νεαροί που έφυγαν μετά από ένα
δυνατό μεθύσι στην άσφαλτο.
Έλα να συνομιλήσουμε μαζί τους,
στο άχρονο είμαι να ταξιδέψουμε.
Απ' τη αρχή να ξεφλουδίσουμε την λέξη ζωή
και στις προστακτικές του έρωτα να αφεθούμε.
Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
λυτρωθούν τα άρπαγα χέρια μου που δεν
σε χάρηκαν ούτε μια στιγμή.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Εφημερεύοντα όνειρα

Νύχτα και τα σχοινοτενή όνειρα εφημέρευαν σαν
το συνοικιακό εφημερεύον φαρμακείο με τα
κατεβασμένα ρολά και με τον ακούραστο 
φαρμακοποιό ξαπλωμένο πάνω στο ντιβάνι της
περισυλλογής δίπλα στους πίνακες του Wassily Kandinsky.
Όνειρα μεγάλα, παραδομένα στης νύχτας το πέπλο
που κρυφοκοιτάνε τον κόσμο μέσα από σκούρο
φινιστρίνι ενός πλοίου που οργώνει την άγονη
γραμμή, γεμάτο με τα πολύχρωμα καπέλα των ποιητών.

Τα χαϊδεύεις, να μην παρεκκλίνουν στιγμή και
χάσουν απ' τα χέρια τα κουφέτα που τους φίλεψε
η μοίρα ένα βράδυ όταν οι πελαργοί δίπλωναν
τα φτερά τους και ησύχαζαν στις αχυρένιες
φωλιές τους πλάι στους φθαρμένους χάρτες.
Παίρνεις χώμα και μικρά ξυλαράκια και προσπαθείς
να τα πλάσεις σε μικρά εδώλια, μουσεία να στολίσεις.
Στα χέρια σου η λάσπη κολλάει, στην καρδιά
τα μεγάλα ιδανικά δεν σβήνουν κι ολοζώντανα 
ανασαίνουν διαρκή ελπίδα.

Όνειρα ταξίδια που στο γκισέ βγάζουν εισιτήριο
για τα μέρη που κατοικούνται μόνο από ανθρώπους
τυφλούς που είδαν το φως μέσα από την φλογίτσα
ενός κυρτού κεριού.
Επεξεργάζονται τον κόσμο από την αρχή σαν παιδί
που μπαίνει στην τάξη για πρώτη φορά, σέρνοντας
το χέρι της μάνας του, πριν από τον αποχωρισμό,
τραγουδώντας έναν χαρωπό σκοπό από τις νότες
ενός μεγάλου μουσουργού που ομογάλακτος είναι
των αγγέλων και των θεών.

Εφημερεύουν τα όνειρα απόψε μην το
απολησμονήσεις και χαθείς στο έρεβος του άτοπου.
Φόρεσε την κίτρινη στολή σου να σε γνωρίσει
το φεγγάρι και ήρωα να σε στέψει με του ήλιου το
ολοφώτεινο στεφάνι.
Συμμαχία κλείσε με τα άστρα, γούνινο να σου
φτιάξουν παλτό, ζεστός να γυρνάς στις παγωμένες
πολιτείες που άρχει το δίκιο.
Σαν λεμονιά να μοιάζεις που κατατροπώνει τον
χειμώνα και τα άνθη προετοιμάζει στα εκατόχρονα
κλαδιά της.
Πείσμων εξαρχής, στην άνοιξη ζητά να δοθεί και με
μυριόστομα τραγούδια τα πανέρια των μυροφόρων
να γεμίσει που την ανάσταση εξυφαίνουν των ηγετών
της ζωής με τα πολυφορεμένα καπέλα στα χέρια.