Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι.
Μόνη άφησε με να οδοιπορώ
στο απάτητο του πόνου μονοπάτι
και στο ανοιχτό πεδίο των σκοτεινών
ποιητών να πηγαίνω, εκεί που από τον
χαρτοπόλεμο της γιορτής αυτοί φλέγονται
και σονέτα εμπνέονται και στίχους θεϊκούς
που θα μείνουν χαραγμένοι στα σπλάχνα
των βουνών για αιώνες.
Περιπλανιέμαι που λες καιρό τώρα
σε άγνωρα καφέ που μάταια αναζητούν πελάτες
για το τάβλι και τη κολιτσίνα των ξέμπαρκων.
Δίπλα σε λαστιχένιες μπάλες
ξεφούσκωτες αναζητώ επίμονα συντροφιά,
δίπλα σε έντομα ζουλισμένα από το χέρι
της λήθης χαιρετίζω ξεπεσμένους γραφιάδες
και σε υποστατικά απόμερα που κανείς
δεν πρόσεξε ποτέ, στήνω οδοφράγματα
και χρήσιμες παίρνω συμβουλές από
τις εκατόχρονες ελιές της πατρίδας μου.
Μόνο με αυτούς τους τόπους
κι με αυτό το χώμα ξέρω να συνδιαλέγομαι
κι εκεί να κινούμαι επιδέξια σαν χαμαιλέοντας
πάνω στο παχύ χορτάρι.
Εκεί θέλω να πηγαίνω, παιχνίδι
να αρχίζω με τα ανυποψίαστα παιδιά,
σε κουτάκια σπίρτων
να κλείνω έντομα, το τραγούδι
να μη μου λείψει
και με ιδρώτα να βγάζω το κρίθινο της νηστείας
ψωμί μήπως και ξυπνήσει κάποια φορά
η κοιμωμένη Ευρυδίκη -του ραφτάκου
η κόρη- στη συνοικία με τις φλύαρες λεύκες.
Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι κρατώντας
τα διάπυρα βέλη σου, τραχύς σαν ερημίτης,
στόχο να βάζεις
τις οκνηρές πάπιες,
τα τυφλά ελάφια
και τις τρελές μπαλαρίνες που αποκλειστικό
έχουν χορογράφο το κύμα.
Απομακρύνσου κι έλα μόνο με το φως,
τότε που εγώ θα ξαπλώνω στα βαμβακένια
στρώματα έχοντας σιμά μου τις θεραπαινίδες
με τις τριμμένες βεντάλιες.
Εκεί θα με βρεις, μια ξένη πια για σένα,
με χωλό το πόδι και με εγκαύματα στα χέρια.
Καίω μην πλησιάσεις.
Παραπαίω μην στηριχτείς.
Άλλον αγαπώ εδώ και καιρό.
Τα λυχνάρια μπροστά μου, μάθε το,
θα μου φανερώσουν τα θαύματα κάποια στιγμή.
Δεν ανησυχώ.
Στη φωνή των λυχναριών προσφεύγω
Μόνο που τώρα οι πληγές μου,
βαθιές καθώς είναι, με εμποδίζουν
να τα τρίψω καλά τη μυστική λαλιά τους
να ακούσω μπροστά μου να βγαίνει.
Κι οι θεραπαινίδες δεν βοηθούν,
γιατί τη γλώσσα των πραγμάτων καλά δεν γνωρίζουν
και μια αλλόκοτη μιλάνε διάλεκτο
που το αδύνατο περιφρονεί επιδεικτικά όπως κι εσύ.
Πόσο λατρεύω αυτή τη γραφή, βρε Ελένη μου! Πόσο μού αρέσει! Πάντα έχει κάτι ξεχωριστό να πει, να μεταδώσει, να συγκινήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε!
Διαγραφή