Πάντα αγόραζες ακριβά μοκασίνια
σε χρώμα ταμπά. Πως σου πήγαιναν αγάπη.
Με αυτά να τριγυρνάς ελεύθερος
στις ρούγες μαζί με τα ανήλικα
κορίτσια που υφαίνανε σε αυτοσχέδιους
αργαλειούς την προίκα των εφτά αστεριών.
Ποτέ δεν σε έκοβαν,
μαλακά ήταν σαν πατουσίτσα γάτου.
Ποτέ δεν σε στένευαν,
ανάλαφρα κι ευρύχωρα ήταν
σαν φτερό κύκνου που το χαϊδεύει
ο άνεμος.
Πληγές δεν σου άνοιγαν γιατί
με τους θεούς είχες από παλιά
συμμαχήσει και πριν ακόμα
γεννηθείς αυτοί νέκταρ σου έδιναν
από της Διοτίμας τα μέρη.
Μονοφόρι τα είχες και πολύ
τα περιποιόσουν.
Ολημερίς τα φορούσες και
σε όλες τις εποχές με αυτά
βάδιζες πρόθυμος όπως πάντα
(μιας κι εγώ εσένα είχα διαλέξει)
να φέρεις τις εντολές πάνω στη γη.
Νοιαζόσουν και πολύ το επιθυμούσες
μην και δεν καρπίσει το σιτάρι
και η βρόμη και πεινάσει ο κόσμος
απαντοχή και χαμογέλιο μικρού παιδιού.
Μόνο τις νύχτες του έρωτα
τα έβγαζες.
Ήμουν τότε πολύ τυχερή γιατί
έβλεπα το τρυφερό σου πέλμα
και τους στρογγυλούς σου
αστραγάλους ψηλάφιζα
Αποκοιμιόσουν γλυκά κι εγώ
έμενα ξάγρυπνη να σε κοιτάζω.
Φοβόμουν αγάπη κι έτρεμα.
Έβγαζα τα κορδόνια μην και
μας βρει το κακό.
Από τα μικράτα μου βλέπεις
είχα μάθει πως ο έρωτας
κι ο θάνατος αντάμα πάνε
σαν σταυραδέρφια αγαπημένα.
Μια νύχτα μόνο ξεχάστηκα
και δεν τα αφαίρεσα, είχα
επωμιστεί βλέπεις να προσέχω
τους γενειοφόρους νεκρούς.
Σάββατο ήταν και μέρα σχόλης
τότε που από τα γήινα ξέφυγες
με δυο κορδόνια στο λαιμό να σε πνίγουν.
Θυμάμαι ακόμα την πληγή
στο λαιμό σαν χαρακιά στιλέτου
σε στιλπνό μάρμαρο.
Εφεξής.
Δεν με συγχώρεσα.
Δεν με αγάπησα.
Τώρα εναγωνίως μπροστά
στους δικαστές καμιά δεν βρίσκω
δικαιολογία ή ελαφρυντικό.
Τα ακριβά σου μοκασίνια
τα φυλάω μα κορδόνια
άλλα δεν βρίσκω να τους ταιριάξω
απέναντι να περάσω τις ουλές
σου να ψαύσω να μην πονούν.
Δεν σε ξεχνώ.
Ο έρωτας σου δυνατός σαν
θάνατος σοβεί στα γυμνά μου
πόδια και την κλεψύδρα μου
διαρκώς γυρίζει εκεί να ακουμπάω
της νύχτας το φιλί.
Την καλησπέρα μου, Ελένη μου. Καλό σου μήνα κορίτσι μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Γιάννη μου!
Διαγραφή